ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος Γέροντας επισκέφθηκε έναν από τους Πατέρες. Έψησε εκείνος λίγα όσπρια να τον φιλοξενήσει. Όταν έδυσε ο ήλιος, πρότεινε στον επισκέπτη του να πουν την προσευχή τους, πριν καθίσουν στην τράπεζα. Ο άλλος δέχτηκε πρόθυμα. Άρχισαν. Τότε, ο ένας είπε απ’ έξω ολόκληρο το ψαλτήρι, ενώ ο άλλος αποστήθισε τους δύο μεγάλους Προφήτες. Έτσι ξημερώθηκαν κι έφυγε ο επισκεπτης χωρίς κανένας από τους δύο να θυμηθεί το φαγητό, που τους περίμενε στην τράπεζα.
Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ κάποιου θεωρητικού Γέροντα διηγούνταν στους αδελφούς πως μια βραδιά έβαλαν τράπεζα να φανε με τον Γέροντά του. Ενώ ο νέος άρχισε να λέει την συνηθισμένη προσευχή του φαγητού, ο Γέροντας ήρθε σε έκσταση και προσευχόταν στην ίδια θέση ακίνητος ως το άλλο βράδυ. Φανέρωσε, υστέρα απο πολλές παρακλήσεις, στον αδελφό πως είχε αρπαγεί ο νούς του στα ουράνια και έβλεπε απόκρυφα μυστήρια.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ, που είχε μεγάλη ταπεινοσύνη στην καρδιά του, έλαβε από τον Θεό διορατικό χάρισμα. Έτσι, μια μέρα προείδε πως πήγαιναν κοσμικοί άνθρωποι να τον επισκεφθούν και λυπήθηκε γι’ αυτό.
Σηκώθηκε τότε και πήγε σ’ έναν συνασκητή του, να τον παρακαλέσει να προσευχηθούν μαζί στον Κύριο, να του πάρει το χάρισμα. Ενώ λοιπόν προσεύχονταν, άκουσαν φωνή να λέει:
- Σου παίρνω το χάρισμα, αλλά όταν θελήσεις, το έχεις πάλι.
Σ’ ΕΝΑΝ πολύ ταπεινό μοναχό φάνηκε ο διάβολος, σαν Άγγελος φωτεινός, και του είπε, για να τον ρίξει σε υψηλοφροσύνη:
- Εγώ είμαι ο Γαβριήλ κι ήρθα να σε χαιρετήσω, γιατί έχεις πολλές αρετές και σου αξίζει.
- Κοίτα μην έχεις κάνει λάθος, αποκρίθηκε, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του ο ταπεινός καλόγερος. Εγώ ζω ακόμη στην αμαρτία και γι’ αυτό δεν είμαι άξιος να βλέπω Αγγέλους.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 159-160+)