Ξεκίνησα να πάω στην Ιερουσαλήμ, μου φαινόταν ότι θα μου ήταν αδύνατο να στερηθώ την τεράστια εκείνη βιβλιοθήκη μου, που με τόσο κόπο και τόση φροντίδα είχα δημιουργήσει στην Ρώμη. Ήμουν δε τόσο ταλαίπωρος και ανόητος, που νήστευα προκειμένου να διαβάσω τον Τούλλιο ( Κικέρωνα)!
Νύχτες ολόκληρες τις περνούσα άγρυπνος και έκλαιγα με δάκρυα που έβγαιναν από μέσα από τα σπλάγχνα μου, όταν θυμόμουν τις αμαρτίες μου. Και μετά; Άρπαζα στα χέρια μου τον Πλαύτο (λατίνος κωμικός)! Και όταν «ερχόμενος εις εαυτόν», συνερχόμουν και άρχιζα να διαβάζω κάποιον προφήτη, ο ακαλλιέργητος λόγος του με έκανε να φρίττω! Και, μια και δεν έβλεπα το φως με τα στραβά μου, φανταζόμουν ότι το λάθος ήταν του ήλιου, και όχι των ματιών μου!...
Ενώ λοιπόν όφις ο αρχαίος κάπως έτσι έπαιζε με εμένα, ακριβώς στη μέση της Σαρακοστής, με έπιασε ένας γερός πυρετός, που κυριολεκτικά «εισέβαλε» (=έκαμε εισβολή) στο εξαντλημένο μου σώμα και - πράγμα τόσο απίστευτο, που να μην τολμάει κανείς ούτε να το ειπεί! – κατέφαγε τόσο πολύ τα ταλαίπωρα μέλη μου, που μόλις και διατηρούσα τα κόκκαλα! (Στο μεταξύ οι άλλοι ετοίμαζαν την κηδεία μου)! Ενώ λοιπόν οι άλλοι είχαν αρχίσει να ετοιμάζουν την κηδεία μου και στο ολοκληρωτικά πια παγωμένο μου σώμα μόλις γινόταν αισθητή, σε κάποια άκρη μόνο από το στήθος μου, η ζωτική θέρμη της ψυχής, να, ξαφνικά αρπάγηκα εν πνεύματι και μεταφέρθηκα στο βήμα του Κριτή!Και εκεί, μέσα στο τόσο φως, μέσα στην όση λάμψη εκείνων που έστεκαν τριγύρω του, εγώ έπεσα κάτω, μη τολμώντας να στρέψω το βλέμμα μου προς τα άνω. Και άκουσα την ερώτηση:
-Τί ιδιότητα έχεις; Απάντησα:
-Χριστιανός είμαι.
Αλλά Εκείνος, που καθόταν στον Θρόνο, είπε:
-Ψεύδεσαι. Κικερωνιανός είσαι. Όχι Χριστιανός. Όπου ο θησαυρός σου, εκεί είναι και η καρδιά σου.
Έμεινα άναυδος! Μα ανάμεσα στους ραβδισμούς της συνείδησης μου, (γιατί διάταξε να μου τις βρέξουν!), άρχισε να με βασανίζει πιο πολύ ακόμη από το πυρ εκείνο της κολάσεως ο στίχος : « εν δε τω άδη τις εξομολογήσεται σοι» ( Ψαλμ.6,6). Και τον έλεγα μέσα μου συνεχώς.Και μετά άρχισα να φωνάζω και λέγω με λυγμούς: «Ελέησον με, ο Θεός, ελέησον με» (Ψαλμ.56,2). Τα λόγια αυτά αντηχούσαν μετά από κάθε μου ξυλιά!Τελικά, εκείνοι που έστεκαν γύρω από τον Θρόνο, έπεσαν στα γόνατα του Καθήμενου και Τον παρακαλούσαν, να συγχωρήσει ένα άμυαλο παιδί και να του δώσει καιρό μετανοίας, να διορθώσει το λάθος του. Και Του έλεγαν:
-Αν ξαναδιαβάσει ποτέ στο μέλλον βιβλίο «εθνικό» (= με περιεχόμενο παγανιστικό), θα εκτίσει την ποινή του «μετά»!
Εγώ, στριμωγμένος σε μια κατάσταση τόσο πικρή, θα ήθελα να υποσχεθώ ακόμη σοβαρότερα πράγματα! Και άρχισα να ορκίζωμαι και να λέγω ομνύοντας στο όνομα Του:
-Κύριε, αν στο μέλλον πιάσω ποτέ στα χέρια μου βιβλία κοσμικά, αν τα ξαναδιαβάσω, να Σε αρνήθηκα!
Στα λόγια αυτά του όρκου μου, με άφησαν και ξαναγύρισα στον επάνω κόσμο. Και ανοίγω τα μάτια μου (τόσο πνιγμένα στα δάκρυα και τόσο πονεμένα που έπειθαν ακόμη και τους απίστους!) Και τους είδα όλους κατάπληκτους!
Δεν επρόκειτο για ύπνο! Ούτε για κάποιο κούφιο όνειρο, από εκείνα που μας δημιουργούν αυταπάτες.
Μάρτυς μου το Βήμα, μπροστά στο οποίο βρέθηκα!Μάρτυς μου η Κρίση, που φοβήθηκα!Είθε ποτέ πια, να μη μου συμβή, να μου απευθύνουν τέτοια ερώτηση.Η πλάτη μου ήταν πρησμένη από το ξύλο. Και αισθανόμουν από τις πληγές τον πόνο, και αφού συνήλθα!Από τότε, μελετώ τα βιβλία του Θεού πολύ περισσότερο, απ’ ό,τι διάβαζα πριν τα βιβλία των θνητών ανθρώπων.
(Αγίου Ιερωνύμου,Περί παρθενίας.εκδ.Ι.Μ. Νικοπόλεως,σελ.93-96)