Του Αββά Πιστού
Διηγήθηκε ο Αββάς Πιστός, λέγοντας: «Πήγαμε εφτά αναχωρητές στον Αββά Σισώη οπού κατοικούσε στο Κλύσμα και τον παρακαλέσαμε να μας πη κάτι ωφέλιμο. Και αποκρίθηκε: «Συχωρήστε με, άνθρωπος ακατάρτιστος είμαι. Αλλά πήγα στον Αββά Ώρ και στον Αββά Αθρέ. Βρισκόταν δε άρρωστος ο Αββάς Ώρ δεκαοχτώ χρόνια. Και τους έβαλα μετάνοια, ζητώντας να μου πουν κάτι ωφέλιμο. Και είπε ο Αββάς Ώρ: Τί να σου πώ; Πήγαινε και ό,τι βλέπεις κάμε. Ο Θεός μ΄ εκείνον είναι όπου επιδίδεται με ζήλο στο να βιάζη τον εαυτό του σε όλα. Και δεν ήταν από την ίδια περιφέρεια ο Αββάς Ώρ και ο Αββάς Αθρέ. Επικρατούσε δε μεγάλη ειρήνη μεταξύ τους, ωσότου βγήκαν από το σώμα. Γιατί ήταν μεγάλη η υπακοή του Αββά Αθρέ και πολλή η ταπεινοφροσύνη του Αββά Όρ. Πέρασα λοιπόν λίγες μέρες μαζί τους, εξετάζοντας τον βίο τους. Και είδα ένα πολύ θαυμαστό γεγονός, όπου ωφειλόταν στον Αββά Αθρέ. Τους έφερε κάποιος ένα μικρό ψάρι και θέλησε ο Αββάς Αθρέ να το ετοιμάση για τον γέροντα. Και είχε το μαχαίρι, κόβοντας το ψάρι. Και τον φώναξε ο Αββάς Ώρ, λέγοντας: Αθρέ, Αθρέ. Και άφησε το μαχαίρι μέσα στο ψάρι και δεν συνέχισε το κόψιμο. Και θαύμασα τη μεγάλη υπακοή του, γιατί δεν είπε: Περίμενε ώσπου να κόψω το ψάρι. Είπα δε στον Αββά Αθρέ: Πού τη βρήκες αυτή την υπακοή; Και μου είπε: Δεν είναι δική μου, αλλά του γέροντος είναι. Και με πήρε, λέγοντας: Έλα να δής την υπακοή του. Και έψησε το ψάρι και το κακόφτιαξε επίτηδες και το παρέδωσε στον γέροντα. Και εκείνος έφαγε χωρίς να πη τίποτε. Και του λέγει: Καλό είναι, γέροντα; Και αποκρίθηκε: Είναι πολύ καλό. Ύστερα, του έφερε λίγο, πολύ καλό. Και του είπε: Το κακομαγείρεψα αυτό, γέροντα. Και αποκρίθηκε, λέγοντας: Ναι, το κακομαγείρεψες λιγάκι. Και μου είπε ο Αββάς Αθρέ: Είδες ότι η υπακοή του γέροντος είναι; Και έφυγα απ΄ αυτούς. Και ό,τι είδα, προσπάθησα όσο μπορούσα να το τηρώ. Αυτά είπε στους αδελφούς ο Αββάς Σισώης. Ένας δε από μας τον παρακάλεσε, λέγοντας: Κάμε μας τη χάρη, πες μας και κάτι δικό σου. Και είπε: Αυτός οπού δεν λογαριάζει τον εαυτό του με γνώση, εκπληρώνει όλη τη Γραφή. Πάλι άλλος από μας του λέγει: Τί είναι ξενιτεία, πάτερ; Και είπε: Να σιωπάς και να λές ότι δεν έχεις κανένα δικαίωμα όπου και αν πάς. Αυτή είναι η ξενιτεία».
Του Α β β ά Πίωρ
α’. Ο μακάριος Πίωρ εργάστηκε στον θερισμό κοντά σε κάποιον και του θύμιζε να του δώση τον μισθό του. Εκείνος όμως το άνέβαλε και έτσι ο γέρων επανήλθε στη Μονή. Πάλι ήλθε ο καιρός, θέρισε στο χωράφι του ανθρώπου εκείνου, δουλεύοντας με προθυμία, αλλά χωρίς να πληρωθή και αυτή τη φορά, γύρισε στη Μονή του. Την τρίτη επίσης χρονιά, κάνοντας την ίδια εργασία ο γέρων, έφυγε χωρίς τίποτε να πάρη. Έρριξε τότε ο Κύριος σε δοκιμασία το σπίτι του ανθρώπου εκείνου. Και γύριζε στα Μοναστήρια, αναζητώντας τον άγιο για να του δώση την αμοιβή του. Και μόλις τον βρήκε, έπεσε στα πόδια του και αποδίδοντάς του το ποσό, έλεγε: «Εμένα ο Κύριος με πλήρωσε». Και ο γέρων του σύστησε να το παραδώση στην εκκλησία, στον πρεσβύτερο.
β’. Ο Αββάς Πίωρ, περπατώντας, έτρωγε. Τον ρώτησε λοιπόν κάποιος: «Γιατί έτσι τρώς;». Και είπε: «Δεν θέλω να χρησιμοποιώ τη διατροφή σαν έργο, αλλά σαν πάρεργο». Και σε άλλον όπου ρώτησε για το ίδιο, αποκρίθηκε: «Για να μη αισθάνεται η ψυχή μου σωματική ευχαρίστηση καθώς τρώγω».
γ’. Έγινε κάποτε σύσκεψη σε Σκήτη για αδελφό οπού έπεσε σε σφάλμα. Και μιλούσαν οι πατέρες. Ο δε Αββάς Πίωρ σιωπούσε. Ύστερα δε, σηκώθηκε, βγήκε και παίρνοντας ένα σακκί, το γέμισε με άμμο και το φορτώθηκε στον ώμο. Και βάζοντας σε ζεμπιλάκι λίγη άμμο, το φορτώθηκε από εμπρός. Τον ρώτησαν λοιπόν οι πατέρες τί σήμαινε αυτό και λέγει: «Αυτό το σακκί με την πολλή άμμο είναι τα δικά μου φταιξίματα, όπου είναι πολλά. Και τα άφησα από πίσω μου, για να μη κουραστώ απ΄ αυτά και κλάψω. Και να, αυτά τα λίγα του αδελφού μου είναι μπροστά μου και αυτά σκέπτομαι διαρκώς, κρίνοντάς τον. Αλλά δεν πρέπει έτσι να κάνη τινάς. Έπρεπε τα δικά μου να φέρω από εμπρός και γι΄ αυτά να γνοιασθώ και να παρακαλώ τον Θεό να μου τα συγχώρηση». Και σηκώθηκαν οι πατέρες και είπαν: Αληθινά, αυτή είναι η οδός της σωτηρίας».
Του Αββά Πιτυρίωνος
Έλεγε ο Αββάς Πιτυρίων, ο μαθητής του Αββά Αντωνίου, ότι όποιος θέλει να διώχνη δαίμονες, πριν θα υποδούλωση τα πάθη. Γιατί, όποιο πάθος νικήση τινάς, αυτού του πάθους και τον δαίμονα διώχνει. Ακολουθεί, λέγει, δαίμων την οργή. Αν την οργή καταβάλης, διώχτηκε και ο δαίμων της. Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε πάθος.
Του Αββά Πιστάμωνος
Ρώτησε ένας αδελφός τον Αββά Πιστάμωνα: «Τί να κάμω, όπου θλίβομαι πουλώντας το εργόχειρό μου;». Αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: «Και ο Αββάς Σισώης και οι λοιποί πουλούσαν το εργόχειρό τους. Αυτό δεν είναι κακό. Αλλά, όταν πουλάς, πες μια φορά την τιμή του αντικειμένου. Πάλι, αν θέλης να την κατεβάσης κάπως, δικαίωμά σου είναι. Έτσι θα βρής ανάπαυση». Πάλι του λέγει ο αδελφός: «Αν έχω από κάπου αλλού ό,τι μου χρειάζεται, εγκρίνεις να ασχολούμαι με εργόχειρο;». Αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: «Οσοδήποτε και αν έχης, μη παρατήσης το εργόχειρο». Όσο μπορείς κάμε, μόνο χωρίς ταραχή».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)