243. Η καρδιά μου ανήκει μονάχα στον θεό. «Εμοί δε το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν έστι» (Ψαλμ. οβ’ 28). Αλλά τι τυφλότης και διαστροφή! Την ελκύουν οι γήινες χαρές. Ό,τι θέλγει τα μάτια, ό,τι ικανοποιεί τη σάρκα. Τι παράδοξο πράγμα! Εγώ, ένας χριστιανός, ένας ουράνιος άνθρωπος, να απασχολούμαι με τα υλικά και να παραμελώ τα πνευματικά! Ο Χριστός μου άνοιξε τις πύλες των ουρανών, αλλά εγώ έχω πρσκολλημένη την καρδιά μου στη γη. Δεν με καίει ο πόθος των ουρανών, αλλά προτιμώ να μένω στη γη, δέσμιος των γήινων θελγήτρων, διψασμένος, αχόρταγος γι’ αυτά. Βλέπω ότι κάθε τι το γήινο είναι φθαρτό, αβέβαιο, πρόσκαιρο. Καταλαβαίνω ότι τίποτε το γήινο δεν μπορεί να ικανοποιήση την ψυχή μου, να αναπαύση και να χαροποιήση την καρδιά μου, που τόσο την αναστατώνουν και την ταλαιπωρούν οι γήινες ματαιότητες. Για πόσο ακόμη λοιπόν, εγώ ο ουράνιος άνθρωπος, θα μένω γήινος; Έως πότε εγώ, το παιδί του Θεού, θα είμαι σάρκα, μη νοιώθοντας ότι με το άγιο βάπτισμα, «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν;» (Ιω. α’ 13). Για πόσο ακόμη θα μένω έτσι, πριν δοθώ ολόκληρος στον Θεό; Κύριε, ύψωσε την καρδιά μου σ’ εσένα με το Άγιο σου Πνεύμα. Κύριε, απόσπασε την καρδιά μου από τις γήινες ματαιότητες. Χωρίς εσένα, τίποτε δεν μπορώ να κάμω.
244. Αγαπάμε ό,τι λάμπει εδώ στη γη: το χρυσάφι, το ασήμι, τα πολύτιμα πετράδια, τις αστραφτερές στολές. Γιατί όμως δεν αγαπάμε τη μέλλουσα δόξα, όπου ο Κύριος μας καλεί; Γιατί δεν ποθούμε να λάμψουμε σαν τον ήλιο; «Τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν» (Ματθ. ιγ’ 43). Αυτό συμβαίνει γιατί διεστρέψαμε την ψυχή μας με την αμαρτία και , έτσι, ανταλλάξαμε τον ουρανό με τη γη, τα άφθαρτα με τα φθαρτά. Η ψυχή μας δημιουργήθηκε για το ουράνιο φως και, αρχικά, ήταν όλη φως, όλη ακτινοβολία. Ώ, ας στραφή, επιτέλους, σ’ εκείνο το φως, το ουράνιο φως της!
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 108-110)