74. Ποια ήταν η αίρεση τον Νεστορίου;
Ο Νεστόριος, μοναχός κατ’ άρχάς, έγινε κατόπιν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διακριθείς για την πλούσια συγγραφική του δράση και τη ρητορική του δεινότητα.
Κληρονόμος του θεολογικού κλίματος της Αντιοχειανής Σχολής, τόνιζε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Αναιρώντας τις κακοδοξίες του Απολλιναρίου και των Δοκητών, δεχόταν την πραγματικότητα των δύο φύσεων του Κυρίου. Ο Χριστός ήταν αληθής κατά φύσιν Θεός και αληθής κατά φύσιν άνθρωπος. Οι φύσεις του στην ένωση ήταν ασύγχυτες και απαράτρεπτες. Απ’ αυτό το πνεύμα εμφορούμενος, δεν μπορούσε να κατανοήσει την πραγματική έννοια της θείας ενανθρωπήσεως, πώς δηλαδή ο Θεός μπορεί να γίνει άνθρωπος. Η ενανθρώπηση γι’ αυτόν σήμαινε μεταβολή των φύσεων σε μια σύνθετη φύση, όπου η θεότητα μπαίνει σε ένα νέο τρόπο υπάρξεως, γίνεται φθαρτή και παθητή, ο δε Λόγος χάνει το ομοούσιό του προς τον Πατέρα. Κατά το Νεστόριο η Μαρία δεν μπορούσε να γεννήσει το Θεό. Θα το έκανε μόνο αν κι αυτή ήταν θεά, γιατί μόνο το όμοιο γεννάται από το όμοιο. Κακώς λοιπόν ονομάζεται «Θεοτόκος». Ο πραγματικός τίτλος της είναι «Χριστοτόκος». Γέννησε δηλαδή τον άνθρωπο Χριστό με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Λόγος.
Επηρεαζόμενος από την αριστοτελική φιλοσοφία κατά την οποία δεν μπορεί να υπάρξει φύση απρόσωπη, ο Νεστόριος δεν μπορούσε να εννοήσει την περί ενότητος του προσώπου τον Χριστού διδασκαλία της Εκκλησίας.
Εφόσον υπάρχουν στο Χριστό δυο πλήρεις και τέλειες φύσεις. πρέπει κατ' ανάγκην να υπάρχουν και δύο πλήρη και τέλεια πρόσωπα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Την ιδέα αυτή τη δίδαξε. Διασπούσε το ένα θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού σε δύο ξεχωριστά και ιδιοπερίστατα φυσικά πρόσωπα. Αυτό του κόστισε τη μομφή της αιρέσεως, που για να την αποσείσει αναγκάστηκε να δεχθεί και ένα πρόσωπο στο Χριστό, το οποίο αποκαλούσε ηθικό πρόσωπο της ενώσεως. Αυτό φυσικά δεν ήταν τίποτε άλλο από προσπάθεια συμβιβασμού των ασυμβίβαστων. Έτσι ο Νεστόριος δεχόταν τρία πρόσωπα στο Χριστό: ένα του Θεού Λόγου, ένα του ανθρώπου Χριστού και ένα της ενώσεως των φύσεων.
Σύμφωνα προς τις αντιλήψεις αυτές ήταν και τα υπόλοιπα χριστολογικά διδάγματα του Νεστορίου. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως απέρριπτε την περί φυσικής ενώσεως διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Η ένωση κατ’ αυτόν δεν ήταν ένωση πραγματική, αλλά απλή συνάφεια, ένας εξωτερικός πλησιασμός, μια ενοίκηση του Λόγου στον άνθρωπο ως «εν ναώ». Την ένωση αυτή χαρακτήριζε και με πολλές άλλες ονομασίες. Επίσης απέρριπτε τον όρο «Θεός Λόγος σεσαρκωμένος» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Κατ’ αυτόν ο Χριστός ήταν «θεοφόρος άνθρωπος».
Τέλος, ο Νεστόριος προέβαινε και στο διχασμό της μίας υιότητας του Χριστού σε δυο φυσικές υιότητες ξεχωριστές, την υιότητα του Λόγου και την υιότητα του ανθρώπου. Στις υιότητες αυτές απένειμε αντίστοιχα και δύο ξεχωριστές προσκυνήσεις και λατρείες. Περί πραγματικής αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού δεν μπορεί να γίνει λόγος στο χριστολογικό σύστημα του Νεστορίου.
Με τα διδάγματά του αυτά ο Νεστόριος διατύπωσε μια δεινή αίρεση στους κόλπους της Εκκλησίας, τη ζωή της οποίας συνετάραξε επί μακράν. Την αίρεση αυτή καταπολέμησε επιτυχώς ο διαπρεπής θεολόγος της αρχαίας Εκκλησίας, άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 103-105)