V΄. Ήταν ένας μεγάλος ησυχαστής στο όρος της Αθλίβεως. Και ήλθαν κατεπάνω του ληστές. Και φώναξε ο γέρων. Και ακούοντας οι γείτονές του, έπιασαν τους ληστές, τους έστειλαν στον ηγεμόνα και τους έβαλε στη φυλακή. Και λυπήθηκαν οι αδελφοί, λέγοντας: «Εξ αιτίας μας το έπαθαν». Σηκώθηκαν λοιπόν, πήγαν στον Αββά Ποιμένα και του ανέφεραν το γεγονός. Και εκείνος έγραψε στον γέροντα, λέγοντας: «Κατάλαβε από πού έγινε η πρώτη προδοσία και τότε θα δής τη δεύτερη. Γιατί αν δεν είχες πριν προδοθή από μέσα, δεν θα έκανες τη δεύτερη προδοσία». Άκουσε λοιπόν τί του έγραφε ο Αββάς Ποιμήν —ήταν δε ονομαστός σε όλη τη χώρα και δεν έβγαινε από το κελλί του — οπότε σηκώνεται, πηγαίνει στην πόλη και βγάζει τους κακοποιούς από τη φυλακή, ελευθερώνοντάς τους μπροστά σε όλους.
Vα΄. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Δεν υπάρχει μοναχός μεμψίμοιρος. Δεν υπάρχει μοναχός εκδικητικός. Δεν υπάρχει μοναχός οργίλος».
Vβ’. Πήγαν μερικοί γέροντες στον Αββά Ποιμένα και του είπαν: «Εγκρίνεις, αν δούμε μοναχούς να νυστάζουν στη σύναξη, να τους ξυπνάμε σκουντώντας τους, ώστε να γρηγορούν στην αγρυπνία;». Και εκείνος τους λέγει: «Εγώ θα έκανα το αντίθετο. Αν έβλεπα αδελφό να νυστάζη, θα έβαζα το κεφάλι του πάνω στα γόνατά μου, για να τον αναπαύσω».
Vγ’. Έλεγαν για κάποιον αδελφό, ότι τον παρακινούσαν οι λογισμοί σε βλασφημία και ντρεπόταν να το πη. Και όπου άκουε μεγάλους γέροντες, πήγαινε σ΄ αυτούς, να τους το φανερώση. Αλλά μόλις έφθανε, ντρεπόταν να το ομολογήση. Πολλές φορές λοιπόν πήγε και στον Αββά Ποιμένα. Και τον έβλεπε ο γέρων να έχη λογισμούς και λυπόταν οπού ο αδελφός δεν το φανέρωνε. Μια μέρα λοιπόν, προπέμποντάς τον, του έλεγε: «Να, τόσο καιρό έρχεσαι εδώ έχοντας λογισμούς να μου φανερώσης και όταν έρχεσαι, δεν θέλεις να τους πής, αλλά κάθε φορά φεύγεις με θλίψη, έχοντάς τους. Πες μου λοιπόν, τέκνο μου, τί είναι αυτό όπου έχεις;». Και εκείνος του είπε ότι σε βλασφημία τον παρακινούσε ο δαίμων και ότι ντρεπόταν να το πη. Και αφού του εξιστόρησε τί του συνέβαινε, ευθύς ξαλάφρωσε. Και του είπε ο γέρων: «Μη θλίβεσαι, τέκνο μου. Αλλα όταν έρχεται αυτός ο λογισμός, λέγε: Είμαι αδιάφορος γι΄ αυτό. Η βλασφημία σου, επάνω σου, σατανά. Γιατί αυτό δεν το θέλει η ψυχή μου. Και κάθε τί όπου δεν το θέλει η ψυχή, λιγόχρονο είναι». Και θεραπευμένος ο αδελφός, έφυγε.
Vδ’. Συμβουλεύθηκε ένας αδελφός τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Βλέπω, ότι, όπου και αν πάω, δεν με αφήνει η πρόνοια του Θεού». Του λέγει ο γέρων: «Και αυτοί όπου κρατούν σπαθί στο χέρι, έχουν τον Θεό να τους ελεή στον παρόντα καιρό. Αν λοιπόν είμαστε ανδρείοι, δεν μας αφήνει το έλεός του».
Vε’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Αν τινάς μεμφθή τον εαυτό του, παντού δείχνει καρτερία».
Vστ’. Είπε πάλι: «Ο Αββάς Αμμωνάς έλεγε, ότι υπάρχει άνθρωπος όπου κάνει εκατό χρόνια σε κελλί και δεν μαθαίνει πώς πρέπει να μένη στο κελλί».
Vζ΄. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι, αν φθάση τινάς στο ρητό του Αποστόλου, το «πάντα καθαρά τοις καθαροίς», βλέπει τον εαυτό του κατώτερον όλης της κτίσεως. Του λέγει ο αδελφός: «Πώς μπορώ να λογαριάζω τον εαυτό μου κατώτερον από τον φονιά;». Του λέγει ο γέρων: «Αν φθάση τινάς σ΄ αυτό το ρητό και δη άνθρωπο να φονεύη, λέγει ότι μόνη αύτη την αμαρτία έκαμε αυτός, ενώ εγώ φονεύω κάθε μέρα».
Vη’. Έκαμε ο αδελφός την ίδια ερώτηση στον Αββά Ανούβ, αναφέροντας και τί του είπε ο Αββάς Ποιμήν. Και του λέγει ο Αββάς Ανούβ: «Αν φθάση τινάς σ΄ αυτό το ρητό και δη τις ελλείψεις του αδελφού του, κάνει ώστε να τις καταπιή η δικαιοσύνη του». Του λέγει ο αδελφός: «Ποιά είναι η δικαιοσύνη του;». Αποκρίθηκε ο γέρων: «Το να καταμέμφεται πάντοτε τον εαυτό του».
Vθ’.. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Ποιμένα: «Αν γλιστρήσω σε αξιοθρήνητο παράπτωμα, με κατατρώγει ο λογισμός μου, κατηγορώντας με: Γιατί να γλιστρήσης;». Του αποκρίνεται ο γέρων: «Την ώρα οπού γλιστρά τινάς σε αμαρτία και πη ήμαρτον, ευθύς η αμαρτία παύει».
ρ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Γιατί πείθουν την ψυχή μου οι δαίμονες να είμαι με τον ανώτερό μου και με κάνουν να εξουδενώσω τον κατώτερό μου;». Του λέγει ο γέρων: «Γι αυτό είπε ο Απόστολος, ότι σε μεγάλο σπίτι δεν υπάρχουν μόνο σκεύη χρυσά και αργυρά, αλλά και ξύλινα και οστράκινα. Αν λοιπόν καθαρίση τινάς τον εαυτό του από όλα αυτά, θα είναι σκεύος σε τιμή, εύχρηστο στον Κύριο, ετοιμασμένο σε κάθε έργο αγαθό».
ρα’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Πώς δεν αφήνομαι ελεύθερος να ανακοινώνω στους γέροντες τους λογισμούς μου;». Του λέγει ο γέρων: «Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, ότι ο εχθρός με τίποτε άλλο δεν χαίρει όσο μ αυτούς οπού δεν φανερώνουν τους λογισμούς τους».
ρβ’. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Ποιμένα: «Η καρδιά μου παραλύει με τον παραμικρό κόπο οπού θα μου τύχη». Του λέγει ο γέρων: «Δεν θαυμάζουμε τον Ιωσήφ, οπού ήταν παλικαράκι δεκαεφτά χρόνων, πώς υπέμεινε τον πειρασμό έως το τέλος; Και ο θεός τον δόξασε. Δεν βλέπουμε και τον Ιώβ πώς δεν υπεχώρησε έως το τέλος από την υπομονή; Και δεν μπόρεσαν οι πειρασμοί να τον κλονίσουν από την ελπίδα του Θεού».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)