Εγώ λοιπόν, παρ’ ότι ο φόβος της γέενας με έκαμε και κλείστηκα σε τέτοια κάτεργα (στην έρημο ως ασκητής), και είχα τώρα παρέα μου τους σκορπιούς και τα αγρίμια, εγώ, με τον λογισμό μου έτρεχα και ευρισκόμουν ανάμεσα σε κοπέλες που χόρευαν!
Η όψη μου είχε γίνει κατακίτρινη από την πολλή νηστεία. Και όμως! Ο νους μου πυρακτωνόταν από τις επιθυμίες που φούντωναν στο παγωμένο σώμα μου! Και παρ’ όλο που – χωρίς ακόμη να έχω πεθάνει εγώ – η σάρκα μου ήταν σχεδόν ψόφια, η φλόγα των σαρκικών επιθυμιών τριζοβολούσε μέσα μου!
Είναι φυσικό, ότι στην κατάσταση αυτή έχασα κάθε ελπίδα, ότι κάτι θα μπορούσε να με βοηθήσει! Έτσι, πρόστρεξα και έπεσα στα πόδια του Ιησού. Τα πότισα με τα δάκρυα μου. Τα εσφόγγισα με τα μαλλιά μου. Και προσπάθησα να δαμάσω την ατίθαση σάρκα μου με την πλήρη αποφυγή τροφής για εβδομάδες.
Δεν εντρέπομαι τόσο για την δυστυχία μου, όσο θρηνώ και κλαίω, γιατί δεν είμαι πια εκείνο που ήμουν λίγο παλαιότερα. Θυμάμαι, ότι τότε συχνά, όταν άρχιζα να προσεύχωμαι, άρχιζα ενωρίς το πρωί και τελείωνα νύχτα! Και δεν σταματούσα να χτυπώ το στήθος μου, μέχρι να ξυπνήσει ο Κύριος και να ξαναγίνει γαλήνη (Λουκ. 8,24). Και είχα αρχίσει, να φοβούμαι το κελλί μου, που ήξερε τους ρυπαρούς λογισμούς μου, να τα βάζω με τον εαυτό μου και να τρέχω, αδυσώπητος εναντίον του εαυτού μου, μόνος μου βαθιά μέσα στην έρημο. Και όπου έβλεπα βαθιά κοιλάδα, άγριο βουνό, απότομο βράχο, έκανα το μέρος εκείνο τόπο της προσευχής μου, εργαστήριο για επεξεργασία του αθλίου μου σώματος.
Και μάρτυς μου ο Θεός, μετά τα τόσα δάκρυα, μετά από τόση ανάταση των οφθαλμών μου στον ουρανό, άρχισα πια να βλέπω τον εαυτό μου ανάμεσα σε στρατιές αγγέλων! Και γεμάτος χαρά και ευφροσύνη έψαλλα: «Εις οσμήν μύρων Σου, οπίσω Σου, δραμούμαι» ( Άσμα 1,3).(Αγίου Ιερωνύνου,Περί παρθενίας,εκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως, σελ.29-30)