Του Αββά Νετρά
Διηγήθηκαν για τον Αββά Νετρά, τον μαθητή του Αββά Σιλουανού, ότι όταν έμενε στο κελλί του, στο όρος Σινά, κανόνιζε τη ζωή του σύμμετρα με τις χρείες του σώματος. Όταν δε έγινε επίσκοπος στη Φοράν, πολύ πίεζε τον εαυτό του στη σκληραγωγία. Και του λέγει ο μαθητής του: « Αββά, όταν είμαστε στην έρημο, δεν έκανες τόση άσκηση ». Και του λέγει ο γέρων: « Εκεί έρημος ήταν και ανέχεια και ήθελα να διαφεντεύω το σώμα, για να μη ασθενήσω και ζητήσω αυτά όπου δεν είχα. Τώρα δε κόσμος είναι και αφορμές είναι. Και να ασθενήσω εδώ, θα βρεθή ένας να με περιποιηθή. Για να μη χάσω τον μοναχό ».
Του Αββά Νικήτα
Έλεγε ο Αββάς Νικήτας για δυο αδελφούς, όπου πήγαν μαζί θέλοντας να συνοικούν. Είπε δε ο ένας μέσα του: « Ό,τι θέλει ο αδελφός μου, αυτό θα κάνω ». Το ίδιο και ο άλλος είπε μέσα του : «Θα κάνω το θέλημα του αδελφού μου». Και έζησαν πολλά χρόνια με μεγάλη αγάπη. Βλέποντάς το ο εχθρός, πήγε με σκοπό να τους χωρίση. Στάθηκε λοιπόν έξω από την πόρτα τους και φαινόταν στον ένα σαν περιστέρι και στον άλλο σαν κουρούνα. Λέγει ο ένας: « Βλέπεις εκείνο το περιστέρι ; ». Απαντά ο άλλος: « Κουρούνα είναι ». Και άρχισαν να φιλονεικούν, λέγοντας ο ένας αντίθετα από τον άλλο. Ήλθαν έτσι στα χέρια μέχρις αίματος, προς μεγάλη χαρά του εχθρού. Και χωρίσθηκαν. Αλλά μετά τρεις μέρες, ανένηψαν και συνήλθαν. Και ζητώντας ο ένας συγχώρηση από τον άλλο, ωμολογούσαν τι νόμιζε ο καθένας τους ότι ήταν το πουλί όπου είδαν. Και καταλαβαίνοντας τον πόλεμο του εχθρού, έμειναν έως το τέλος αχώριστοι.
Του Αββά Ξοΐου
α΄. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ξόϊο, λέγοντας: « Αν βρεθώ κάπου κάποτε και φάγω τρία ψωμιά, μή πολύ είναι; ». Του λέγει ο γέρων : « Στο αλώνι ήλθες, αδελφέ ; ». Και είπε πάλι: « Αν πιω τρία ποτήρια κρασί, μή πολύ είναι; ». Του λέγει: « Αν δεν είναι δαίμων, δεν πρόκειται για πολύ. Αν ναι, είναι πολύ. Γιατί το κρασί δεν ταιριάζει στους μοναχούς οπού ζουν κατά Θεόν ».
β΄. Έλεγε κάποιος από τους πατέρες για τον Αββά Ξόϊο τον Θηβαίο, ότι πήγε κάποτε στο όρος Σινά. Και καθώς έφευγε από εκεί, τον συνάντησε κάποιος αδελφός και στενάζοντας έλεγε: « Έχουμε θλίψη, Αββά, για την αναβροχιά ». Του λέγει ο γέρων: «Και γιατί δεν παρακαλείτε με προσευχή τον Θεό;». Του αποκρίνεται ο αδελφός: «Και προσευχόμαστε και κάνουμε λιτανείες, αλλά δεν βρέχει». Του λέγει ο γέρων: « Πάντως δεν προσεύχεσθε με επιμονή. Θέλεις δε να μάθης ότι αυτό είναι αλήθεια; ». Άπλωσε τότε τα χέρια στον ουρανό και προσευχήθηκε. Και ευθύς έβρεξε. Βλέποντας δε ο αδελφός, φοβήθηκε. Και πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, τον προσκύνησε. Ο γέρων τότε έφυγε. Ο δε αδελφός ανακοίνωσε σε όλους το γεγονός. Και ακούοντας το, δόξασαν τον Θεό.
Του Αββά Ξανθία
α΄. Είπε ο Αββάς Ξανθίας: « Ο ληστής στον σταυρό ήταν και με ένα λόγο του δικαιώθηκε. Και ο Ιούδας συγκαταριθμημένος με τους αποστόλους ήταν και μέσα σε μια νύχτα έχασε όλο τον κόπο και βρέθηκε από τον ουρανό στον άδη. Γι’ αυτό, κανείς ας μή καυχάται όταν κάνη το καλό. Γιατί όλοι όσοι είχαν πεποίθηση στον εαυτό τους, έπεσαν ».
β'. Ανέβηκε κάποτε ο Αββάς Ξανθίας από Σκήτη στο Τερενούθι. Και εκεί όπου κατέλυσε, καταβεβλημένος καθώς ήταν από την άσκηση, του έφεραν λίγο κρασί. Ακούοντας δε μερικοί, του έφεραν ένα δαιμονισμένο άνθρωπο. Και άρχισε ο δαίμων να λοιδορή τον γέροντα: « Σ’ αυτόν τον οινοπότη με φέρατε ; ». Και ο μεν γέρων δεν ήθελε να τον βγάλη. Για δε τον ονειδισμό, έλεγε: « Έχω εμπιστοσύνη στον Χριστό, ότι, πρίν πιω έως το τέλος αυτό το ποτήρι, θα βγής ». Και σαν άρχισε ο γέρων να πίνη, φώναξε ο δαίμων, λέγοντας : « Με καις, με καις ! ». Και πριν εκείνος το πιή όλο, βγήκε με τη χάρη του Χριστού.
γ΄. Ο ίδιος είπε : « Το σκυλί καλύτερο μου είναι. Γιατί και αγάπη έχει και σε κρίση δεν έρχεται».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)