80. Μπορούσε ένα ανθρώπινο πλάσμα να γεννήσει το Θεό;
Με το δικό μας μυαλό και στη βάση της φυσικής τάξεως του κόσμου κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί. Ο Θεός δεν είναι όν φυσικό για να μπορεί να γεννηθεί όπως γεννώνται όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Μια τέτοια γέννηση δεν θα είχε νόημα. Τότε μόνο θα ήταν δυνατή, αν, είτε η Μητέρα του ήταν και αυτή Θεά, της ίδιας δηλαδή φύσεως με αυτόν, ώστε το όμοιο να γεννήσει το όμοιο, είτε ο Θεός κατέβαινε στην τάξη των κτισμάτων, ώστε κτίσμα να γεννήσει άλλο κτίσμα.
Ποια είναι τότε η σημασία της γεννήσεως του Θεού; Γεννήθηκε ή όχι ο Υιός του Θεού; Και γεννήθηκε και δεν γεννήθηκε. Δεν γεννήθηκε φυσιολογικά, γεννήθηκε όμως μυστηριακά. Το πρώτο, γιατί η φύση του Θεού δεν μπορεί να υπαχθεί σε φυσικές καταστάσεις αρμόζουσες σε κτίσματα το δε δεύτερο, γιατί κατά τη γέννηση ο Θεός ήταν βαθιά ενωμένος με τον άνθρωπο «εξ άκρας συλλήψεως». Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κέντρο του μυστηρίου, το οποίο εμείς οι άνθρωποι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Αυτό που βγήκε από την κοιλιά της Μαρίας δεν ήταν απλός άνθρωπος («ψιλός» όπως έλεγε ο Νεστόριος), αλλ΄ άνθρωπος ενωμένος στενά με τη θεότητα ήδη από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως. Ήταν Θεάνθρωπος. Έτσι του Χριστού η μεν γέννηση ως ανθρώπου ήταν φυσική, ως Θεού δε υπερφυσική. Από την πλευρά της Μαρίας ο Χριστός πήρε φύση ανθρώπινη πραγματική. Η Μαρία ήταν άνθρωπος και γέννησε άνθρωπο. Από δε την πλευρά του Θεού, η σύλληψη και η γέννηση του ήταν γεγονότα υπερφυσικά.
Η σύλληψη του Χριστού ήταν παρθενική, όπως παρθενική ήταν και η γέννησή του. Σ’ αυτές δεν λειτούργησαν οι φυσικοί νόμοι, όπως σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Ο Χριστός δεν συνελήφθη με τη φυσική σύμπραξη του ανδρός, αλλά με την συνέργεια του παναγίου Πνεύματος. Με τη σύλληψη επομένως η Μαρία δεν έχασε την παρθενία της, όπως δεν την έχασε και με τη γέννηση του τόκου της. Η Μαρία ήταν και παρθένος και μητέρα, Παρθενομήτωρ. Αυτό συνιστούσε το θαύμα της: «Τις γαρ έγνω μητέρα άνευ ανδρός τετοκυίαν;» ψάλλει με σεμνοπρέπεια η Εκκλησία μας. Ως υπερφυσική η γέννηση του Χριστού ήταν ανώδυνη (χωρίς να προκαλέσει πόνο) και αλόχευτη. Η Μαρία δεν ένιωσε τις οδύνες του τοκετού, οι οποίες ήταν αποτέλεσμα της πτώσεως. Ούτε είχε και τα φυσικά λόχια, που ακολουθούν σε κάθε φυσική γέννηση.
Η Μαρία ήταν Μητέρα αειπάρθενη. Σ’ αυτό επικεντρώνεται η πίστη της Ορθοδοξίας μας, που ψάλλει με περίσεμνη χαρά τα μεγαλεία του απείρανδρου τόκου της.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 114-115)