κβ΄. Ένας αδελφός ήλθε στον Αββά Ποιμένα και του λέγει: « Σπέρνω το χωράφι μου και κάνω απ’ αυτό αγάπη ». Του λέγει ο γέρων: « Καλά κάνεις ». Και έφυγε με προθυμία και αύξησε την αγάπη. Και άκουσε ο Αββάς Ανούβ τον λόγο και λέγει στον Αββά Ποιμένα: « Δεν φοβάσαι τον Θεό, έτσι μιλώντας στον αδελφό ; ». Και σιώπησε ο γέρων. Και ύστερα από δυο μέρες, φώναξε ο Αββάς Ποιμήν τον αδελφό. Και του λέγει, ενώ άκουε ο Αββάς Ανούβ: « Τί μου είπες προχθές ; Γιατί είχα αλλού τον νου μου ». Του λέγει ο αδελφός: « Είπα ότι σπέρνω το χωράφι μου και κάνω απ’ αυτό αγάπη ». Και του είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Νόμιζα ότι για τον αδελφό σου τον λαϊκό μίλησες. Αν όμως συ είσαι όπου κάνεις αυτό το έργο, δεν ταιριάζει σε μοναχό ». Και εκείνος, ακούοντας, λυπήθηκε και είπε : « Άλλο έργο κανένα δεν ξέρω και δεν μπορώ να μη σπέρνω το χωράφι μου ». Όταν λοιπόν έφυγε εκείνος, έβαλε μετάνοια στον Αββά Ποιμένα ο Αββάς Ανούβ, λέγοντας: « Συγχώρησε με ». Και του αποκρίνεται: « Και εγώ από την αρχή ήξερα ότι δεν είναι έργο μοναχού. Αλλά σύμφωνα με τον λογισμό του του μίλησα και του έδωσα προθυμία στην προκοπή της αγάπης. Τώρα όμως έφυγε λυπημένος και πάλι το ίδιο θα κάνη ».
κγ΄. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: « Αν αμαρτήση τινάς και αρνηθή ότι αμάρτησε, μη τον ελέγξης. Γιατί, αλλοιώς, του βγάζεις την προθυμία. Αν όμως του πής: Αδελφέ, μή πέσης σε αθυμία, αλλά φυλάξου από εδώ και πέρα, διεγείρεις την ψυχή του σε μετάνοια ».
κδ'. Είπε πάλι: «Καλή είναι η πείρα. Γιατί αυτή κάνει τον άνθρωπο πιο δοκιμασμένο ».
κε΄. Είπε πάλι: « Άνθρωπος όπου διδάσκει, αλλά δεν κάνει όσα διδάσκει, μοιάζει με βρύση, όπου όλους τους ποτίζει και τους πλένει, αλλά τον εαυτό της δεν μπορεί να τον καθαρίση ».
κστ'. Περνώντας κάποτε ο Αββάς Ποιμήν στην Αίγυπτο, είδε μια γυναίκα να κάθεται σε μνήμα και να κλαίη πικρά. Και λέγει: « Όλες οι χαρές του κόσμου τούτου και αν έλθουν, δεν θα βγάλουν την ψυχή της από το πένθος. Έτσι και ο μοναχός. Πρέπει πάντοτε να έχη μέσα του το πένθος ».
κζ . Είπε πάλι : « Είναι άνθρωπος οπού φαίνεται να σιωπά και όμως η καρδιά του κατακρίνει άλλους. Αυτός πάντα μιλά. Και είναι άλλος οπού από το πρωί έως το βράδι μιλά και όμως κρατά σιωπή. Ήγουν, εκτός από ωφέλεια, τίποτε δεν λέγει».
κη΄. Ένας αδελφός ήλθε στον Αββά Ποιμένα και του λέγει: « Αββά, πολλούς λογισμούς έχω και κινδυνεύω απ’ αυτούς ». Και τον βγάζει ο γέρων στο ύπαιθρο. Και του λέγει: « Άπλωσε τον κόρφο σου και κράτησε τους ανέμους ». Και εκείνος είπε: « Δεν μπορώ να το κάμω αυτό». Και του λέγει ο γέρων: « Αν αυτό δεν μπορής να το κάμης, ούτε και τους λογισμούς σου μπορείς να εμποδίσης να έλθουν. Αλλά έχεις χρέος να τους αντισταθής ».
κθ΄. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: « Ζουν τρεις μαζί και ο ένας ησυχάζει καλά και ο άλλος είναι άρρωστος και ευχαριστεί, ο δε τρίτος υπηρετεί με καθαρό λογισμό. Όλοι τους το ίδιο έργο κάνουν».
λ΄. Είπε πάλι: « Είναι γραμμένο: Όν τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε, ο Θεός. Τα ελάφια στην έρημο πολλά καταπίνουν ερπετά. Και καθώς κατακαίονται από το φαρμάκι, επιθυμούν να έλθουν στα νερά. Πίνοντας δε, βρίσκουν ανακούφιση από το φαρμάκι των ερπετών. Έτσι και οι μοναχοί. Ζώντας στην έρημο, καίονται από το φαρμάκι των πονηρών δαιμόνων και επιποθούν το Σάββατο και την Κυριακή, για να έλθουν στις πηγές των υδάτων, ήγουν στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου, και να καθαρισθούν από την πίκρα του πονηρού ».
λα΄. Ρώτησε ο Αββάς Ιωσήφ τον Αββά Ποιμένα, πώς πρέπει να νηστεύη τινάς. Και του λέγει ο Αββάς Ποιμήν: « Εγώ προτιμώ αυτόν όπου τρώγει κάθε μέρα, να τρώγη λίγο, ώστε να μη χορταίνη ». Του λέγει ο Αββάς Ιωσήφ: « Όταν ήσουν νεώτερος, δεν νήστευσες επί δυο μέρες, Αββά ; ». Και είπε ο γέρων: « Βέβαια και επί τρεις και επί τέσσερις και επί μια εβδομάδα. Και όλα αυτά τα δοκίμασαν οι πατέρες, σαν δυνατοί οπού ήταν. Και βρήκαν ότι καλό είναι να τρώγη τινάς κάθε μέρα, αλλά λίγο. Και μας παρέδωσαν τη βασιλική οδό, γιατί είναι ελαφρή ».
λβ΄. Έλεγαν για τον Αββά Ποιμένα, ότι, σαν επρόκειτο να έλθη σε σύναξη, καθόταν μόνος του, εξετάζοντας τους λογισμούς του, κάπου μια ώρα. Και κατόπιν έβγαινε.
λγ΄. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: « Μου άφησαν κληρονομιά. Τι να την κάμω ; ». Του λέγει ο γέρων: « Έλα μετά τρεις μέρες για να σου πώ ». Ήλθε δε καθώς του ώρισε. Και είπε ο γέρων: « Τί να σου πώ, αδελφέ ; Αν σου πώ, δός τα στην εκκλησία, εκεί φτιάχνουν ψωμί. Αν σου πώ, δός τα σε συγγενή σου, δεν θα έχης αμοιβή. Και αν σου πώ, δός τα στους φτωχούς, μένεις αμέριμνος. Ό,τι λοιπόν θέλεις, κάμε. Εμένα δεν μου πέφτει λόγος ».
λδ΄. Τον ρώτησε άλλος αδελφός, λέγοντας: « Τι σημαίνει το να αποδώσης κακό αντί κακού ; ». Του λέγει ο γέρων: « Αυτό το πάθος τέσσερις έχει τρόπους. Πρώτα, από την καρδιά. Δεύτερον, από την όψη. Τρίτον, από τη γλώσσα. Τέταρτον, το να μη κάμης κακό αντί κακού. Αν μπορής να καθαρίσης την καρδιά σου, δεν έρχεται στην όψη. Αν όμως έλθη στην όψη, φυλάξου να μη μιλήσης. Αν δε και μιλήσης, γρήγορα απόκλεισε το να κάμης κακό αντί κακού ».
λε΄. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: « Το να επιτηρή τινάς τον εαυτό του και να τον προσέχη και η διάκριση, αυτές οι τρεις αρετές είναι οδηγοί της ψυχής ».
λστ'. Είπε πάλι: « Το να εμπιστευθής τον εαυτό σου στον Θεό, το να μη έχης μεγάλη ιδέα για λόγου σου και το να αφήνης πίσω σου το δικό σου θέλημα, αυτά είναι τα μέσα της ψυχικής προκοπής ».
λζ΄. Είπε πάλι: « Κάθε κόπο όπου θα σου συμβή, τον νικάς με το να σιωπάς ».
λη΄. Είπε πάλι: « Βδέλυγμα είναι στον Κύριο κάθε σωματική άνεση ».
λθ'. Είπε πάλι: « Το πένθος διπλό είναι. Εργάζεται και φυλάει».
μ΄. Είπε πάλι: « Αν σου έλθη λογισμός για τις αναγκαίες του σώματος χρείες και συμμορφωθής μια φορά και πάλι έλθη και συμμορφωθής για δεύτερη φορά, την τρίτη φορά οπού θα έλθη, μη του δώσης σημασία. Γιατί περιττός είναι».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)