101. Τι σημαίνει η ενότητα της Εκκλησίας;
Ότι ο Χριστός μία Εκκλησία ίδρυσε και όχι πολλές παράλληλα φερόμενες. Η ενότητα είναι σύμφυτη στην έννοια της Εκκλησίας σαν κοινωνίας και σώματος συνεκτικού. Η συνύπαρξη ενότητας και πολλότητας σε ένα και το αυτό σώμα είναι έννοια συγκρουόμενη και αντιφατική. Την μία Εκκλησία προεικόνισε η Π. Διαθήκη σαν μια βασιλεία που πρέπει να περιλάβει στους κόλπους της όλα τα έθνη της γης και σαν όρος Κυρίου στο οποίο θα συναχθούν όλοι οι λαοί. Στην Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος για μία Εκκλησία, η οποία παρουσιάζεται σαν μία ποίμνη, σαν οίκος Θεού η Χριστού, σαν μία νύμφη και ένα σώμα Χριστού.
Τα ουσιώδη στοιχεία τα απεργαζόμενα την Εκκλησία σαν ένα σώμα συνεκτικό και συμπαγές είναι τρία: η ενότητα στην πίστη, στη λατρεία και στη διοίκηση.
α. Η ενότητα στην πίστη, η οποία αποτελεί το σύνδεσμο τον συνάπτοντα τους πιστούς μεταξύ τους και με τον Κύριο, επικεντρώνεται στην ομολογία της ίδιας δογματικής διδασκαλίας, και στο οποίο τοποθετεί μεγάλο βάρος ο απόστολος Παύλος παραινώντας τους πιστούς να φυλάσσουν την παρακαταθήκη της πίστεως, καταπολεμώντας συγχρόνως τους ψευδοπροφήτες και τους ψευδοδιδασκάλους.
β. Η λατρεία (φυσικά η δογματική), ως δοξολογική ανύμνηση του ονόματος του τριαδικού Θεού, εκφράζουσα ομοίως την πίστη του σώματος του Χριστού και ενιαίως τηρούμενη σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο, είναι επίσης αξιόλογο συστατικό στοιχείο της ενότητας της Εκκλησίας. Τα ποικίλλοντα λειτουργικά έθιμα και οι παραδόσεις που παρατηρούνται στη λατρεία των κατά τόπους ορθόδοξων Εκκλησιών, φυσικά δεν καταργούν τη βασική ενότητα λατρείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
γ. Τέλος, η εν τη διοικήσει ενότητα της Εκκλησίας εκφράζεται δια της υποταγής των χριστιανών σε μίαν αρχή και αυθεντία, την ιεραρχία. Την ανάγκη αυτή απαιτεί η παράσταση της Εκκλησίας ως βασιλείας και ενιαίου σώματος και κοινωνίας, η οποία προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κύρος και αυθεντία, όπως άλλωστε αυτό συμβαίνει και σε όλα τα αλλά κοινωνικά σώματα και οργανισμούς του κόσμου τούτου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 143- 144)