η'. Πήγε κάποτε ένας αδελφός από τα μέρη του Αββά Ποιμένος σε ξένο τόπο. Και κατέληξε σ’ έναν αναχωρητή εκεί. Γιατί είχε αγάπη και πολλοί πήγαιναν σ’ αυτόν. Του μίλησε δε ο αδελφός σχετικά με τον Αββά Ποιμένα. Και εκείνος, ακούοντας την αρετή του, πόθησε να τον δη. Αφού δέ ο αδελφός γύρισε στην Αίγυπτο, υστέρα από λίγο καιρό σηκώθηκε ο αναχωρητής και ήλθε από τον ξένο τόπο στην Αίγυπτο, στον αδελφό όπου κάποτε τον είχε επισκεφθή. Γιατί του είχε πή που έμενε. Βλέποντας τον δέ εκείνος, θαύμασε και πολύ χάρηκε. Του λέγει τότε ο αναχωρητής: «Κάμε μου τη χάρη και πήγαινε με στον Αββά Ποιμένα ». Τον πήρε και τον έφερε στον γέροντα. Και του ανεκοίνωσε τα σχετικά μ’ αυτόν, λέγοντας ότι μεγάλος άνθρωπος είναι και έχει πολλή αγάπη και πολλή τιμή στη χώρα του. Και πρόσθεσε: « Του μίλησα για σένα και ήλθε επιθυμώντας να σε δη ». Τον δέχθηκε λοιπόν μετά χαράς. Και αφού ασπάσθηκαν ο ένας τον άλλο, κάθισαν. Και άρχισε ο ξένος να μιλά από τη Γραφή για πνευματικά και ουράνια. Απέστρεψε δε ο Αββάς Ποιμήν το πρόσωπο του και δεν του έδωσε απόκριση. Βλέποντας τότε εκείνος ότι δεν του μιλούσε, βγήκε λυπημένος. Και λέγει στον αδελφό όπου τον είχε φέρει: « Μάταια έκαμα όλο αυτό το ταξίδι. Ήλθα στον γέροντα και νά, ούτε να μιλήση μαζί μου δεν θέλει ». Μπαίνει ο αδελφός στο κελλί του Αββά Ποιμένος και του λέγει: « Αββά, για σένα ήλθε ο μεγάλος αυτός άνθρωπος, όπου έχει τόση δόξα στον τόπο του. Και γιατί δεν του μίλησες ; ». Του αποκρίνεται ο γέρων « Αυτός στα άνω ανήκει και επουράνια λέγει. Εγώ όμως είμαι των κάτω και επίγεια λέγω. Αν μου μιλούσε για πάθη της ψυχής, θα του αποκρινόμουν. Μου μίλησε όμως για πνευματικά και εγώ δεν τα γνωρίζω ». Βγήκε λοιπόν ο αδελφός και του λέγει: « Ο γέρων δεν μίλα εύκολα από τη Γραφή. Αν όμως τινάς του μιλήση για πάθη της ψυχής, του αποκρίνεται ». Τότε εκείνος, έχοντας κατανυχθή, μπήκε στο κελλί του γέροντος και του λέγει: « Τί να κάμω, Αββά, όπου με κατακυριεύουν τα πάθη της ψυχής ; ». Τον κοίταξε λοιπόν ο γέρων χαίροντας και είπε: « Αυτή τη φορά, καλά έκαμες και ήλθες. Τώρα, άνοιξε το στόμα σου γι’ αυτά και θα το γεμίσω με αγαθά ». Και εκείνος, έχοντας πολύ ωφεληθή, έλεγε: « Όντως, αυτή είναι η αληθινή οδός ». Και ευχαριστώντας τον Θεό, γιατί καταξιώθηκε να συναντήση τέτοιον άγιο, γύρισε στη χώρα του. θ'. Συνέλαβε κάποτε ο άρχων της χώρας έναν άνθρωπο από την κώμη του Αββά Ποιμένος. Και ήλθαν όλοι παρακαλώντας τον γέροντα, να πάη και να τον απολύση. Αυτός τότε τους είπε: « Αφήστε τρεις μέρες και κατόπιν πηγαίνω ». Προσευχήθηκε λοιπόν ο Αββάς Ποιμήν στον Κύριο, λέγοντας: « Κύριε, μη μου δώσης αυτή τη χάρη. Γιατί δεν θα με αφήσουν να μείνω σ’ αυτόν τον τόπο ». Πήγε λοιπόν ο γέρων παρακαλώντας τον άρχοντα. Και εκείνος του είπε: « Για ληστή με παρακαλείς, Αββά ; ». Και ο γέρων χάρηκε οπού δεν πέτυχε χάρη απ’ αυτόν. ι'. Διηγήθηκαν μερικοί, ότι κάποτε ο Αββάς Ποιμήν και οι αδελφοί του έφτιαχναν κερωμένο σχοινί. Και δεν προχωρούσε το έργο, γιατί δεν είχαν να αγοράσουν λινάρια. Οπότε, κάποιος φίλος τους διηγήθηκε το γεγονός σ’ ένα πιστό πραγματευτή. Ο δε Αββάς Ποιμήν δεν ήθελε να παίρνη από κανέναν τίποτε, για την όχληση. Ο πραγματευτής όμως, θέλοντας να εξυπηρέτηση τον γέροντα, προφασιζόταν ότι είχε ανάγκη από κερωμένα σχοινιά. Και έφερε την καμήλα και τα πήρε. Ήλθε κατόπιν ο αδελφός στον Αββά Ποιμένα. Έμαθε τί έκαμε ο πραγματευτής και θέλοντας να τον επαινέση, είπε: « Αληθινά, Αββά, παρ’ όλο που δεν τα χρειαζόταν, τα πήρε για να μας εξυπηρετήση ». Ακούοντας τότε ο Αββάς Ποιμήν ότι τα πήρε χωρίς να τα έχη ανάγκη, είπε στον αδελφό: « Σήκω, μίσθωσε καμήλα και φέρε τα. Αν δεν τα φέρης, ο Ποιμήν δεν θα μείνη εδώ μαζί σας. Δεν θέλω να αδικήσω άνθρωπο, οπού, ενώ δεν έχει ανάγκη, ζημιώνεται για να κερδίσω εγώ ». Και έφυγε ο αδελφός του με πολύ κόπο και τα έφερε πίσω. Αλλοιώς, ο γέρων θα τους άφηνε μόνους. Μόλις λοιπόν τα είδε, χάρηκε σαν να είχε βρή μεγάλο θησαυρό. ια'. Άκουσε κάποτε ο πρεσβύτερος του Πηλουσίου για μερικούς αδελφούς, ότι συνεχώς στην πόλη ήταν και λούζονταν και αμελούσαν την ψυχή τους. Και πηγαίνοντας στη σύναξη, τους αφήρεσε το μοναχικό σχήμα. Ύστερα όμως, ένοιωσε τύψεις στην καρδιά του και μεταμελήθηκε. Πάλι πήγε στον Αββά Ποιμένα με ζαλισμένους τους λογισμούς, κρατώντας και τα ράσα των αδελφών. Και ανακοινώνει το ζήτημα στον γέροντα. Και του λέγει ο γέρων: « Δεν έχεις σύ κάτι από τον παλαιό άνθρωπο ; Τον ξεντύθηκες ; ». Λέγει ο πρεσβύτερος: «Μετέχω στον παλαιό άνθρωπο ». Και ο γέρων τότε του λέγει: «Να λοιπόν όπου και σύ είσαι σαν τους αδελφούς. Έστω και λίγο να μετέχης στα παλαιά, είσαι υποκείμενος στην αμαρτία ». Τότε έφυγε ο πρεσβύτερος, φώναξε τους αδελφούς, οπού ήταν ένδεκα, και τους ζήτησε συγχώρηση. Ύστερα, τους φόρεσε το μοναχικό σχήμα και τους έστειλε στο καλό. ιβ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: « Έκαμα αμαρτία μεγάλη και θέλω να μείνω σε μετάνοια επί τρία έτη ». Του λέγει ο γέρων: « Πολύ είναι ». Και τον ρωτά ο αδελφός: « Αρκεί ένα έτος ; ». Και είπε πάλι ο γέρων: « Πολύ είναι». Οι δε παριστάμενοι έλεγαν: « Ίσαμε σαράντα μέρες ; ». Και ξανά είπε: « Πολύ είναι». Προσέθεσε δέ: « Εγώ λέγω, ότι, αν με όλη του την καρδιά μετανοήση τινάς και δεν συνεχίση πλέον να αμαρτάνη, ακόμη και σε τρεις μέρες τον δέχεται ο Θεός ». ιγ΄. Είπε πάλι: « Η θαυμαστή δύναμη του μοναχού, στους πειρασμούς φαίνεται». ιδ'. Είπε πάλι: « Όπως ο σπαθάριος του βασιλέως του παραστέκεται πάντα έτοιμος, έτσι πρέπει και η ψυχή να είναι έτοιμη απέναντι στον δαίμονα της σαρκικής αμαρτίας ». ιε'. Ρώτησε ο Αββάς Ανούβ τον Αββά Ποιμένα για τους ακαθάρτους λογισμούς, όπου γεννά η καρδιά του ανθρώπου, καθώς και για τις μάταιες επιθυμίες. Και του λέγει ο Αββάς Ποιμήν: « Μή θα δοξασθή η αξίνα χωρίς εκείνον οπού τη χρησιμοποιεί για να κόβη ; Και συ μη τους αφήσης τόπο, μήτε να γλυκαθής μαζί τους και μένουν σε αδράνεια ». ιστ'. Είπε πάλι ο Αββάς Ποιμήν: « Αν ο Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος δεν ερχόταν, δεν θα καιόταν ο ναός του Κυρίου. Και αυτό σημαίνει: Αν η άνεση από τη γαστριμαργία δεν ερχόταν στην ψυχή, δεν θα έπεφτε νικημένος ο νους στον πόλεμο του εχθρού ». ιζ΄. Έλεγαν για τον Αββά Ποιμένα, ότι, σαν τον καλούσαν να φάη χωρίς να το θέλη, πήγαινε δακρύζοντας, για να μη παρακούση τον αδελφό του και τον λυπήση. ιη΄. Είπε πάλι ο Αββάς Ποιμήν: « Μή κατοικήσης σε τόπο οπού βλέπεις μερικούς να έχουν ζήλο εναντίον σου. Αλλοιώς δεν προοδεύεις ». ιθ΄. Ανέφεραν κάποιοι στον Αββά Ποιμένα για ένα μοναχό, ότι δεν έπινε κρασί. Και είπε: « Το κρασί αποκλείεται για τους μοναχούς ». κ΄. Ρώτησε ο Αββάς Ησαΐας τον Αββά Ποιμένα για τους ρυπαρούς λογισμούς. Και του λέγει ο Αββάς Ποιμήν: « Όπως τα άπλυτα οπού γεμίζουν το κοφίνι, αν τα αφήση τινάς και περάση καιρός, σαπίζουν, έτσι και οι λογισμοί. Αν δεν τους μεταβάλουμε σε πράξη, με τον καιρό αφανίζονται ωσάν να σαπίζουν ». κα'. Ρώτησε ο Αββάς Ιωσήφ για το ίδιο ζήτημα. Και του είπε ο Αββάς Ποιμήν: « Όπως, όταν βάλη τινάς σε σταμνί ένα φίδι και ένα σκορπιό και το φράξη, οπωσδήποτε θα ψοφήσουν με το πέρασμα του καιρού, έτσι και οι αμαρτωλοί λογισμοί, οπού βλασταίνουν από τους δαίμονες, με την υπομονή πηγαίνουν χαμένοι ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)