Μυστήριο αγάπης
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Μέχρι τη σημερινή ημέρα ζήσαμε μέσα στην προσμονή της ελεύσεως του Σωτήρος κι αυτή η αναμονή έχει ήδη ευλογηθεί. Κάθε ερχομός προαναγγέλλεται, κάθε γιορτή θέλει την προετοιμασία της, βιώνεται εκ των προτέρων, και όσο πιο μακρά είναι η περίοδος αναμονής, τόσο πιο έντονη είναι η χαρά. Χαρά για την έλευση του Ηγαπημένου. Η προσμονή αυτή του Κυρίου είναι γραμμένη στα βάθη του είναι μας, της σάρκας μας, της ιστορίας μας, όλης της ανθρωπότητας. Μετά την έξωση από τον Παράδεισο, ο Αδάμ και η Εύα θρηνούν και η ανθρωπότητα ζει με τη νοσταλγία του χαμένου παραδείσου, όχι μόνο μιας ευτυχίας που δεν υπάρχει πια, αλλά κυρίως εκείνης της επικοινωνίας με το Θεό που ανήκει στο παρελθόν. Απόψε, νύχτα των Χριστουγέννων, η επικοινωνία που είχε διακοπεί αποκαθίσταται και ο κλεισμένος ουρανός είναι και πάλι ανοιχτός.
Ήδη ο προφήτης Ησαΐας οραματιζόταν τους ουρανούς να ανοίγουν: «Ω», έλεγε, «εάν άνοιγες τους ουρανούς, εάν κατέβαινες, θα έλιωναν ενώπιον του προσώπου σου τα όρη, όπως η φωτιά κατακαίει τα ξερόκλαδα!». Με πόση δύναμη το αναπολούσε, τι όνειρο, τι όραμα! Ο απερίγραπτος και ασύλληπτος Θεός, ο Θεός που δεν περιορίζεται από τίποτε, ο Ποιητής ουρανού και γης, που κατοικεί μέσα στο ανέσπερο φως, πώς θα μπορούσε να κατεβεί από τους ουρανούς; αν το έκανε, σίγουρα τα όρη θα έλιωναν μπροστά στο θέαμα, τίποτε δε θα μπορούσε να αντέξει την παρουσία του, το Πυρ της Θεότητός του, το Φως που τα μάτια δεν μπορούν ν’ αντικρίσουν! Το όραμα αυτό του Ησαΐα αποτελούσε την προσμονή των δικαίων και των αγίων της Παλαιάς Διαθήκης. Από τα βάθη της ταλαιπωρίας και της μοναξιάς του, απορριμμένος από τους ανθρώπους, ο δίκαιος Ιώβ φωνάζει: «Οἶδα γὰρ ὅτι ἀέναός ἐστιν ὁ ἐλκύειν μέλλων ἐπὶ τῆς γῆς […] Παρὰ γὰρ Κυρίου ταῦτα μοι συνετελέσθη» (Ιώβ 19, 25-26). Να η βεβαιότητα, που μέσα στην πιο σκληρή δοκιμασία εμφανίζεται ως η πιο ζωντανή πραγματικότητα. Παρά τα όποια λόγια των ψεύτικων φίλων του, στα βάθη του ο Ιώβ γνωρίζει ότι θα έρθει η μέρα που θα δει το Λυτρωτή του. Διότι ο Κύριος κατέβηκε στον Άδη και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης Τον είδαν, όπως φαίνεται στην εικόνα «Ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος». Τον είδαν και Τον αναγνώρισαν, όταν το φως του φώτισε τα σκοτάδια του Άδη. Αυτή η νοσταλγία της κοινωνίας με το Θεό χρωματίζει ολόκληρη την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης και ως εκ τούτου το λαό του Ισραήλ και όλη την ιστορία της ανθρωπότητας.
Να λοιπόν που στη Βηθλεέμ οι ουρανοί σχίζονται και οι άγγελοι αναγγέλλουν την κάθοδο του Θεού. Και όμως, τα όρη δε λιώνουν˙ ο κόσμος δεν κατακαίεται σαν ένα δεμάτι ξερόκλαδα. Ο Θεός έρχεται ανάμεσά μας, αλλά σαν ένας άγνωστος. Έρχεται σχεδόν χωρίς να γίνει αντιληπτός και μόνον όσοι παίρνουν το μήνυμα από τους αγγέλους γνωρίζουν τη θεία ταυτότητά του. Το αιώνιο Φως εισέβαλε στα βάθη της γης. Στην εικόνα της Γεννήσεως αναπαριστούμε με μαύρο χρώμα το σπήλαιο της Βηθλεέμ, ταυτίζοντάς το με το σπήλαιο όπου εναπέθεσαν τον Κύριο νεκρό κατά την Ταφή του. Σκοτεινός και μαύρος υπήρξε ο Τάφος του Χριστού πριν φωτιστεί από το αναστάσιμο φως. Παρόμοια και το σπήλαιο της Βηθλεέμ, είναι ένας χώρος σκοτεινός, που περιβάλλεται όμως από φως και δόξα.
Έρχεται λοιπόν ο Θεός να κατοικήσει «μετά των ανθρώπων», γίνεται νήπιο. Όπως διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου, «ὁ Λόγος σαρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ιω. 1, 14). Με τα λόγια της Μαρίας «Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου», ολόκληρη η ανθρωπότητα υποδέχεται το Θεό ως νεογέννητο, που έρχεται σήμερα στη Βηθλεέμ και στην Εκκλησία μας. Ολόκληρη η ανθρωπότητα υποδέχεται τον Κύριο ως Νυμφίο : «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός», όπως ψάλλουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα. Όλες αυτές οι εικόνες διαπλέκονται, συνδυάζονται, ενώνονται και επικαλύπτονται, καθώς πρόκειται πάντα για το ίδιο μυστήριο: Να, ήρθε ο Υιός του Θεού, ο Νυμφίος της Εκκλησίας, ο μέγας αναμενόμενος, ο Μοναδικός και Πολυαγαπημένος. Πρόκειται πάντα για το μυστήριο της συνάντησης, της υποδοχής και της ένωσης, το μυστήριο της άφατης επικοινωνίας Θεού και ανθρώπων, για το μυστήριο της Αγάπης.
Σήμερα γιορτάζουμε τον ερχομό του Κυρίου, έναν αδιάκοπο ερχομό: «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ» (Λποκ. 3, 20). Πόση γλυκύτητα και οικειότητα σ’ αυτά τα λόγια! «Αὐτὸς μετʾ ἐμοῦ καὶ ἐγὼ μετʾ αὐτοῦ». Πώς να μη λαχταρήσουμε αυτή την οικειότητα, πώς να μην επιθυμήσουμε να έρχεται Αυτός κοντά μας κι εμείς να μένουμε κοντά Του. Η Γέννησή Του σήμερα αυτή τη διπλή σχέση προαναγγέλλει: Ο Ιησούς γεννάται στη Βηθλεέμ, γεννάται στην καρδιά μου και εγώ γεννιέμαι εν Αυτώ. Ο Ιησούς μεγαλώνει κοντά στη Μητέρα του και στον Ιωσήφ, αυξάνει όμως και μέσα μου, κι εγώ οφείλω να αυξάνομαι εν Αυτώ. Ο Ιησούς πεθαίνει και ανίσταται, κι εγώ κατά το πρότυπό Του πεθαίνω και ανίσταμαι εν Αυτώ, ώστε ό,τι είναι αμαρτία να πεθάνει μέσα μου και ο καινός άνθρωπος να αυξάνει και να ακτινοβολεί μέσα στην Ανάσταση.
Τελειώνοντας, θα ήθελα απλά να ευχηθώ η λαχτάρα για το Θεό που ενυπάρχει σ’ ολόκληρο το μυστήριο της πίστης μας, αυτή η λαχτάρα να νιώθουμε την παρουσία Του και να μετέχουμε σ’ Αυτόν, να μας καταφλέξει αληθινά, να κάνει να λιώσουν οι καρδιές μας όπως λιώνουν τα όρη στην παρουσία του Θεού. Ας γίνει να συντριβεί η καρδιά μας από αγάπη γι’ Αυτόν, η δική Του αγάπη ας είναι πάντοτε τόσο παρούσα μέσα μας, τόσο θερμή, ώστε να κατακάψει τον κόσμο με τη φλόγα της. Γι’ αυτό ο Κύριος προσευχήθηκε: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!» (Λουκ. 12, 49). Αυτό είναι το μυστήριο της Γεννήσεως, αυτό είναι το δώρο του Θεού, αυτή είναι η φωτιά της αγάπης Του, που ανάβει και καταφλέγει τον κόσμο. Αμήv.
Εξαποστειλάριον
Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν˙ καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν, καὶ γὰρ ἐκ τῆς Παρθένου ἐτέχθη ὁ Κύριος.
(Boris Βobrinskoy, "Ζήσε τα Χριστούγεννα", μετάφραση Αγγελική Κυριαζή, 1η εκδ., Αθήνα, Ακρίτας, 2007)