μδ΄. Είπε πάλι ότι ο Αββάς Ισίδωρος, ο πρεσβύτερος της Σκήτης, μίλησε κάποτε στους μοναχούς και τους είπε: « Αδελφοί, δεν ήλθαμε εδώ για να βρούμε κόπο ; Και τώρα, δεν είναι πλέον κόπος. Εγώ λοιπόν παίρνω την προβιά μου και πηγαίνω όπου είναι κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυση ».
με΄. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Ποιμένα: « Αν δώ κάτι, εγκρίνεις να το πώ ; ». Του λέγει ο γέρων: « Είναι γραμμένο : Ός εάν αποκρίνηται λόγον πριν ακούσαι, αφροσύνη αυτώ έστι και όνειδος. Αν ρωτηθής, πές. Αλλοιώς, ας σιωπάς ».
μστ΄. Ρώτησε κάποιος αδελφός τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: « Μπορεί ο άνθρωπος να έχη πεποίθηση για ένα μόνο έργο του ; ». Και του είπε ο γέρων: « Ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός έλεγε: Εγώ θέλω να πάρω λίγο από όλες τις αρετές ».
μζ'. Είπε πάλι ο γέρων: « Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Παμβώ αν είναι καλό να επαινή τινάς τον πλησίον. Και του αποκρίθηκε: Καλύτερα είναι να σιωπά ».
μη’. Είπε πάλι ο Αββάς Ποιμήν, ότι, αν κάμη ο άνθρωπος καινούργιο ουρανό και καινούργια γη, δεν μπορεί να αμεριμνήση, ταπεινοφροσύνη και τον φόβο του Θεού, όπως την πνοή οπού βγαίνει από τη μύτη του.
ν΄. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τί να κάμω;». Του λέγει ο γέρων: «Ο Αβραάμ, όταν εισήλθε στη γη της επαγγελίας, αγόρασε για τον εαυτό του μνήμα και με τον τάφο κληρονόμησε τη γη». Λέγει ο αδελφός: «Τί είναι τάφος;». Και του άπαντά ο γέρων: «Τόπος κλαυθμού και πένθους».
να΄. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Ποιμένα: Αν δώσω στον αδελφό μου λίγο ψωμί ή κάτι άλλο, οι δαίμονες το μολύνουν σαν καμωμένο από την ανθρωπαρέσκεια». Του λέγει ο γέρων: «Έστω και αν γίνεται από ανθρωπαρέσκεια, εμείς όμως θα δώσουμε στον αδελφό ό,τι χρειάζεται». Του είπε δε και την εξής παραβολή: «Δυό γεωργοί κατοικούσαν στην ίδια πόλη. Έσπειρε ο ένας και έβγαλε λίγη και ακάθαρτη σοδειά. Ενώ ο άλλος από αμέλεια δεν έσπειρε και δεν έβγαλε τίποτε. Αν έπεφτε πείνα, ποιος από τους δυό θα εύρισκε να ζήση;». Αποκρίθηκε ο αδελφός: «Αυτός όπου έβγαλε λίγη και ακάθαρτη σοδειά». Του λέγει τότε ο γέρων: Έτσι λοιπόν και εμείς ας σπέρνουμε λίγα, έστω και ακάθαρτα, για να μη πεθάνουμε από την πείνα».
νβ’. Είπε πάλι ο Αββάς Ποιμήν, ότι είπε ο Αββάς Αμμωνάς: Ένας έχει όλο τον καιρό στα χέρια του την αξίνα και δεν κατορθώνει να ρίξη κάτω το δένδρο. Ένας άλλος όμως, με πείρα ξυλοκόπος, ρίχνει το δένδρο κάτω μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. Αυτή η αξίνα είναι η διάκριση».
νγ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Πώς πρέπει ο άνθρωπος να περάση τη ζωή του;». Του λέγει ο γέρων: «Ας θυμηθούμε τον Δανιήλ, όπου δεν βρέθηκε εναντίον του κατηγορία, έκτος από το ότι λειτουργούσε στον Κύριο και Θεό του».
νδ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Το θέλημα του ανθρώπου τείχος είναι χάλκινο ανάμεσα σ΄ αυτόν και στον Θεό, καθώς και πέτρα προσκόμματος. Αν λοιπόν το εγκαταλείψη τινάς, λέγει και αυτός: Εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. Αν η εντολή συμπέση με το θέλημα, κοπιάζει ο άνθρωπος».
νε’. Είπε πάλι, ότι ενώ κάθονταν κάποτε κάποιοι γέροντες και έτρωγαν, τους υπηρετούσε ο Αββάς Αλώνιος. Και βλέποντάς τον, τον επήνεσαν. Εκείνος όμως καθόλου δεν μίλησε. Του λέγει λοιπόν ένας ιδιαιτέρως: «Γιατί δεν μίλησες στους γέροντες οπού σε επαινούσαν;». Και του λέγει ο Αββάς Αλώνιος: Αν τους μιλούσα, θα έδειχνα έτσι ότι δεχόμουν τον έπαινο».
νστ’. Είπε πάλι, ότι οι άνθρωποι όλα τα λέγουν και ελάχιστα πράττουν.
νζ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι, όπως ο καπνός διώχνει τις μέλισσες και τότε χάνεται το προϊόν της εργασίας τους, οπού είναι τόσο γλυκό, έτσι και η σωματική ανάπαυση διώχνει τον φόβο του Θεού από την ψυχή και εξουδετερώνει όλη την εργασία της.
νη’. Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Ποιμένα μετά τις δυο εβδομάδες της Τεσσαρακοστής, του εξαγόρευσε τους λογισμούς του και, βρίσκοντας ειρήνη, του είπε: «Παρά λίγο θα συγκρατούσα τον εαυτό μου και δεν θα ερχόμουν εδώ σήμερα». Του λέγει ο γέρων: «Γιατί;». Λέγει ο αδελφός: «Είπα, μήπως, εξ αίτιας της Τεσσαρακοστής, δεν μου ανοίξετε». Του αποκρίνεται ο Αββάς Ποιμήν: Εμείς δεν μάθαμε να κλείνουμε την ξύλινη θύρα, αλλά μάλλον τη θύρα της γλώσσας».
νθ’. Είπε πάλι ο Αββάς Ποιμήν: «Πρέπει να αποφεύγουμε τα σωματικά. Όταν τινάς βρίσκεται κοντά στον σωματικό πόλεμο, μοιάζει με άνθρωπο οπού στέκεται πάνω από πολύ βαθύ λάκκο. Και όταν ο εχθρός του νομίση κατάλληλη την ώρα, εύκολα τον ρίχνει εκεί μέσα. Αν όμως είναι μακριά από τα σωματικά, μοιάζει με άνθρωπο οπού απέχει πολύ από τον λάκκο. Έτσι, όσο και αν προσπαθή ο εχθρός να τον ρίξη, ενώ τον τραβά και του ασκεί βία, ο θεός του στέλνει βοήθεια».
ξ’. Είπε πάλι: «Η πενία και η θλίψη και η στενοχωρία και η νηστεία, αυτά είναι τα μέσα του μοναχικού βίου. Γιατί είναι γραμμένο, ότι, εάν ώσιν οι τρεις ούτοι άνδρες, Νώε, Ιώβ και Δανιήλ, εγώ, λέγει Κύριος. Ο Νώε είναι εκπρόσωπος της ακτημοσύνης, ο Ιώβ του κόπου και ο Δανιήλ της διακρίσεως. Αν λοιπόν υπάρχουν αυτές οι τρεις αρετές στον άνθρωπο, ο Κύριος κατοικεί μέσα του».
ξα’. Έλεγε ο Αββάς Ιωσήφ, ότι, ενώ καθόμαστε με τον Αββά Ποιμένα, ωνόμασε Αββά τον Αγάθωνα. Και του λέμε: «Νεώτερος είναι και γιατί τον ονομάζεις Αββά;». Και είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Το στόμα του τον αξίωσε να λέγεται Αββάς».
ξβ’. Ήλθε κάποτε ένας αδελφός στον Αββά Ποιμένα και του λέγει: «Τί να κάμω, πάτερ, όπου θλίβομαι από τη σαρκική αμαρτία; Και να, πήγα στον Αββά Ιβιστίωνα και μου λέγει: Μη την αφήσης για πολύ να σε επηρεάζη». Του λέγει ο Αββάς Ποιμήν: «Ο Αββάς Ιβιστίων έχει ανώτερη, ισάγγελη ζωή και του ξεφεύγει ότι εγώ και συ είμαστε στη σαρκική αμαρτία. Αν κυριαρχήση ο μοναχός στην πείνα και στη γλώσσα και στην ξενιτεία, έχε θάρρος, δεν πεθαίνει».
ξγ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Μάθε το στόμα σου να λέγη ό,τι έχει η καρδιά σου».
ξδ’. Ρώτησε ένας αδελφός τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: Αν δώ φταίξιμο του αδελφού μου, καλά θα κάμω να το σκεπάσω;». Του λέγει ο γέρων: «Την ώρα οπού θα σκεπάσουμε το φταίξιμο του αδελφού μας, θα σκεπάση και ο θεός το δικό μας. Και την ώρα οπού θα φανερώσουμε το φταίξιμο του αδελφού, θα φανερώση και ο Θεός το δικό μας».
ξε’. Είπε πάλι ο Αββάς Ποιμήν, ότι κάποτε ρώτησε τον Αββά Παϊσιο ένας, λέγοντας: «Τί να κάμω με την ψυχή μου, οπού είναι αναίσθητη και δεν φοβάται τον Θεό;». Και του λέγει: «Πήγαινε, προσκολλήσου σε άνθρωπο οπού φοβάται τον Θεό. Και έχοντας συνάφεια μαζί του, θα διδαχθής και συ να φοβάσαι τον Θεό».
ξστ’. Είπε πάλι: Αν δυό πράγματα νικήση ο μοναχός, μπορεί να γίνη ελεύθερος από τον κόσμο». Και είπε ο αδελφός: «Ποιά είναι αυτά;». Και αποκρίθηκε: «Η σαρκική ανάπαυση και η κενοδοξία».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)