Ερχόμαστε στην λαβίδα, άλλον και αυτόν λειτουργικό μας νεωτερισμό, παρόλο που είναι προγενέστερος από το «ζέον» και τον αστερίσκο. Όπως είναι γνωστό, ο αρχαίος τρόπος της μετάληψης ήταν αυτός που μέχρι τώρα παραμένει στους ιερείς: η μετάληψη δηλαδή πρώτα του Σώματος, το οποίο το χέρι του ιερέα αποθέτει στην παλάμη αυτού που κοινωνά και η μετάληψη του Αίματος έπειτα απ’ ευθείας από το Ποτήριο, που τότε όμως το έδινε ο διάκονος. Για αυτό δεν επιτρέπεται να αμφιβάλλουμε ούτε στο ελάχιστο. Να τα κείμενα.
Οι Αποστολικές Διαταγές (δηλαδή η λειτουργία του λεγομένου Κλήμεντος, που είναι στις Αποστολ. Διαταγές) προστάζουν: «Ο μεν επίσκοπος να δίνει την προσφορά, λέγοντας Σώμα Χριστού, και αυτός που την δέχεται ας λέει Αμήν· ο δε διάκονος να κρατά το Ποτήριο και δίνοντας να λέει Αίμα Χριστού»(Διαταγές Αποστόλων Η,ΙΓ). Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας λέει: «Αφού παρακολούθησε την Ευχαριστία και αντιφώνησε το Αμήν και αφού παρέστη στην τράπεζα, άπλωσε τα χέρια του για να παραλάβει την άγια Τροφή…» (Ευσεβίου Εκκλ. Ιστ. Ζ,9). Ο Αμβρόσιος προς τον Μ. Θεοδόσιο λέει: «Πώς με τέτοια χέρια να υποδεχτείς το Πανάγιο Σώμα του Δεσπότη; Πώς πάλι θα φέρεις στο στόμα σου το Αίμα το τίμιο;»(Θεοδωρήτου Εκκλ. Ιστ. Ε,17). Ο Μ. Βασίλειος λέει: «Διότι πράγματι στην εκκλησία ο ιερέας δίνει την μερίδα και αυτός που την δέχεται την κρατά με όλη την εξουσία και έτσι την φέρνει στο στόμα με το χέρι του»(Επιστολή 93 προς Καισαρίαν)… «σκέψου τι δέχεσαι στο χέρι και διατήρησέ το καθαρό από κάθε πλεονεξία και αρπαγή. Συλλογίσου ότι όχι μόνο με το χέρι δέχεσαι, αλλά φέρνεις και στο στόμα και φύλαγε τη γλώσσα σου καθαρή»(Χρυσοστόμου,Κατήχηση Β,2). Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων λέει: «Όταν πλησιάζεις, μην έρχεσαι με απλωμένους τους καρπούς των χεριών ούτε με ανοιχτά τα δάχτυλα· αλλά αφού κάνεις το αριστερό χέρι θρόνο στο δεξί, σαν να πρόκειται αυτό να υποδεχτεί Βασιλιά, και αφού κάνεις κοίλη την παλάμη, να δέχεσαι το Σώμα του Χριστού… έπειτα, αφού κοινωνήσεις το Σώμα του Χριστού, πλησίασε και το Ποτήριο του Αίματος»(Κατήχηση ΚΓ 21-22). Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει: «Αφού σταυρώσουμε τις παλάμες, ας υποδεχτούμε το σώμα του εσταυρωμένου» (Έκδοση Ορθ.Π Δ,13).
Έτσι, κατά τους 8 πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, η λαβίδα δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται, επισήμως τουλάχιστον, στην Καθολική Εκκλησία. Και πώς ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά, αφού η ίδια η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος με τον 101ο κανόνα της όριζε τον τρόπο της κοινωνίας σύμφωνα με τα μέχρι τότε ισχύοντα; «Αν κάποιος θελήσει την ώρα της σύναξης να μεταλάβει το άχραντο σώμα και να γίνει ένα με αυτό μέσω της μετουσίας, να σχηματίζει τα χέρια του σε σχήμα Σταυρού και έτσι να πλησιάζει και να δέχεται την κοινωνία της χάρης»
Και ναι μεν ο Γερμανός, κατά τον 8ο αιώνα, χρησιμοποιεί στη Μυστική του Θεωρία τη λέξη «λαβίς», αλλά την χρησιμοποιεί μεταφορικά και όχι κυριολεκτικά, για να δηλώσει τον ιερέα «που κρατά το νοερό κάρβουνο, τον Χριστό, με την λαβίδα του χεριού του στο άγιο θυσιαστήριο και αγιάζει και καθαρίζει αυτούς που τον δέχονται και μεταλαμβάνουν»(Migne 98,433), με τον ίδιο τρόπο που και στη λειτουργία του αγ. Ιακώβου ο ιερέας, όταν πρόκειται να προσφέρει τα άγια στους πιστούς, δέεται με παρόμοια μεταφορική γλώσσα· «Ο Κύριος να μας ευλογήσει και να μας αξιώσει με αγνές τις λαβές των δαχτύλων να πάρουμε το πύρινο κάρβουνο και να τον τοποθετήσουμε στα στόματα των πιστών για καθαρισμό και ανακαινισμό των ψυχών και των σωμάτων τους». Η «λαβή» λοιπόν ή «λαβίδα» υφίσταται ως λέξη στην αρχαία λειτουργική γλώσσα, όχι όμως για να δηλώσει το αργότερα εμφανιζόμενο «κοχλιάριο» (μικρό κουτάλι), αλλά για να δηλώσει την λαβίδα των ιερατικών δαχτύλων και χεριών, μέσω των οποίων το Σώμα μπαίνει στα στόματα των πιστών. Με τέτοιο μεταφορικό τρόπο και ο μοναχός Ιώβιος θεολόγησε σχετικά με την μυστική λαβίδα του προφητικού οράματος του Ησαΐου, την οποία έφερε ένα από τα Σεραφείμ, που στάλθηκε στον προφήτη, η οποία κουβαλούσε το κάρβουνο. Στην οπτασία εκείνη, «σαν με σωματικά σύμβολα για κάποια πράγματα ασώματα και νοερά, η ασώματη Δύναμη υποδήλωνε στον προφήτη μυστήρια, όπου η Γραφή μας διδάσκει ότι, όπως ακριβώς δεν είναι δυνατόν, χωρίς κάτι ενδιάμεσο και χωρίς μία παχύτερη ύλη, να πάρει κάποιος την φωτιά, έτσι και τα θεία δεν είναι δυνατόν να τα λάβει κάποιος, χωρίς σύμβολα υλικά και κατάλληλα για αυτούς που τα δέχονται»(Φωτίου Μυριόβιβλος). Και έτσι μεν γενικώς μιλούσε εκείνος, και πίσω μεν από το κάρβουνο έβλεπε το Θεό, ο οποίος είναι φωτιά που κατατρώει, ενώ πίσω από την λαβίδα κάθε υλική εικόνα και αναπαράσταση, μέσω της οποίας το θείο, αμυδρά κάπως πλησιάζει τις ψυχές μας. Εγώ όμως φοβάμαι ότι η ιδεολογία αυτή του να κοινωνούμε με τα θεία όχι απ’ ευθείας, αλλά με πιο υλικά ενδιάμεσα, δεν συνέβαλε λίγο στην ανακάλυψη και επικράτηση του μικρού κουταλιού στους μετέπειτα χρόνους, έτσι ώστε η φωτιά της θεότητας που συγκαταβαίνει στο μυστήριο, να μην έρχεται σε άμεση επαφή με τα χέρια μας.
Πότε λοιπόν η λαβίδα εισήχθη στην αγία Κοινωνία ως όργανο της άμεσης και ταυτόχρονης μετάδοσης των δύο στοιχείων; Δεν μπορώ ακριβώς να καθορίσω. Από τη μία ο άγιος Σωφρόνιος ο Ιεροσολύμων κατά τον 7ο αιώνα γράφοντας τον βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας, μας παρουσιάζει τον αββά Ζωσιμά να αναμιγνύει (Migne 87,3721) μέσα στο Ποτήριο και τα δύο στοιχεία και μας αναγκάζει επομένως να υποπτευθούμε την χρήση λαβίδας. Από την άλλη ο Ρενωδότιος βεβαιώνει, ότι το κουτάλι, υπήρχε και στους Ορθοδόξους και στους Κόπτες και στους Νεστοριανούς και στους Μονοφυσίτες και σε άλλους Ανατολικούς Χριστιανούς, οπότε αναγκαστικά μας παραπέμπει σε χρήση παλαιά, πριν από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, όταν οι Εκκλησίες που προαναφέρθηκαν δεν είχαν ακόμη αποσχιστεί και είχαν κοινά μαζί με την πίστη και τα λειτουργικά έθιμα.
Για αυτό και τολμώ να καταλήξω στην υπόθεση, ότι η λαβίδα, ως λειτουργικό σκεύος αφού εμφανίστηκε αρχικά στα μέρη γύρω από την Αίγυπτο, χρησιμοποιήθηκε για πολύ καιρό εκεί τοπικά, μέχρις ότου, από τον 10ο αιώνα, άρχισε βαθμιαία να επεκτείνεται σε όλη την Καθολική Εκκλησία της Ανατολής, εκτοπίζοντας την αρχαιότερη συνήθεια. Πώς τώρα αμφιταλαντεύτηκε μέχρις ότου επικρατήσει, ας μαρτυρήσει ο Βαλσαμών, ο οποίος, αφού ερεύνησε προηγουμένως τον 101ο κανόνα της Πενθέκτης που προαναφέραμε, στον οποίο ο μεν γνήσιος και αρχαιοπαράδοτος τρόπος της κοινωνίας υποδεικνύεται, ενώ επισείεται αφορισμός εναντίον αυτών που κατασκεύαζαν κάποια δοχεία και με αυτά δέχονταν την άχραντη Κοινωνία, έπειτα προσθέτει: «μη θαυμάσεις όμως, ούτε να ρωτήσεις την αιτία, για την οποία σε κ ά π ο ι ε ς ε κ κ λ η σ ί ε ς μεταδίδεται στους λαϊκούς το άγιο Σώμα του Χριστού και δεν τους δίνεται στο χέρι, σύμφωνα με το νόημα του κανόνα· διότι αυτό το παρέδωσε πίστη ορθή και φόβος Θεού και ευλάβεια ανύποπτη, όχι η αναξιότητα των λαϊκών»(Migne 137,864-865). Η μετάδοση λοιπόν με την λαβίδα, για την οποία ξεκάθαρα πρώτος ο ψευδο-Σωφρόνιος του 12ου αιώνα έγραψε, έχει ακόμη στα χρόνια του Βαλσαμώνα στενότατη την επικράτηση («σε κάποιες εκκλησίες») και ούτε αποσκοπεί σε ιεροκρατική διάκριση κληρικών και λαϊκών.
Όμως, να που ο Συμεών μετά από δύο αιώνες διδάσκει, ότι αν οι λαϊκοί μεταλαμβάνουν όλοι πλέον με λαβίδα, σύμφωνα με την οπτασία του Ησαΐου, αυτό συμβαίνει διότι «δεν πρέπει όλοι να μετέχουν στα θεία και φρικτά με άμεσο τρόπο». Είναι ανάγκη να υπάρχει ταξιαρχία. Προηγούνται οι μέσα στο ιερό· ακολουθούν οι έξω, οι οποίοι «ούτε στα χέρια παίρνουν τον θείο Άρτο, διότι είναι κατώτεροι στην τάξη και ανήκουν στο βαθμό του τελευταίου μέρους, έστω και αν υπερέχουν σε αρετή»(Συμεών Θεσσαλον. Migne 155,300-301). Και λησμονούνταν κάπου χιλίων χρόνων συνήθειες και διατάξεις πατέρων και Συνόδων, ώστε να υποστηριχθούν ως οι μόνες ορθές οι αντίθετες με αυτές! (Κωνσταντίνου Καλλινίκου, Ο Χριστιανικός Ναός και τα τελούμενα… Εκδ. Γρηγόρη, σελ.188-191, μετάφραση και μεταγλώττιση του κειμένου, π. Νικόλαος Πουλάδας)