Δικαίωσις
όχι από τον παλαιό Νόμο
Δεν είναι δυνατό να γίνη ένας άνθρωπος δίκαιος (σωσμένος) με το νόμο, παρά μόνο αν εκπληρώση όλες τις εντολές. Αυτό όμως σε κανένα δεν κατέστη δυνατό. Συνεπώς η δικαίωσις ήταν ανέφικτη.
Ε.Π.Ε. 17,328
από την πίστη στο Χριστό
Αν δεν έχη δύναμι η πίστις στο Χριστό να δικαιώση, αλλ’ υφίσταται πάλι η αναγκαιότητα του νόμου, όσοι εγκατέλειψαν το νόμο για το Χριστό, αλλά δεν προσέχουν και με τις πράξεις τους κατακρίνονται, γίνονται αιτία να κατακρίνεται έτσι ο Χριστός, ως αίτιος της αμαρτίας, αφού αφήσαμε το νόμο και καταφύγαμε στην πίστι.
Ε.Π.Ε. 20,226
ο Αναμάρτητος ως αμαρτωλός!
«Αμαρτίαν εποίησε». Άφησε, δηλαδή, να καταδικαστή σαν αμαρτωλός ο Αναμάρτητος. Τον Αναμάρτητο τον έκανε αμαρτωλό, για να κάνη τους αμαρτωλούς δικαιωμένους!
Ε.Π.Ε. 19,316
δια της πίστεως
Επειδή κανένας δεν τήρησε τον νόμο, αλλ’ όλοι ήσαν κάτω απ’ την εξουσία της κατάρας, λόγω της παραβάσεως, επινοήθηκε κάποιος εύκολος δρόμος. Και αυτός είναι η δικαίωσις δια της πίστεως· πράγμα, που αποτελεί μεγίστη απόδειξι, ότι κανένας δεν μπορούσε να δικαιωθή δια του νόμου.
Ε.Π.Ε. 20,300
δια του Σταυρού
Ο μεν Σταυρός κατάργησε την κατάρα της αμαρτίας και του θανάτου. Η δε δικαίωσις απέσπασε τη χάρι του Αγίου Πνεύματος.
Ε.Π.Ε. 20,304
όχι από τα έργα, αλλ’ από τη χάρι
Κανένας δεν δικαιώθηκε από τα έργα, για να δείχτη η χάρις και η φιλανθρωπία του Θεού. Δεν μας απομάκρυνε, επειδή έχουμε έργα. Μας έσωσε με τη χάρι Του, επειδή τα έργα μας είχαν προδώσει. Κανένας, λοιπόν, δεν μπορεί να καυχηθή, ότι σώζεται μόνος, δικαιωματικά.
Ε.Π.Ε. 20,506
δώρο
Η δικαίωσις είναι από το Θεό. Είναι πέρα για πέρα δώρο. Τα δε δώρα του Θεού υπερβαίνουν κατά πολύ την ευτέλεια των κατορθωμάτων, που γίνονται με το δικό μας ζήλο.
Ε.Π.Ε. 21,660
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 59-61)