Του Αββά Παύλου
Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για έναν Αββά Παύλο, ότι ήταν από τα κάτω μέρη της Αιγύπτου, κατοικούσε δε στη Θηβαΐδα. Ότι αυτός κρατούσε στα χέρια του τα κερασφόρα ερπετά και τους σκορπιούς και τα φίδια και τα έσχιζε καταμεσίς. Και του έβαλαν οι αδελφοί μετάνοια, λέγοντας: «Πες μας, τί έργο έκαμες και έλαβες αυτό το χάρισμα;». Και τους αποκρίθηκε: «Συγχωρήστε με, πατέρες. Αν τινάς αποχτήση καθαρή ψυχή, όλα υποτάσσονται σ’ αυτόν, όπως στον Αδάμ, όταν ήταν στον παράδεισο, πριν παραβή την εντολή».
Του Αββά Παύλου του σαρωτή
α’ . Ο Αββάς Παύλος οπού είχε το διακόνημα να σαρώνη τη Μονή, καθόταν μαζί με τον αδελφό του Τιμόθεο στη Σκήτη. Και τους συνέβαινε συχνά να μαλώνουν. Λέγει ο Αββάς Παύλος: «Έως πότε θα μένουμε σ’ αυτή την κατάσταση;». Του λέγει ο Αββάς Τιμόθεος:
«Κάμε μου τη χάρη. Όταν έρχωμαι εναντίον σου, υπόμεινέ με. Και όταν συ έρχεσαι εναντίον μου, θα σε υπομένω εγώ». Και έτσι κάνοντας, πέρασαν ειρηνικά τις υπόλοιπες μέρες τους.
β’ . Ο ίδιος Αββάς Παύλος και ο Τιμόθεος είχαν διακόνημα στη Σκήτη να σαρώνουν και τους ενωχλούσαν οι αδελφοί. Και λέγει ο Τιμόθεος στον αδελφό του: «Τί το θέλουμε αυτό το διακόνημα; Όλη τη μέρα δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε». Του αποκρίνεται ο Αββάς Παύλος και του λέγει: «Μας αρκεί η ησυχία της νύχτας, αν νήφη η διάνοιά μας».
Του Αββά Παύλου του μεγάλου
α’ . Είπε ο Αββάς Παύλος ο μεγάλος, ο Γαλάτης: «Μοναχός οπού έχει λίγες ανάγκες στο κελλί του και βγαίνει για να φροντίση, τον ξεγελούν οι δαίμονες. Και γω ο ίδιος το έπαθα αυτό».
β’ . Είπε ο Αββάς Παύλος: «Σε βόρβορο καταποντίζομαι έως τον λαιμό και κλαίω ενώπιον του Θεού, λέγοντας: Ελέησέ με .».
γ’ . Έλεγαν για τον Αββά Παύλο, ότι πέρασε την Τεσσαρακοστή με λιγοστές φακές και ένα λαγήνι νερό. Και, επίσης, με ένα μικρό ζεμπίλι, οπού το έπλεκε και το ξέπλεκε, κλεισμένος έως την εορτή.
Του Αββά Παύλου του απλού
O μακάριος Αββάς Παύλος ο απλός, ο μαθητής του αγίου Αντωνίου, διηγήθηκε στους πατέρες τα παρά κάτω. Ότι πήγε κάποτε σ’ ένα Μοναστήρι για να προσκύνηση και να αποκομίση ωφέλεια για τους αδελφούς. Και αφού συνωμίλησαν γύρω από τα συνηθισμένα, εισήλθαν στην αγία του Θεού εκκλησία, για να κάμουν την ταχτική λατρεία. Ο δε μακάριος Παύλος, —λέγει,— πρόσεχε τον καθένα οπού έμπαινε στην εκκλησία, για να δη με τί άρα ψυχή έμπαιναν στη σύναξη. Γιατί του ήταν δοσμένο και αυτό το χάρισμα από τον Κύριο, να βλέπη τον καθένα όπως ήταν στην ψυχή, καθώς εμείς βλέπουμε ο ένας του άλλου το πρόσωπο. Έμπαιναν λοιπόν όλοι με λαμπρή την όψη και αστραφτερό το πρόσωπο και ο καθένας είχε τον Άγγελό του χαρωπό κοντά του. Αλλά, — λέγει, — βλέπει και έναν μαύρο και ζοφερό σε όλο το σώμα και γύρω του συνωστισμένοι να τον τραβούν από παντού δαίμονες και να του βάζουν καπίστρι, ενώ ο άγιος Άγγελός του ακολουθούσε από μακριά, σκυθρωπός και όλο κατήφεια. Ο δε Παύλος, δακρύζοντας και χτυπώντας με το χέρι το στήθος του, καθόταν μπροστά από την εκκλησία, κλαίοντας πικρά αυτόν οπού είδε σε τέτοιο κατάντημα. Οι άλλοι τότε μοναχοί, βλέποντας το παράδοξο φέρσιμο του Αββά Παύλου, το πώς άλλαξε απότομα και έπεσε σε δάκρια και πένθος, τον ρωτούσαν και τον παρακαλούσαν να τους πη γιατί έκλαιε, θαρώντας ότι το έκανε έχοντας κάτι εναντίον όλων τους. Και του ζητούσαν να εισέλθη μαζί τους στην εκκλησία. Αλλά ο Παύλος, αποτινάζοντάς τους, καθόταν έξω, θρηνώντας με όλη του την ψυχή εκείνον οπού είχε δη έτσι. Ύστερα δε από λίγο, αφού η ακολουθία τελείωσε και όλοι έβγαιναν, πάλι κοίταζε ο Παύλος τον καθένα, θέλοντας να μάθη πώς βγαίνουν. Και βλέπει εκείνον τον άνθρωπο, οπού πριν είχε όλο το σώμα του μαύρο και ζοφερό, να βγαίνη από την εκκλησία με λαμπρό πρόσωπο, με λευκό το σώμα και οι δαίμονες να τον ακολουθούν από πολύ μακριά, ενώ ο άγιος Άγγελος, σιμά του, τον συνώδευε, Ιλαρός και πρόθυμος και χαίροντας γι’ αυτόν πολύ. Τότε ο Παύλος ανεπήδησε με χαρά και φώναζε, ευλογώντας τον Θεό και λέγοντας: «Ω ανείπωτη φιλανθρωπία και αγαθότης του Θεού !». Και ύστερα έτρεξε, ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σκαλοπάτι και έλεγε με δυνατή φωνή: Ελάτε να δήτε τα έργα του Θεού, τί φοβερά και άξια κάθε καταπλήξεως είναι. Ελάτε να δήτε Αυτόν οπού θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν αυτώ και ας πούμε: Συ μόνος μπορεί να αφαιρής αμαρτίες». Συνέρρεαν δε όλοι με προθυμία, θέλοντας να ακούσουν τα λεγάμενα. Και αφού συνάχθηκαν όλοι, ιστορούσε ο Παύλος τί είχε δη πριν εισέλθουν στην εκκλησία και τί ακολούθησε με την έξοδό τους. Και ζήτησε επίμονα από εκείνον τον άνθρωπο να πη πως ο Θεός του χάρισε τέτοια ξαφνική μεταβολή. Και αυτός, έχοντας ελεγχθή από τον Παύλο, μπροστά σε όλους, χωρίς να ντρέπεται, ιστορούσε τα σχετικά με τον εαυτό του, λέγοντας: «Εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και πολύν καιρό τώρα ζούσα με σαρκικές αμαρτίες. Μπαίνοντας δε σήμερα στην αγία του Θεού εκκλησία, άκουσα τον προφήτη Ησαΐα, οπού μια περικοπή του αναγνώσθηκε, ή μάλλον τον ίδιο τον Θεό να μιλά με το στόμα εκείνου: Λούσασθε, καθαροί γένεσθε, αφέλετε τας πονηρίας υμών από των καρδιών υμών, απέναντι των οφθαλμών μου, μάθετε καλόν ποιείν˙ και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ˙ και εάν θέλητε και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε. Και εγώ τότε — λέγει —, ο σαρκολάτρης, από τον λόγο του προφήτη κατανύχθηκα στην ψυχή και στέναξα μέσα μου και είπα στον Θεό: Συ είσαι ο Θεός, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι. Αυτά οπού τώρα με τον προφήτη υποσχέθηκες, εκπλήρωσέ τα και σ’ εμένα τον αμαρτωλό και ανάξιο. Γιατί, να, από τώρα σου δίνω τον λόγο μου, έρχομαι δε μαζί σου και από την καρδιά μου σου εξομολογούμαι, ότι πλέον δεν θα πράξω τίποτε το κακό. Αλλά αποτάσσομαι κάθε παρανομία και θα σε υπηρετώ από εδώ και πέρα με καθαρή συνείδηση. Σήμερα, Κύριε, και από την ώρα αυτή, δέξου με μετανοημένο, πεσμένον στα πόδια σου, με την απόφαση να απέχω πλέον από κάθε αμαρτία. Γιατί, με αυτή την απόφαση — λέγει — βγήκα από την εκκλησία, έχοντας οριστικά στρέψει την ψυχή μου, ώστε τίποτε το φαύλο πλέον να μη πράξω απέναντι του Θεού». Και, ακούοντάς τον, φώναξαν όλοι μαζί στον Θεό: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας !». Γνωρίζοντας λοιπόν, ω χριστιανοί, από τις θείες Γραφές και τις άγιες αποκαλύψεις, πόση αγαθότητα έχει ο Θεός σ’ αυτούς οπού γνήσια του καταφεύγουν και με τη μετάνοια διορθώνουν τον προηγούμενο ένοχο βίο τους και ότι αποδίδει πάλι τα αγαθά οπού υποσχέθηκε, μη τιμωρώντας τις προηγούμενες αμαρτίες, ας μην απελπισθούμε για τη σωτηρία μας. Γιατί, όπως με τον προφήτη Ησαΐα υποσχέθηκε, ότι τους βορβορωμένους στις αμαρτίες θα ξεπλύνη και σαν μαλλί και σαν χιόνι θα τους λευκάνη και θα τους αξιώση να απολαύσουν τα αγαθά της άνω Ιερουσαλήμ, έτσι πάλι με τον άγιο προφήτη Ιεζεκιήλ βεβαιώνει αναντίρρητα, ότι δεν θα μας αφήση να χαθούμε. Ζω γαρ, λέγει Κύριος, ότι ου βούλομαι τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν.
Του Αββά Πέτρου του Διού
Ο Πέτρος, ο πρεσβύτερος της Μονής του Δίου, όταν συνέβαινε να προσεύχεται με άλλους, επειδή, λόγω του ιερατικού του αξιώματος, τον ανάγκαζαν να στέκεται μπροστά, από ταπεινοφροσύνη πήγαινε πίσω να σταθή, εξομολογούμενος, όπως στον βίο του Αββά Αντωνίου είναι γραμμένο. Αυτό το έκανε, μη λυπώντας κανέναν.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)