93. Συμφωνεί με αυτά η ρωμαιοκαθολική θεολογία;
Όχι. Κατά τη διδασκαλία της η θυσία του Κυρίου έχει υπεραρκή αξιομισθία· πρώτον διότι τα παθήματα του Χριστού (παθήματα του Θεού «σαρκί») είχαν άπειρη αξιομισθία και δεύτερον, γιατί ο άνθρωπος στον οποίο εφαρμόζεται η αξιομισθία αυτή, είναι όν πεπερασμένο, άρα και η ενοχή του είναι ομοίως πεπερασμένη. Από την άλλη, κάνοντας διάκριση μεταξύ ένοχης και ποινών, φρονεί ότι μόνον η ενοχή και οι ποινές των προ του βαπτίσματος αμαρτιών συγχωρούνται, ενώ για τις μετά το βάπτισμα απαιτούνται πρόσκαιρες ποινές του αμαρτωλού και εδώ και στο καθαρτήριο πυρ (Purgatorium). Τις πρόσκαιρες αυτές ποινές μπορεί να συντεμνει ή και να τις αίρει κατά βούληση η Εκκλησία. Τις αντιλήψεις της αυτές η Ρωμαϊκή Εκκλησία στηρίζει και στον εξής συλλογισμό αφού της αξιομισθίας του Κυρίου δεν κοινώνησαν όλοι οι άνθρωποι, συνεπές είναι να υπάρχουν αδιάθετα περισσεύματα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την Εκκλησία για την πλήρωση του ταμείου των αξιομισθιών (του Χριστού και των αγίων), στο οποίο στηρίζονται οι περίφημες λυσίποινες αφέσεις (Indulgentiae — συγχωροχάρτια).
Τα διδάγματά της αυτά η Δυτική Εκκλησία στηρίζει κυρίως στο χωρίο της Γραφής Ρωμ. 5,15: «Εί γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι τη του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσεν». Στο χωρίο όμως αυτό γίνεται θεωρητικά σύγκριση της ενοχής του προπατορικού αμαρτήματος με τη χάρη που απέρρευσε από την ιλαστική θυσία του Χριστού. Λέγεται, δηλαδή, αν η αμαρτία του Αδάμ οδήγησε τους πολλούς (όλους) στο θάνατο, πολύ περισσότερο και βεβαιότερο έκανε τη σαπηρία η χάρη του Σταυρού. Η σύγκριση λαμβανει πρακτική σημασία, ευθύς ως το υποτιθεμενο περίσσευμα της δωρεάς του έργου του Χριστού σχηματίσει το ταμείο της περισσεύουσας αξιομισθίας που αποτελεί τη βάση των αφέσεων. Περί αυτού όμως σε προσεχές μας ερώτημα.
Από την άλλη οι Ρωμαιοκαθολικοί για να στηρίξουν τη διάκριση ποινών αιώνιων και πρόσκαιρων παρουσιάζουν και παραδείγματα ανδρών (Μωυσής, Δαβίδ, Ααρών), οι οποίοι αν και συγχωρήθηκαν από το Θεό, όμως επεβλήθηκαν σ’ αυτούς πρόσκαιρες ποινές. Αυτό είναι βέβαια αληθές. Όμως οι επιβληθείσες αυτές ποινές δεν είχαν χαρακτήρα ικανοποιητικό ήταν παιδαγωγίες του Θεού, φάρμακα (medicamenta), τα οποία αποσκοπούσαν στην ηθική των αμαρτωλών βελτίωση. Αυτό φρονεί η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η διάκριση, τέλος, αιώνιων ποινών τις οποίες στο μυστήριο της μετανοίας συγχωρεί ο Θεός, από τις πρόσκαιρες για τις οποίες πρέπει, τιμωρούμενος ο αμαρτωλός, να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη, οδηγεί στο άτοπο συμπέρασμα ότι ο Θεός δεν θέλει ή δεν μπορεί να συγχωρήσει την αμαρτία σε όλη της την έκταση, ιδέα βλάσφημη και υβριστική για το μέγεθος της αγάπης και της χρηστότητας του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 131-133)