101. «Πεινώντας ενέπλησεν αγαθών και πλουτούντας εξαπέστειλε κενούς» (Λουκ. α' 53).
Ο Θεός επεμβαίνει και σε μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων, λέει η Παρθένος Μαρία, συνεχίζοντας την Ωδή της: στους πλουσίους. Όσοι πιστεύουν στο χρήμα· όσοι βασίζονται στην δύναμη του χρήματος· όσοι νοιώθουν ασφαλισμένοι στον πλούτο, έρχεται στιγμή που γίνονται φτωχότεροι των φτωχών. Είναι η πιο κοινή εμπειρία σε όλους τους κοινούς θνητούς!
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά: η αυτάρκεια των φτωχών. Δεν πρόκειται εδώ για το φτωχό που δεν πιστεύει στον Θεό ή τεμπελιάζει ή δεν εργάζεται τίμια ή σπαταλάει σε ασωτίες το μεροκάματό του. Πρόκειται για το φτωχό που πιστεύει στην πρόνοια του Θεού και εξαρτάται από τον Θεό. Πρόκειται για το φτωχό που εργάζεται με τιμιότητα και δικαιοσύνη και που χρησιμοποιεί με σύνεση και σωφροσύνη τα λίγα εισοδήματα του.
Σ’ ένα τέτοιο άνθρωπο τα λίγα του φθάνουν. Όχι ότι δεν θα ήθελε να έχη περισσότερα. Τα περισσότερα τα περιμένει από τον Θεό. Στην ώρα τους. Αυτός εν τω μεταξύ συνεχίζει να ζει και να εργάζεται τίμια.
Η αρχή αυτή της Θεοτόκου ήταν και το «πιστεύω» των φτωχών πατέρων μας. Από τα κακοτράχαλα βουνά της πατρίδος μας κατέβαιναν στις πολιτείες του κάμπου. Ξυπόλυτοι. Γυμνοί. Αδέκαροι! Και άρχισαν να εργάζονται, παιδιά μόλις 11-13 ετών! Και όχι οκτάωρο, αλλά ολημερίς. Μικρά και ασήμαντα τα κέρδη. Αρκούσαν μόνο για την προσωπική τους επιβίωση. Μόνο υστερ' από 20 και πλέον ετών σκληρής προσωπικής εργασίας άρχιζαν να γνωρίζουν το κέρδος, την καλλιτέρευσι, κάποια στοιχειώδη άνεση και ύστερα τον πλούτο. Αλλά και τον πλούτο αυτό δεν τον θεωρούσαν δικό τους. Δεν τον χαίρονταν. Δεν τον σπαταλούσαν για τον εαυτό τους. 0ι ίδιοι, μαθημένοι δεκάδες χρόνια να ζουν με ανήκουστες στερήσεις, δεν χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους παρά ελάχιστα. Τα πολλά τα προόριζαν για τους άλλους. Για τα παιδιά τους, την πόλη τους, το χωριό τους, την πατρίδα. Δεν υπάρχει καλύτερο σχόλιο για τον λόγο του Ιησού «κατά Θεόν πλουτείν» (Λουκ. ιβ΄ 21).
Παίρνοντας η Εκκλησία από τα χείλη της Παρθένου τον ωραίο αυτό στίχο της Ωδής της τον έκανε και δικό της πιστεύω: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού» (I).
Όσοι αγαπούμε την Θεοτόκο δεν μπορεί παρά να έχωμε μαζί της τις ίδιες απόψεις.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.127-128 )