Περί της φροντίδος που πρέπει να έχη η ψυχή εις το να ειρηνεύη
Λοιπόν προτίτερα από κάθε άλλο έχε αυτήν την ειρήνην και συστολήν, αδελφέ, εις τας πέντε αισθήσεις σου· ήτοι εις το να μη βλέπης ή να λαλής ή να κινής τας χειρας ή να περιπατής τεταραγμένα, αλλ’ ειρηνικά και εύτακτα. Διότι όταν συνηθίσης να φυλλάττης την ειρήνην ταύτην εις τα έξω κινήματα, εύκολα και χωρίς κόπον θέλεις να οδηγηθή να ειρηνεύης και εις τα έσω, επειδή κατά τους Πατέρας ο έσω άνθρωπος συσχηματίζεται μαζί με τον έξω.
Συνήθιζε να αγαπάς όλους τους ανθρώπους και να είσαι με όλους ειρηνικός, αν είναι δυνατόν, καθώς λέγει ο Παύλος· «ει δυνατόν το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβ' 18). Φύλαττε την συνείδησίν σου να μη σε κατηγορή εις κανένα πράγμα, αλλά να μένη αναπαυμένη εις τον Θεόν, εις τον εαυτόν σου, εις τον πλησίον σου και εις τα έξω πράγματα· και μάλιστα να μη σε κατηγορή πως παράβλεψες καμμίαν εντολήν του Θεού. Διότι η φύλαξις αύτη της συνειδήσεως γεννά την ειρήνην της καρδίας· «ειρήνη, φησί, πολλή τοις αγαπώσι τον νόμον σου και ουκ έστιν αύτοις σκάνδαλον» (Ψαλμ. ριη' 164).
Συνήθιζε να υποφέρης τας ύβρεις χωρίς ταραχήν. Είναι, ναι, αληθές, ότι προτού να αποκτήσης αυτήν την ειρήνην, θέλεις πάσχει πολύ βάσανον, διότι είσαι αγύμναστος· αλλά αφ’ ου την αποκτήσης, θέλει μένει η ψυχή σου πολύ παρηγορημένη εις κάθε εναντιότητα, που της συνέβη. Και από ημέραν εις ημέραν θέλεις μάθει καλλίτερα αυτήν την γύμνασιν εις το να ειρηνεύης το πνεύμα.
Όταν δε συμβή να ιδής καμμίαν φοράν τον εαυτόν σου να θλίβεται και να ενοχλήται εις τρόπον, ώστε να μη ημπορής να ειρηνεύσης, πρόστρεχε ευθύς εις την προσευχήν και καρτέρα εις αυτήν κατά μίμησιν του Κυρίου μας, όστις επροσευχήθη τρεις φορές εις τον κήπον, δια να σου δώση παράδειγμα, ότι εις κάθε σου ενόχλησιν και θλίψιν καταφύγιον να έχης την προσευχήν· και ότι όσον και αν είσαι λυπημένος και μικρόψυχος, δεν πρέπει να αναχωρής από αυτήν, έως ότου εύρης την θέλησίν σου σύμφωνον με την θέλησιν του Θεού· και ακολούθως να την εύρης ευλαβή και ειρηνικήν και ομού όλην θαρραλέαν και τολμηράν, δια να δεχθή και να εναγκαλισθή εκείνο, που εφοβείτο και απέφευγε πρότερον. Διότι και ο Κύριος φοβούμενος πρότερον το πάθος, μετά την προσευχήν όμως έλαβε θάρρος και είπεν: «Εγείρεσθε, άγωμεν· ιδού ήγγικεν ο παραδιδούς με» (Ματθ. κς' 46).
(Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, "Αόρατος πόλεμος", εκδ. Φως ΧΕΕΝ, Αθήνα, 1973)