Του Αββά του Ρωμαίου
α’ . Ήλθε κάποτε ένας μοναχός Ρωμαίος, οπού είχε ανεδειχθή μεγάλος στο παλάτι, και εγκαταστάθηκε σε Σκήτη, πλησιέστερα στην εκκλησία. Είχε δε και ένα δούλο, να τον υπηρετή. Βλέποντας λοιπόν ο πρεσβύτερος την αδυναμία του και μαθαίνοντας από τί καλοπέραση ήταν, ό,τι ο Θεός οικονομούσε και ερχόταν στην εκκλησία, του το έστελνε. Και αφού έκαμε εικοσιπέντε χρόνια σε Σκήτη, έγινε διορατικός και ονομαστός. Ακούοντας δε ένας από τους μεγάλους Αιγυπτίους γι’ αυτόν, ήλθε να τον δη, περιμένοντας να βρή σ’ αυτόν κάποια περισσότερη σωματική άσκηση. Μπαίνοντας, τον ασπάσθηκε και αφού προσευχήθηκαν, κάθισαν. Τον βλέπει λοιπόν ο Αιγύπτιος να έχη ιμάτια μαλακά και χράμι και προβιά από κάτω του και μικρό μαξιλάρι. Αλλά και τα πόδια του ήταν καθαρά και με σαντάλια. Όταν τα είδε αυτά, σκανδαλίσθηκε, γιατί στο μέρος εκείνο δεν ήταν έτσι ο τρόπος ζωής, αλλά μάλλον σκληραγωγημένος. Και διορατικός όντας ο γέρων, κατάλαβε ότι σκανδαλίσθηκε. Λέγει λοιπόν στον υπηρέτη του: «Κάμε μας εορτή για χάρη του Αββά σήμερα». Βρήκε λοιπόν εκείνος λίγα χορταρικά και τα έβρασε. Και σαν ήλθε η ώρα, σηκώθηκαν και έφαγαν. Είχε δε και λίγο κρασί, εξ αιτίας της αδυναμίας του, ο γέρων. Και ήπιαν. Όταν δε έπεσε το βράδι, είπαν τους δώδεκα ψαλμούς και κοιμήθηκαν. Το ίδιο έκαμαν και τη νύχτα. Το δε πρωΐ, σαν σηκώθηκε ο Αιγύπτιος, του λέγει: «Την ευχή σου». Και έφυγε, χωρίς να ωφεληθή. Και σαν προχώρησε λίγο, θέλοντας ο γέρων να τον ωφελήση, έστειλε και τον κάλεσε. Και φτάνοντας εκείνος, μετά χαράς πάλι τον υποδέχθηκε. Και τον ρώτησε, λέγοντας: «Από ποιά χώρα είσαι;». Και λέγει: «Αιγύπτιος». Και από ποιά πόλη;». Εκείνος δε αποκρίθηκε: «Εγώ διόλου δεν είμαι αστός». Και τον ρωτά: «Ποιά ήταν η δουλειά σου στο χωριό σου;». Και λέγει: «Έκανα τον αγροφύλακα». Και του λέγει: «Που κοιμόσουν;». Και αποκρίθηκε: «Στους αγρούς». «Είχες — λέγει — στρώμα να πλαγιάσης;». Και λέγει: «Ναι, σε αγρούς θα είχα να βάλω στρώμα από κάτω μου;». «Τότε, πώς κοιμόσουν;». Απάντησε: «Κατάχαμα». Του λέγει πάλι: «Και τί είχες να τρως στους αγρούς; Ή τί κρασί έπινες;». Αποκρίθηκε πάλι: «Υπάρχει φαγητό και πιοτό στους αγρούς;». «Αλλά πώς ζούσες;», τον ρωτά. Λέγει: «Έτρωγα ξερό ψωμί και αν εύρισκα, λίγο παστό κρέας, και νερό». Αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: «Μεγάλο βάσανο. Αλλά, για πες μου, υπάρχουν και λουτρά στο χωριό, για να πλένεσθε;». Και εκείνος είπε: «Όχι. Πλενόμαστε στο ποτάμι, όταν θέλουμε». Αφού λοιπόν ο γέρων τον έκαμε να τα φανερώση όλα αυτά και έμαθε της αλλοτινής του ζωής την ταλαιπωρία, θέλοντας να τον ωφελήση, του διηγήθηκε τον δικό του πρότερο βίο, μέσα στον κόσμο, λέγοντας: «Εγώ ο ταπεινός οπού βλέπεις εδώ, είμαι από τη μεγάλη πόλη Ρώμη και είχα μεγάλο αξίωμα στο παλάτι του βασιλέως». Και με τα πρώτα αυτά λόγια, ο Αιγύπτιος ένοιωσε κατάνυξη και άκουε με πολλή προσοχή τα παρά κάτω. Και συνέχισε εκείνος: «Άφησα λοιπόν την πόλη και ήλθα σ’ αυτή την έρημο. Και πάλι, εγώ οπού με βλέπεις, είχα σπίτια μεγάλα και χρήματα πολλά. Και καταφρονώντας τα, ήλθα σ’ αυτό το μικρό κελλί. Πάλι, εγώ οπού με βλέπεις, είχα κρεββάτια ολόχρυσα, με ακριβά στρώματα. Και αντί γι’ αυτά, μου έδωσε ο Θεός αυτό το χράμι και αυτή την προβιά. Πάλι, τα ρούχα μου ήταν πολύ ακριβά. Και αντί για εκείνα, φορώ τα φτηνά αυτά ιμάτια. Πάλι, στο τραπέζι μου, πολύ χρυσάφι δαπανούσα. Και αντί για εκείνο, ο Θεός μου έδωσε αυτά τα λιγοστά χόρτα και αυτό το μικρό ποτήρι κρασιού. Και με υπηρετούσαν πολλοί δούλοι. Και να, αντί για εκείνους, ο Θεός κίνησε την καρδιά αυτού του μοναχού για να με υπηρετή. Και αντί να πηγαίνω σε λουτρό, χύνω λίγο νερό στα πόδια μου. Και φορώ τα σαντάλια εξ αιτίας της αδυναμίας μου. Πάλι, αντί να ακούω μουσικούς και κιθάρες, λέγω τους δώδεκα ψαλμούς. Όμοια και τη νύχτα, αντί για τις αμαρτίες οπού έκανα, τώρα με ειρήνη κάνω τη μικρή μου προσευχή. Σε παρακαλώ λοιπόν, Αββά, μη σκανδαλισθής από την αδυναμία μου». Αυτά ακούοντας ο Αιγύπτιος, συνήλθε και είπε: «Αλλοίμονο μου, οπού από πολλή ταλαιπωρία στον κόσμο ήλθα σε ανάπαυση και όσα δεν είχα τότε τα έχω τώρα. Ενώ συ από πολλή ανάπαυση ήλθες σε ταλαιπωρία και από πολλή δόξα και πλούτο ήλθες σε ταπείνωση και φτώχεια». Και έφυγε, πολύ ωφελημένος. Και έγινε φίλος του και πήγαινε σ’ αυτόν συχνά για να ωφελήται. Γιατί ήταν άνθρωπος διακριτικός και απέπνεε την ευωδία του Αγίου Πνεύματος.
β’ . Ο ίδιος είπε, ότι ήταν ένας γέρων οπού είχε καλό μαθητή. Και από ολιγωρία, τον άφησε έξω μαζί με τον μανδύα του. Ο δε αδελφός έμεινε εκεί καρτερικά. Και ανοίγοντας ο γέρων, τον βρήκε να κάθεται. Και του έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Ω πάτερ, η ταπείνωση της μακροθυμίας σου νίκησε τη δική μου ολιγωρία. Έλα μέσα. Από τώρα, συ είσαι γέρων και πατήρ, εγώ δε νεώτερος και μαθητής»
Του Αββά Ρούφου
α’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ρούφο: «Τί είναι ησυχία και ποιά η ωφέλειά της;». Και ο γέρων του λέγει: «Ησυχία είναι το να καθίση τινάς στο κελλί με φόβο και γνώση Θεού, απέχοντας από τη μνησικακία και την υψηλή ιδέα για τον εαυτό του. Η τέτοια ησυχία, γεννώντας όλες τις αρετές, φυλάει τον μοναχό από τα πυρωμένα βέλη του εχθρού, μην αφήνοντας να πληγωθή απ’ αυτά. Ναι, αδελφέ, αυτήν απόχτησε, μνημονεύοντας την έξοδο του θανάτου σου, ότι ουκ οίδας ποία ώρα ο κλέπτης έρχεται. Από εδώ και πέρα λοιπόν να νήφης για την ίδια σου την ψυχή»
β’ . Είπε ο Αββάς Ρούφος, ότι όποιος ζη υποταγμένος σε πνευματικό πατέρα, περισσότερο μισθό έχει από όποιον ζη σαν ερημίτης, μόνος του. Και έλεγε: «Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες λέγοντας: Είδα τέσσερις τάξεις στον ουρανό. Στην πρώτη, ανήκουν όσοι ασθενούν και ευχαριστούν τον Θεό. Στη δεύτερη, όσοι επιδιώκουν τη φιλοξενία και σ’ αυτήν μένουν και υπηρετούν. Στην τρίτη, όσοι αναζητούν την έρημο και δεν βλέπουν άνθρωπο. Στην τετάρτη, όσοι ζουν υποταγμένοι σε πατέρα και του υποτάσσονται για χάρη του Κυρίου. Φορούσαν δε οι υπάκουοι χρυσά κοσμήματα ηγεμονικά και είχαν περισσότερη δόξα από τους άλλους. Και εγώ — είπε — ρώτησα τον οδηγό μου: Πώς αυτοί οι μικρότεροι έχουν περισσότερη δόξα από τους άλλους; Και εκείνος μου αποκρίθηκε και μου είπε: Επειδή, όσοι τη φιλοξενία επιδιώκουν, το δικό τους θέλημα κάνουν. Και όσοι είναι στην έρημο, από δικό τους θέλημα πήγαν εκεί. Ενώ αυτοί, οπού έχουν την υπομονή, όλα τους τα θελήματα εγκατέλειψαν και εξαρτούν τον εαυτό τους από τον Θεό και από τον πνευματικό τους πατέρα. Γι’ αυτόν τον λόγο, περισσότερη δόξα αξιώθηκαν από τους άλλους. Γι’ αυτό, τέκνα μου, είναι καλή η υπακοή οπού γίνεται για χάρη του Κυρίου. Ακούσατε, τέκνα μου, ένα δείγμα απλώς αυτού του κατορθώματος. Ω υπακοή, οπού σώζεις όλους τους πιστούς. Ω υπακοή, μητέρα όλων των αρετών. Ω υπακοή, οπού βρίσκεις τη βασιλεία. Ω υπακοή, οπού ανοίγεις τους ουρανούς και ανεβάζεις από τη γη τους ανθρώπους. Ω υπακοή, τροφέ όλων των αγίων, οπού θήλασαν από σένα και χάρη σε σένα τελειώθηκαν. Ω υπακοή, οπού συνοικείς με τους Αγγέλους».
Του Αββά Ρωμανού
Ενώ έμελλε ο Αββάς Ρωμανός να τελευτήση, συνάχτηκαν γύρω του οι μαθητές του, λέγοντάς του: «Πώς οφείλουμε να διοικηθούμε;». Και ο γέρων είπε: «Ποτέ μου δεν θυμάμαι να είπα σε κάποιον σας να κάμη κάτι, αν προηγουμένως δεν έκαμα τον λογισμό να μη οργισθώ αν δεν θα πραγματοποιούσε αυτό οπού είπα να γίνη. Και έτσι όλο τον καιρό μας ζήσαμε ειρηνικά».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)