Του Αββά Πέτρου του Πιονίτη
α’. Έλεγαν για τον Αββά Πέτρο τον Πιονίτη, στα Κελλιά, ότι κρασί δεν έπινε. Όταν λοιπόν γήρασε, ετοιμάζουν οι αδελφοί λίγο κρασί ανακατεμένο με νερό και τον παρακαλούσαν να το δεχθή. Και έλεγε: «Πιστέψτε με, σαν ακριβό αρωματικό κρασί το έχω». Και έκρινε τον εαυτό του, πίνοντας από εκείνο το νερωμένο κρασί.
β’ . Ένας αδελφός είπε στον Αββά Πέτρο του Αββά Λώτ: «Όταν είμαι στο κελλί μου, η ψυχή μου ειρηνεύει. Αν όμως έλθη κάποιος αδελφός και μου πη τα έξω λόγια, η ψυχή μου πέφτει σε ταραχή». Λέγει ο Αββάς Πέτρος: «Έλεγε ο Αββάς Λώτ: Το κλειδί σου ανοίγει τη θύρα μου». Λέγει ο αδελφός στον γέροντα: «Τί σημαίνει αυτή η φράση;». Αποκρίνεται ο γέρων: Αν τινάς σε επισκεφθή, τον ρωτάς: Πώς είσαι; Από που έρχεσαι; Πώς περνούν οι αδελφοί; Σε δέχθηκαν ή όχι; Και τότε ανοίγεις τη θύρα και ακούς αυτά οπού δεν θέλεις». Του λέγει: «Έτσι είναι. Τί πρέπει λοιπόν να κάμη τινάς αν τον επισκεφθή ένας αδελφός;». Λέγει ο γέρων: «Όλο το πένθος διδαχή είναι. Και οπού δεν είναι πένθος, δεν μπορεί τινάς να φυλαχθή». Λέγει ο αδελφός: «Όταν είμαι στο κελλί, μαζί μου είναι το πένθος. Αν όμως με επισκεφθή τινάς ή βγω από το κελλί, δεν το βρίσκω». Λέγει ο γέρων: «Δεν σου έχει υποταχθή ακόμη, αλλά απλώς το χρησιμοποιείς. Γιατί είναι γραμμένο στον νόμο: Όταν κτήση παίδα Εβραίον, εξ έτη δουλεύσει σοι˙ τω δε εβδόμω έτει εξαποστείλεις αυτόν ελεύθερον˙ εάν δε δώς αυτώ γυναίκα και γεννήση παιδία εν τη οικία σου και μη θελήση αποδιδράσκειν δια την γυναίκα και τα παιδία, προσάξεις αυτόν προς την θύραν του οίκου και τρυπήσεις αυτού το ωτίον τω οπητίω και έσται σοι δούλος εις τον αιώνα». Λέγει ο αδελφός: «Τί σημαίνει αυτό το ρητό;». Αποκρίνεται ο γέρων: Αν κουρασθή τινάς κατά δύναμη σε κάτι, όποια ώρα το ζητήση έχοντας την ανάγκη του, θα το βρή». Του λέγει: «Κάμε μου τη χάρη, εξήγησέ μου το αυτό». Λέγει ο γέρων: «Ούτε νόθος γυιός παραμένει δουλεύοντας σε κάποιον, αλλά ο γυιός οπού γεννιέται δεν αφήνει τον πατέρα του».
γ’ . Έλεγαν για τον Αββά Πέτρο και τον Αββά Επίμαχο, ότι συνασκήτευσαν στη Ραϊθώ. Ενώ δε έτρωγαν στη σύναξη, τους βίασαν να έλθουν στο τραπέζι των γερόντων. Και με πολλή δυσκολία πήγε ο Αββάς Πέτρος μόνος. Και σαν σηκώθηκαν, του λέγει ο Αββάς Επίμαχος: «Πώς τόλμησες να πας στο τραπέζι των γερόντων;». Και εκείνος αποκρίθηκε: Αν καθόμουν μαζί σας, σαν γέροντα οι αδελφοί θα με προέτρεπαν να ευλογώ πρώτος και σαν μεγαλύτερός σας θα ήμουν. Τώρα λοιπόν οπού πήγα κοντά στους πατέρες, μικρότερος όλων ήμουν και ταπεινότερος στον λογισμό».
δ’ . Είπε ο Αββάς Πέτρος, ότι δεν πρέπει να το παίρνουμε επάνω μας όταν ο Κύριος κάμη κάτι χρησιμοποιώντας μας σαν όργανά του, αλλά μάλλον να ευχαριστούμε οπού καταξιωθήκαμε να μας προσκαλέση. Και αυτό για κάθε αρετή έλεγε ότι συμφέρει να το συλλογίζεται τινάς.
Του Αββά Παφνουτίου
α’ . Έλεγαν για τον Αββά Παφνούτιο, ότι δεν έπινε εύκολα κρασί. Οδεύοντας δε κάποτε, συνάντησε συμμορία ληστών και τους βρήκε την ώρα οπού έπιναν κρασί. Τον γνώριζε δε ο αρχιληστής και ήξερε ότι δεν πίνει κρασί. Και βλέποντάς τον κατακουρασμένο, γέμισε ποτήρι με κρασί, πήρε το σπαθί στο χέρι και λέγει στον γέροντα: Αν δεν πιής, σε σκοτώνω». Καταλαβαίνοντας τότε ο γέρων ότι εντολή Θεού θα έκανε, αποσκοπώντας να τον κερδίση, πήρε και ήπιε. Ο δε αρχιληστής, μεταμελημένος, είπε: «Συγχώρησέ με, Αββά, οπού σε στενοχώρησα». Και λέγει ο γέρων: «Έχω εμπιστοσύνη στον Θεό, ότι, χάρη στο ποτήρι αυτό, θα σε ελεήση και σ’ αυτόν και στον άλλο κόσμο». Λέγει ο αρχιληστής: «Με τη χάρη του Θεού, είμαι βέβαιος ότι από τώρα δεν θα κάμω κακό σε κανέναν». Και κέρδισε ο γέρων όλη τη συμμορία, αφήνοντας το δικό του θέλημα για χάρη του Κυρίου.
β’ . Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι έλεγε ο Αββάς Παφνούτιος: «Όλες τις μέρες της ζωής των γερόντων, δυο φορές τον μήνα πήγαινα σ’ αυτούς, διανύοντας δώδεκα μιλιά, και κάθε λογισμό μου τους φανέρωνα και τίποτε άλλο δεν μου έλεγαν παρά το εξής: Όπου και αν πας, μη έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου και θα ειρηνεύης».
γ’ . Ήταν ένας αδελφός σε Σκήτη με τον Αββά Παφνούτιο και τον πολεμούσε η σαρκική αμαρτία. Και έλεγε: «Αν πάρω δέκα γυναίκες, δεν ικανοποιώ την επιθυμία μου». Ο δε γέρων τον στήριζε, λέγοντας: «Μη μιλάς έτσι, τέκνο μου. Πόλεμος είναι των δαιμόνων». Αλλά δεν πείστηκε. Πήγε λοιπόν στην Αίγυπτο και πήρε γυναίκα. Μετά από καιρό, συνέβη ο γέρων να ανεβή στην Αίγυπτο και να τον συναντήση φορτωμένον με ζεμπίλια οστράκων. Και ο γέρων δεν τον ανεγνώρισε. Αλλά εκείνος του λέγει: «Εγώ είμαι, ο δείνα μαθητής σου». Και βλέποντάς τον ο γέρων σ’ εκείνο το κατάντημα, έκλαψε και είπε: «Πώς άφησες εκείνη την τιμή και έφθασες σ’ αυτό το κατάντημα; Πλην, πήρες τις δέκα γυναίκες;». Και στενάζοντας, είπε: «Μόνο μια πήρα και βασανίζομαι για να τη χορτάσω ψωμί». Και του λέγει ο γέρων: «Έλα πάλι μαζί μας». Και είπε: «Υπάρχει μετάνοια, Αββά;». Και εκείνος είπε: «Υπάρχει». Τα εγκατέλειψε τότε όλα και τον ακολούθησε. Και μπαίνοντας σε Σκήτη, αποδείχθηκε στην πράξη άξιος μοναχός.
δ’ . Σ’ έναν αδελφό οπού έμενε στην έρημο της Θηβαΐδος, ήλθε λογισμός και του έλεγε: «Τι κάθεσαι άκαρπος; Σήκω, πήγαινε σε Κοινόβιο και εκεί κάνεις καρπό». Σηκώθηκε λοιπόν, πήγε στον Αββά Παφνούτιο και του φανέρωσε τον λογισμό. Και του λέγει ο γέρων: «Πήγαινε, μείνε στο κελλί σου και κάνε μια προσευχή το πρωΐ και μια το βράδι και μια τη νύχτα. Και όταν πεινάς, φάγε. Και όταν διψάς, πίνε. Και όταν νυστάζης, κοιμήσου. Και μένε στην έρημο. Και μη πεισθής σ’ αυτόν». Πήγε δε και στον Αββά Ιωάννη και του ανέφερε τα λόγια του Αββά Παφνουτίου. Και λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Μη κάμης καθόλου προσευχή, μόνο να κάθεσαι στο κελλί σου». Σηκώνεται κατόπιν, πηγαίνει στον Αββά Αρσένιο και του τα ανακοινώνει όλα. Και του λέγει ο γέρων: «Κάμε ό,τι σου είπαν οι πατέρες. Εγώ δεν έχω να σου πω τίποτε περισσότερο». Και πληροφορημένος, έφυγε.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)