Ο όσιος Γεράσιμος και το λιοντάρι
Ο όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης συνήντησε κάποτε σε μία όχθη του ποταμού Ιορδάνου ένα λιοντάρι. Εκείνο, μόλις τον αντίκρυσε, άρχισε να βρυχιέται και να ωρύεται. Ένα αιχμηρό καλάμι είχε μπη στο πόδι του και του προξενούσε αφόρητους πόνους. Ο άγιος κατάλαβε τι του συνέβαινε και συμπάθησε το θηρίο. Πλησίασε, είδε ότι το πόδι του άρχισε να πρήζεται και με πολλή προσοχή και επιμέλεια έβγαλε το κοφτερό καλάμι. Το λιοντάρι τότε μετέβαλε την φυσική του αγριότητα και, παρά τον πόνο που δεν σταμάτησε τελείως, ακολούθησε σαν πρόβατο τον όσιο! Το εκπληκτικό γεγονός είχε και εκπληκτικώτερη συνέχεια.
Η λαύρα του οσίου Γερασίμου είναι κοντά στον Ιορδάνη. Γι’ αυτό και οι λαυριώτες έπαιρναν νερό από κει. Χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά ένα γαϊδουράκι. Όταν είδαν ότι το λιοντάρι ακολουθούσε ήρεμα τον όσιο, του ανέθεσαν να φυλάη και να προστατεύη το γαϊδουράκι, που τους έφερνε μέσα στην ερημιά το νερό. Έτσι επί πολύ καιρό το λιοντάρι πηγαινοερχόταν στο ποτάμι σαν ένας πιστός σκύλος. Κάποτε όμως αποκοιμήθηκε και ήρθαν άραβες έμποροι με καμήλες και έκλεψαν το γαϊδουράκι, που είχε απομακρυνθή πολύ βόσκοντας. Όταν ξύπνησε, το ανεζήτησε, αλλά δεν το βρήκε. Γύρισε σκυθρωπό στην λαύρα με κατεβασμένο το κεφάλι. Ο όσιος Γεράσιμος, βλέποντάς το μόνο, υπωπτεύθηκε ότι κατεσπάραξε το γαϊδουράκι. Του είπε λοιπόν:
-Τι συμβαίνει και ήρθες μόνο σου; Φαίνεται ότι κυριάρχησε η φύσις πάνω στην θέλησί σου να ημερέψης και να υπηρετής την μονή μας. Φαίνεται ότι θυμήθηκες την αγριότητα σου, την αλαζονεία σου και την υπεροχή σου στα άλλα ζώα. Γι’ αυτό, εάν θέλης να μείνης μαζί μας, θα ταπεινωθής! Θα μας φέρνης εσύ το νερό.
Έτσι το λιοντάρι άρχισε να κουβαλάη το νερό των πατέρων. Κάθε τόσο το φόρτωναν με τα κατάλληλα αγγεία, τα έδεναν καλά πάνω του και το έστελναν στο ποτάμι. Εκεί του τα γέμιζαν και το έστελναν πίσω. Το λιοντάρι, αφού έκανε το έργο του πιστού σκύλου, έκανε τώρα και το έργο του νεροκουβαλητού. Έπειτα από αρκετό καιρό, οι άραβες έμποροι που έκλεψαν το γαϊδουράκι, ξαναπέρασαν από την περιοχή της λαύρας του οσίου Γερασίμου, έχοντάς το μαζί με τις καμήλες τους. Το λιοντάρι το είδε, το ανεγνώρισε και πήδηξε από την χαρά του. Μ’ ένα τρομακτικό βρυχηθμό ώρμησε εναντίον του καραβανιού και το σκόρπισε αστραπιαία. Άρπαξε μετά το σχοινί που ήταν δεμένο το γαϊδουράκι και το ωδήγησε στην λαύρα. Φαινόταν σαν ένας στρατιώτης γενναίος που γύριζε από ένα θρίαμβο, γεμάτος τρόπαια της νίκης.
Οι πατέρες χάρηκαν και ο όσιος απήλλαξε το λιοντάρι από το διακόνημα του νεροκουβαλητού. Του ανέθεσε πάλι το διακόνημα του φύλακος. Πέρασαν από τότε τρία χρόνια και ο όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης εκοιμήθη. Το λιοντάρι δεν τον έβλεπε πλέον. Άρχισε τότε ν’ ανησυχή, να τριγυρίζη νευρικά και να βρυχιέται. Οι λαυριώτες αδελφοί προσπαθούσαν να το ηρεμήσουν. Το χάϊδευαν στην χαίτη και στην ράχη και το παρώτρυναν να φάη. Εκείνο όμως, όσο δεν έβλεπε τον ευεργέτη του, τόσο σκυθρώπαζε και δεν έτρωγε τίποτε. Οι μέρες περνούσαν και η κατάστασις χειροτέρευε. Μέχρις ότου ο αββάς Σαββάτιος ωδήγησε το λιοντάρι στον τάφο του οσίου και του είπε:
-Ο γέροντας μας εκοιμήθη και μας άφησε όλους ορφανούς. Μην τον ζητάς πλέον. Να, εδώ τον θάψαμε. Εδώ είναι ο τάφος του.
Λέγοντας αυτά ο αββάς έβαλε μετάνοια στον τάφο του οσίου. Ακούοντας αυτά το λιοντάρι έγειρε το κεφάλι στη γη και έπεσε νεκρό.
(Συναξαριστής Γ΄)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ. 253-255)