ριζ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τί σημαίνει το να οργισθής χωρίς λόγο στον αδελφό σου;». Και είπε: «Κάθε αδικία οπού θα σου κάμη ο αδελφός σου για δικό του όφελος και θα του οργισθής, χωρίς λόγο οργίζεσαι. Και αν σου βγάλη το δεξί μάτι και σου κόψη το δεξί χέρι και οργισθής μαζί του, χωρίς λόγο οργίζεσαι. Αν όμως σε χωρίζη από τον Θεό, τότε να οργισθής».
ριη΄. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τί να κάμω με τις αμαρτίες μου;». Του λέγει ο γέρων: «Όποιος θέλει να λυτρωθή από αμαρτίες, με τον κλαυθμό λυτρώνεται απ΄ αυτές. Και όποιος θέλει να αποχτήση αρετές, με τον κλαυθμό τις αποχτά. Γιατί το κλάμμα είναι η οδός οπού μας παρέδωσαν η Γραφή και οι πατέρες μας, λέγοντας: Κλάψετε. Άλλη οδός, εκτός απ΄ αυτή, δεν υπάρχει».
ριθ’. Ρώτησε ένας αδελφός τον Αββά Ποιμένα: «Τί είναι μετάνοια για την αμαρτία;». Και είπε ο γέρων: «Το να μη την ξανακάνη τινάς. Γι αυτό «ονομάσθηκαν άμωμοι οι δίκαιοι, γιατί παράτησαν τις αμαρτίες και δίκαιοι έγιναν».
ρκ΄. Είπε πάλι, ότι η πονηριά των ανθρώπων πίσω τους είναι κρυμμένη.
ρκα’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα: «Τί να κάμω με τις ταραχές αυτές, οπού με αναστατώνουν;». Του λέγει ο γέρων: «Ας κλάψουμε ενώπιον της αγαθότητος του Θεού, σε κάθε ταλαιπωρία μας, ώσπου να μας ελεήση».
ρκβ’. Πάλι τον ρώτησε ο αδελφός: «Τί να κάμω με τις ανώφελες φιλίες οπού έχω;». Και εκείνος είπε: «Είναι άνθρωποι οπού ψυχομαχούν και έχουν τον νου τους στις φιλίες του κόσμου τούτου. Άφησέ τις και μη τις αγγίζεις. Μόνες τους θα αποξενωθούν».
ρκγ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Μπορεί ο άνθρωπος να είναι νεκρός;». Και του λέγει: «Αν φθάση στην αμαρτία, γίνεται σαν πεθαμένος. Και αν φθάση στο αγαθό, θα ζήση και θα το πράττη».
ρκδ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν ότι έλεγε ο μακάριος Αββάς Αντώνιος: «Η δύναμη του ανθρώπου είναι να αναλάβη την ευθύνη των κακών του πράξεων ενώπιον του Κυρίου και να περιμένη πειρασμό έως τη στερνή του πνοή».
ρκε’. Ρωτήθηκε ο Αββάς Ποιμήν: «Σε ποιόν αφορά το ρητό της Γραφής: Μη φροντίσετε για την αυριανή μέρα»; Απαντά ο γέρων: «Για άνθρωπο οπού ήταν σε πειρασμό και ωλιγωρούσε ειπώθηκε, να μη φροντίση, λέγοντας: Πόσο καιρό έχω σ΄ αυτόν τον πειρασμό; Αλλά μάλλον να λογαριάζη κάθε μέρα το σήμερα».
ρκστ’. Είπε πάλι: «Η διδαχή του πλησίον είναι έργο όποιου υγιαίνει στο φρόνημα και έχει απαλλαγή από τα πάθη. Γιατί, τί το όφελος να χτίσης σπίτι άλλου και το δικό σου να καταστρέψης;».
ρκζ’. Είπε πάλι: «Τί το όφελος, να πάη τινάς σε τέχνη και να μη τη μάθη;».
ρκη΄. Είπε πάλι: «Όλα τα υπέρμετρα προέρχονται από τους δαίμονες».
ρκθ΄. Είπε πάλι: «Όταν είναι να χτίση τινάς σπίτι, συνάζει πολλά και διάφορα υλικά, για να μπορέση να το στήση. Έτσι και εμείς ας πάρουμε λίγο από κάθε αρετή».
ρλ’. Ρώτησαν μερικοί από τους πατέρες τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Πώς ο Αββάς Νισθερώος κατώρθωσε να ανεχθή τόσο πολύ τον μαθητή του;». Τους λέγει ο Αββάς Ποιμήν: «Αν ήμουν εγώ, ακόμη και το μαξιλάρι θα του έβαζα κάτω από το κεφάλι του». Του λέγει ο Αββάς Ανούβ: «Και τί θα έλεγες στον Θεό;». Αποκρίνεται ο Αββάς Ποιμήν: «θα του έλεγα λοιπόν, ότι συ το είπες: Έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου».
ρλα’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Η πείνα και ο νυσταγμός δεν μας άφησαν να δούμε αυτά τα ασήμαντα».
ρλβ’. Είπε πάλι: «Πολλοί αποδείχθηκαν δυνατοί, λίγοι όμως δεν παρώξυναν».
ρλγ’. Είπε πάλι, στενάζοντας: «Όλες οι αρετές εισήλθαν σ΄ αυτό το σπίτι, εκτός από μια αρετή. Και, χωρίς αυτήν, είναι σε δύσκολη θέση ο άνθρωπος». Τον ρώτησαν λοιπόν, ποιά είναι. Και είπε: «Το να μεμφθή ο άνθρωπος τον εαυτό του».
ρλδ’. Έλεγε συχνά ο Αββάς Ποιμήν, ότι τίποτε άλλο δεν μας χρειάζεται παρά νήφουσα διάνοια.
ρλε’. Ρώτησε κάποιος από τους πατέρες τον Αββά Ποιμένα: «Ποιος είναι αυτός όπου λέγει: Μέτοχος εγώ είμι πάντων των φοβουμένων σε»; Και είπε ο γέρων: «Το Άγιο Πνεύμα το λέγει».
ρλστ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σίμωνα, λέγοντας: «Αν βγω από το κελλί μου και βρω τον αδελφό μου να έχη τον νου του σε άλλα, έχω και εγώ, μαζί του, τον νου μου σε άλλα. Και αν τον βρω να γελά, γελώ και εγώ μαζί του. Μπαίνοντας λοιπόν στο κελλί μου, δεν βρίσκω πλέον ανάπαυση». Του λέγει ο γέρων: «Τί θέλεις λοιπόν; Να βγής από το κελλί σου, να βρής όσους γελούν και να γελάσης και συ μαζί τους και αυτούς όπου μιλούν και να μιλήσης και συ μαζί τους και γυρίζοντας υστέρα στο κελλί σου, να βρής τον εαυτό σου όπως ήσουν;». Λέγει ο αδελφός: «Αλλά τί να κάμω;». Και του αποκρίνεται ο γέρων: «Μέσα, να έχης συγκεντρωμένη την προσοχή σου. Και έξω, πάλι να έχης συγκεντρωμένη την προσοχή σου».
ρλζ’. Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ: «Πήγαμε κάποτε στον Αββά Ποιμένα και φάγαμε μαζί. Και αφού φάγαμε μαζί, μας λέγει: Πηγαίνετε να αναπαυθήτε λιγάκι, αδελφοί. Πήγαν λοιπόν οι αδελφοί να αναπαυτούν λιγάκι και εγώ έμεινα να μιλήσουμε μαζί μόνοι. Και σηκώθηκα και πήγα στο κελλί του. Μόλις λοιπόν με είδε να τον πλησιάζω, έκαμε πώς κοιμόταν. Γιατί αυτό συνήθιζε να κάνη πάντοτε ο γέρων, να κρύβη το έργο του».
ρλη΄. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: Αν δής κάτι ή ακούσης, μη το διηγείσαι στον πλησίον σου. Γιατί είναι αναστάτωση του πειρασμού».
ρλθ’. Είπε πάλι: «Για πρώτη φορά, φύγε. Για δεύτερη, φύγε. Την τρίτη όμως φορά, γίνε σαν ξεγυμνωμένο σπαθί».
ρμ΄. Είπε πάλι ο Αββάς Ποιμήν στον Αββά Ισαάκ: «Αλάφρωσε κατά ένα μέρος την αγιότητά σου και θα έχης ανάπαυση κατά τις λίγες μέρες σου».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)