ργ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Σε καιρό οπού είχα θλίψη, ζήτησα από ένα των αγίων κάτι χρήσιμο. Και μου το έδωσε χάρισμα, από αγάπη. Αν λοιπόν και σ΄ εμένα τα φέρη δεξιά ο Θεός, να το δώσω και εγώ χάρισμα, από αγάπη, σε άλλους ή μάλλον σ΄ αυτόν οπού μου το έχει δώσει;». Του λέγει ο γέρων: «Το σωστό, για τον Θεό, είναι να δοθή σ΄ εκείνον. Γιατί του ανήκει». Του λέγει ο αδελφός: «Αν λοιπόν του το πάω και δεν θελήση να το πάρη, αλλά μου πη να το δώσω όπου θέλω, από αγάπη, τί να κάμω;». Του λέγει ο γέρων: «Έχει βέβαια αυτό το δικαίωμα. Και αν τινάς σου δώση μόνος του, χωρίς να του έχης ζητήσει, αυτό είναι δικό σου. Αν όμως συ ζητήσης, είτε σε μοναχό είτε σε λαϊκό, και δεν θέληση να το πάρη, αυτή είναι η βάση: Να το ξέρη εκείνος και να το δώσης για χάρη του, από αγάπη».
ρδ’. Έλεγαν για τον Αββά Ποιμένα, ότι ποτέ δεν ήθελε να προσθέση δικά του λόγια σε ό,τι είχε πη άλλος γέρων, αλλά προτιμούσε σε όλα να τον επαινή.
ρε’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Πολλοί από τους πατέρες μας αποδείχθηκαν ανδρείοι στην άσκηση. Αλλά στη λεπτότητα των λογισμών, με την προσευχή, ελάχιστοι».
ρστ΄. Ενώ βρισκόταν κάποτε ο Αββάς Ισαάκ στον Αββά Ποιμένα, ακούσθηκε λάλημα πετεινού. Και του λέγει: «Υπάρχουν τέτοια εδώ, Αββά;». Και εκείνος του αποκρίνεται και του λέγει: «Ισαάκ, τί με αναγκάζεις να μιλήσω; Συ και οι όμοιοί σου τα ακούτε. Όποιον όμως νήφει, δεν τον μέλει γι΄ αυτά».
ρζ’. Έλεγαν, ότι, αν έρχονταν μερικοί στον Αββά Ποιμένα, τους έστελνε πρώτα στον Αββά Ανούβ, γιατί εκείνος ήταν μεγαλύτερος στα χρόνια. Ο δε Αββάς Ανούβ τους έλεγε: «Πηγαίνετε στον αδελφό μου Ποιμένα, γιατί αυτός έχει το χάρισμα του λόγου». Αν δε ο Αββάς Ανούβ βρισκόταν κοντά στον Αββά Ποιμένα εκεί, δεν μιλούσε καθόλου ο Αββάς Ποιμήν όσο εκείνος ήταν παρών.
ρη’. Ένας λαϊκός, πολύ ευλαβής στον βίο του, πήγε στον Αββά Ποιμένα. Συνέβη δε να έλθουν στον γέροντα και άλλοι αδελφοί, ζητώντας του να τους πη κάτι ωφέλιμο. Και λέγει ο γέρων στον πιστό λαϊκό: «Μίλα στους αδελφούς». Αλλά εκείνος τον παρακαλούσε, λέγοντας: «Συγχώρησέ με, Αββά. Εγώ για να μάθω ήλθα». Αλλά, αναγκασμένος από τον γέροντα, είπε: «Εγώ λαϊκός είμαι και η δουλειά μου είναι να πουλώ και να εμπορεύωμαι χορταρικά. Λύνω τα δεμάτια και τα χωρίζω σε μικρά μέρη. Αγοράζω φθηνά και πουλώ ακριβά. Πλήν, δεν ξέρω να μιλήσω μες από τη Γραφή, θα πω όμως μια παραβολή. Ένας άνθρωπος είπε στον φίλο του: Επειδή θέλω να δω τον βασιλέα, έλα μαζί μου. Του λέγει ο φίλος: Έρχομαι μαζί σου έως τα μισά του δρόμου. Και λέγει σε άλλο φίλο του: Έλα συ και πήγαινέ με στον βασιλέα. Και του άπαντά: Σε πηγαίνω έως το παλάτι του βασιλέως. Λέγει δε και σ΄ έναν τρίτο: Έλα μαζί μου στον βασιλέα. Και εκείνος είπε: Έρχομαι και σε πηγαίνω στο παλάτι και στέκομαι και μιλώ και σε εισάγω στον βασιλέα». Τον ρωτούσαν δε, ποιο ήταν το νόημα της παραβολής. Και αποκρίθηκε και τους είπε: «Ο πρώτος φίλος είναι η άσκηση, οπού φέρνει έως τον δρόμο. Ο δεύτερος είναι η αγνεία, οπού φθάνει έως τον ουρανό. Ο δε τρίτος είναι τα έργα του ελέους, όπου εισάγουν έως τον βασιλέα Θεό με ελευθεροστομία». Και οι αδελφοί, έχοντας οικοδομηθή, έφυγαν.
ρθ΄. Ένας αδελφός καθόταν έξω από την κώμη του και για πολλά χρόνια δεν μπήκε σ΄ αυτήν και έλεγε στους αδελφούς: «Τόσα χρόνια πέρασαν και δεν μπήκα στην κώμη. Ενώ σεις κάθε φορά μπαίνετε». Μίλησαν δε στον Αββά Ποιμένα γι΄ αυτόν. Και λέγει ο γέρων: «Εγώ συνήθιζα να πηγαίνω τη νύχτα και να τριγυρίζω την κώμη, για να μη καυχάται ο λογισμός μου ότι δεν πήγαινα σ΄ αυτή».
ρι’. Ένας αδελφός ζήτησε από τον Αββά Ποιμένα να του πη κάτι ωφέλιμο. Και του λέγει: «Όταν καίεται από κάτω το καζάνι, δεν μπορεί να το αγγίξη η μύγα η κάποιο άλλο από τα ζωύφια. Όταν όμως είναι κρύο, τότε κάθεται πάνω του. Έτσι συμβαίνει και με τον μοναχό. Όσο επιμένει στις πνευματικές πράξεις, δεν βρίσκει ο εχθρός σημείο επαφής για να τον καταβάλη».
ρια’. Έλεγε ο Αββάς Ιωσήφ για τον Αββά Ποιμένα, ότι έδωσε την έξης ερμηνεία στο ευαγγελικό ρητό ο έχων ιμάτιον πωλησάτω αυτώ και αγορασάτω μάχαιραν: «Όποιος έχει ανάπαυση, ας την αφήση και ας ακολουθήση τη στενή οδό».
ριβ’. Ρώτησαν μερικοί από τους πατέρες τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: Αν δούμε κάποιον αδελφό να αμαρτάνη, πρέπει να τον ελέγξουμε;». Τους αποκρίνεται ο γέρων: «Όσο για μένα, αν χρειαζόταν να περάσω από εκεί και τον έβλεπα να αμαρτάνη, θα τον προσπερνούσα χωρίς να τον ελέγξω».
ριγ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Είναι γραμμένο, ότι πρέπει να δίνης μαρτυρία για όσα είδαν τα μάτια σου. Εγώ όμως σας λέγω, ότι, ακόμη και αν ψηλαφήσετε με τα χέρια σας, μη μαρτυρήσετε. Ένας αδελφός έπαθε κάτι τέτοιο και βγήκε γελασμένος. Του φάνηκε ότι είδε τον αδελφό του να αμαρτάνη με μια γυναίκα. Και αφού τον έσπρωξε δυνατά ο πειρασμός, πήγε και τους σκούντησε με το πόδι του, νομίζοντας ότι εκείνοι ήταν, και τους είπε: Πάψετε πλέον, έως πότε; Και να, επρόκειτο για δυο δεμάτια σιταριού. Γι αυτό σας είπα, ότι, ακόμη και αν ψηλαφήσετε με τα χέρια σας, μη κατηγορείτε».
ριδ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τί να κάμω, οπού ο πειρασμός με σπρώχνει προς τη σαρκική αμαρτία και με πιάνει εύκολα ο θυμός;». Λέγει ο γέρων: «Γι αυτό ο Δαυίδ έλεγε, ότι το μεν λιοντάρι το χτυπούσα, τη δε αρκούδα την απέπνιγα. Αυτό σημαίνει ότι τον μεν θυμό τον απέκοπτε, τη δε σαρκική αμαρτία την έλαβε με κόπους».
ριε’. Είπε πάλι: «Μεγαλύτερη αγάπη δεν μπορεί τινάς να βρή από την προσφορά της ίδιας μας της ζωής για χάρη του πλησίον μας. Αν, έτσι, ακούση τινάς λόγο πονηρό, ήγουν λυπηρό γι΄ αυτόν, και ενώ μπορεί και ο ίδιος να απαντήση όμοια, αγωνίζεται όμως να μη μιλήση, ή, αν αδικηθή και υπομένη και δεν εκδικήται, αυτός προσφέρει τη ζωή του για χάρη του πλησίον».
ριστ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τί είναι υποκριτής;». Του λέγει ο γέρων: «Υποκριτής είναι όποιος διδάσκει τον πλησίον του κάτι, όπου ο ίδιος δεν έφτασε. Γιατί είναι γραμμένο: Τί βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου και ιδού η δοκός εν τω οφθαλμώ σου; Και τα υπόλοιπα».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)