78. Ποιες ήταν οι επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής σκέψεως (της φιλοσοφίας) πάνω στη θεολογική σκέψη της αρχαίας Εκκλησίας;
Ήταν και θετικές και αρνητικές, ανάλογα με το πνεύμα, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις εκείνων που έκαναν χρήση αυτής.
Θετικές ήταν, όταν οι θεολόγοι της Εκκλησίας έκαναν χρήση της ελληνικής σκέψεως για να ερμηνεύσουν τις δογματικές αλήθειες της πίστεως, οι οποίες από τη φύση τους είναι σκοτεινές και δυσερμήνευτες και να τις κάνουν ευκολότερα αποδέκτες στο εκκλησιαστικό πλήρωμα και το πνευματικό περιβάλλον της εποχής. Κυρίως έπαιρναν φιλοσοφικούς όρους για ν’ αναπτύξουν μορφολογικά τα δόγματα, όπως ήταν οι όροι: ουσία, υπόσταση, πρόσωπο, ομοούσιο, ενυπόστατο κ.ά. Δεν είναι τυχαίο ότι η Α' εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος (325) χρησιμοποίησε τον όρο «ομοούσιος», για να διασαφήσει τη σχέση του Χριστού με το Θεό Πατέρα. Το έργο αυτό είναι κατά πάντα νόμιμο και χρήσιμο στην ιστορική ανέλιξη του δόγματος, το οποίο κατά την ουσία και τον εσώτερο πυρήνα του είναι αιώνιο και αμετάβλητο, δύναται όμως να εξελίσσεται μορφολογικά με τα εκάστοτε επιστημονικά μέσα της εποχής, για να γίνεται ευκολότερα καταληπτό από τους πιστούς.
Αρνητικές ήταν, όσες φορές η ελληνική φιλοσοφία δεν χρησιμοποιούνταν μόνο για τη μορφολογική ερμηνεία των δογμάτων, αλλά προχωρούσε βαθύτερα, μεταφέροντας φιλοσοφικές ιδέες και έννοιες στις δογματικές αλήθειες της Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό η φιλοσοφία γινόταν όργανο διαστροφής και καταλύσεως των χριστιανικών δογμάτων. Κατά τον διαβόητο Harnack, προτεστάντη θεολόγο, τα χριστιανικά δόγματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεταφύτευση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στο θεολογικό χώρο της πρώτης Εκκλησίας. Η μομφή αυτή είναι φυσικά άδικη και αναληθής, καταλύουσα την αλήθεια του περιεχομένου της θείας αποκαλύψεως.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 109)