ξζ’. Ρώτησε ο Αβραάμ του Αββά Αγάθωνος τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Πώς οι δαίμονες με πολεμούν;». Και του είπε ο Αββάς Ποιμήν: Εσένα πολεμούν οι δαίμονες; Δεν πολεμούν μαζί μας, εφ΄ όσον τα θελήματά μας κάνουμε. Γιατί τα θελήματά μας δαίμονες έχουν γίνη. Και αυτοί είναι οπού μας θλίβουν, για να τα πραγματοποιήσουμε. Και αν θέλης να δής με ποιούς πολέμησαν οι δαίμονες, με τον Μωϋσή και τους ομοίους του».
ξη’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι αυτόν τον τρόπο ζωής ώρισε ο θεός στον Ισραήλ, το να απέχουν από κάθε τι όπου δεν είναι φυσικό. Ήγουν από την οργή και τον θυμό και τον ζήλο και το μίσος και την καταλαλιά εναντίον του αδελφού. Και τα λοιπά του παλαιού ανθρώπου.
ξθ’. Ζήτησε ένας αδελφός από τον Αββά Ποιμένα να του πη κάτι. Και του λέγει: «Οι πατέρες έβαλαν σαν αφετηρία το πένθος». Λέγει πάλι ο αδελφός: «Πες μου κάτι άλλο». Αποκρίνεται ο γέρων: «Όσο μπορείς, ας δουλεύης στο εργόχειρο, για να κάνης από το κέρδος έλεος. Γιατί είναι γραμμένο, ότι η ελεημοσύνη και η πίστη καθαρίζουν αμαρτίες». Λέγει ο αδελφός: «Τί είναι πίστη;». Απαντά ο γέρων: «Πίστη είναι το να ζη τινάς με ταπεινοφροσύνη και να κάνη έλεος».
ο’. Ένας αδελφός συμβουλεύθηκε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Αν δω έναν αδελφό, όπου άκουσα ότι έφταιξε, δεν θέλω να τον μπάσω στο κελλί μου. Και αν δω κάποιον ενάρετο, νοιώθω χαρά μαζί του». Του λέγει ο γέρων: «Αν προσφέρης στον ενάρετο αδελφό λίγο καλό, διπλό κάμε το στον άλλον. Γιατί αυτός είναι ο αδύνατος. Υπήρχε σ΄ ένα Κοινόβιο κάποιος αναχωρητής, ονόματι Τιμόθεος. Και άκουσε ο ηγούμενος φήμη για πειρασμό ενός αδελφού. Και ρώτησε τον Τιμόθεο γι΄ αυτόν. Και εκείνος τον συμβούλευσε να διώξη τον αδελφό. Όταν λοιπόν τον έδιωξε, ήλθε ο πειρασμός του αδελφού εναντίον του Τιμόθεου, έως ότου αυτός κινδύνευσε. Και άκουσε φωνή να του λέγη: Τιμόθεε, μη νομίσης ότι σου τα έκαμα αυτά για άλλο λόγο, έκτος από το ότι δεν λογάριασες τον αδελφό σου στον καιρό του πειρασμού του».
οα’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι για τούτο βρισκόμαστε σε τόσους πειρασμούς, για το ότι τα ονόματά μας και την τάξη δεν φυλάμε. Καθώς και η Γραφή λέγει. Δεν βλέπουμε τη γυναίκα τη Χαναναία όπου αποδέχθηκε το όνομά της και την ανέπαυσε ο Σωτήρ; Πάλι την Αβιγαία, όπου είπε στον Δαυίδ, ότι σ΄ εμένα είναι η αμαρτία και την άκουσε και την αγάπησε; Η Αβιγαία εκπροσωπεί την ψυχή και ο Δαυίδ τη θεότητα. Αν λοιπόν η ψυχή μεμφθή τον εαυτό της ενώπιον του Κυρίου, την αγαπά ο Κύριος.
οβ’. Διάβαινε κάποτε ο Αββάς Ποιμήν με τον Αββά Ανούβ, στα μέρη του Διόλκου. Και φτάνοντας κοντά στα μνήματα, βλέπουν μια γυναίκα να ολοφύρεται και να κλαίη πικρά. Σταμάτησαν λοιπόν και την κοίταζαν. Ύστερα, προχωρώντας λίγο, συνάντησαν κάποιον και τον ρώτησε ο Αββάς Ποιμήν: «Τί έχει αυτή η γυναίκα και κλαίει έτσι πικρά;». Και εκείνος του λέγει: «Πέθαναν ο άνδρας της, ο γυιός της και ο αδελφός της». Αποκρίνεται τότε ο Αββάς Ποιμήν και λέγει στον Αββά Ανούβ: «Σου λέγω ότι, αν ο άνθρωπος δεν νεκρώση όλα τα θελήματα της σαρκός και αποχτήση αυτό το πένθος, δεν μπορεί να γίνη μοναχός. Γιατί όλη η ζωή και όλος ο νους της στο πένθος είναι».
ογ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Μη έχεις υψηλή ιδέα για τον εαυτό σου, αλλά προσκολλήσου σε άνθρωπο οπού κάνει καλή συντροφιά».
οδ’. Είπε πάλι: Αν πήγαινε κάποιος αδελφός στον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, αυτός του παρέδιδε την αγάπη, όπως τη διδάσκει ο Απόστολος: «Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται».
οε’. Είπε πάλι, ότι ο Αββάς Αντώνιος έλεγε για τον Αββά Παμβώ: «Με τον φόβο οπού είχε στον Θεό, έκαμε να κατοική μέσα του το Πνεύμα του Θεού».
οστ’. Διηγήθηκε ένας από τους πατέρες για τον Αββά Ποιμένα και τους αδελφούς του, ότι έμεναν στην Αίγυπτο. Και επιθυμώντας η μητέρα τους να τους δη, δεν μπορούσε. Τους παρεφύλαξε λοιπόν καθώς πήγαιναν στην εκκλησία και τους συνάντησε. Αλλά αυτοί, βλέποντας την, επέστρεψαν και της έκλεισαν κατά πρόσωπο τη θύρα. Και εκείνη, μπροστά στη θύρα, φώναξε κλαίοντας σπαραχτικά και λέγοντας: «Ας σας δώ, παιδιά μου αγαπημένα». Ακούοντάς τη δε ο Αββάς Ανούβ, μπήκε στο κελλί Του Αββά Ποιμένος και του λέγει: «Τί να κάμουμε με την ηλικιωμένη αυτή γυναίκα οπού κλαίει μπροστά στη θύρα;». Και καθώς στεκόταν από μέσα, την άκουσε να κλαίη σπαραχτικά. Και της είπε: «Τί φωνάζεις έτσι, κυρούλα;». Και εκείνη, ακούοντας τη φωνή του, φώναζε τώρα πιο δυνατά, κλαίοντας και λέγοντας: «θέλω να σας δώ, παιδιά μου. Τί κακό είναι να σας δώ; Μη δεν είμαι η μητέρα σας; Εγώ δεν σας θήλασα; Με πήραν τα βαρειά γηρατειά. Άκουσα τη φωνή σου και αναστατώθηκα». Της λέγει ο γέρων: «Εδώ θέλεις να μας δής ή στον άλλο κόσμο;». Του λέγει: «Αν δεν σας δώ εδώ, θα σας δώ στον άλλο κόσμο;». Της αποκρίνεται: «Αν επιβληθής στον εαυτό σου να μη μας δής εδώ, θα μας δής εκεί». Έφυγε λοιπόν χαίροντας και λέγοντας: «Αν είναι να μη σας δώ εκεί όσο θέλω, δεν με γνοιάζει να μη σας δώ εδώ».
οζ΄. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τα υψηλά τί είναι;». Του λέγει ο γέρων: «Οι θείες εντολές».
οη’. Ήλθαν κάποτε μερικοί αιρετικοί στον Αββά Ποιμένα και άρχισαν να κατηγορούν τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας ότι από πρεσβυτέρους χειροτονήθηκε. Ο δε γέρων, μη απαντώντας τους, φώναξε τον αδελφό του και είπε: «Στρώσε τους τραπέζι, βάλε τους να φάνε και στείλε τους στο καλό».
οθ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι ένας αδελφός οπού συνοικούσε με αδελφούς, ρώτησε τον Αββά Βησσαρίωνα: «Τί να κάμω;». Και ο γέρων του είπε: «Να σιωπάς και να μη λογαριάζης τον εαυτό σου».
π’. Είπε πάλι: «Γι’ αυτόν οπού η καρδιά σου δεν σε πληροφορεί, μη έχεις προσοχή μέσα της».
πα’. Είπε πάλι: «Αν τον εαυτό σου εξουθενώσης, θα έχης ανάπαυση, όπου και αν βρίσκεσαι».
πβ’. Είπε πάλι: «Έλεγε ο Αββάς Σισώης: Υπάρχει αισχύνη, οπού έχει αφοβίας αμαρτία».
πγ’. Είπε πάλι: «Το θέλημα και η ανάπαυση και το να συνηθίζη τινάς σ΄ αυτά, καταβάλλουν τον άνθρωπο».
πδ΄. Είπε πάλι: «Αν είσαι σιωπητικός, θα έχης ανάπαυση σε οποίον τόπο και αν κατοίκησης».
πε΄. Είπε πάλι για τον Αββά Πίωρ, ότι κάθε μέρα έβαζε αρχή στην αρετή.
πστ΄. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Εάν προληφθή άνθρωπος εν τίνι παραπτώματι και επιστρέψη, συγχωρείται από τον Θεό;». Του είπε ο γέρων: «Αλλά ο Θεός οπού πρόσταξε τους ανθρώπους να το κάνουν αυτό, πιο πολύ δεν θα το κάμη ο ίδιος; Γιατί πρόσταξε τον Πέτρο, λέγοντας: Έως εβδομηκοντάκις επτά άφες τω αδελφώ σου».
πζ΄. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Είναι καλό πράγμα το να προσεύχεται τινάς;». Του λέγει λοιπόν ο γέρων ότι είπε ο Αββάς Αντώνιος: «Από τον ίδιο τον Κύριο προήλθε η φωνή οπού έλεγε: Παρακαλείτε τον λαόν μου, λέγει Κύριος, παρακαλείτε».
πη’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Μπορεί ο άνθρωπος να κρατήση όλους τους λογισμούς και κανέναν τους να μη δίνη στον εχθρό;». Και είπε ο γέρων: «Είναι άνθρωπος οπού παίρνει δέκα και δίνει ένα».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)