281. Ο καθένας πρέπει να θυμάται τη μοναδικότητα της ψυχής, που είναι πνοή του Θεού. Ο Θεός είναι μοναδικός και η ψυχή μοναδική. Και, καθώς είναι μοναδική, δεν μπορεί να έχη δύο αντίθετα αντικείμενα αγάπης. Δεν μπορεί να αγαπά συγχρόνως τον θεό και κάθε τι το γήινο, τον άνθρωπο και κάθε τι το υλικό, που αρέσει στον σαρκικό άνθρωπο. Για να αγαπάμε τον θεό με όλη μας την καρδιά, πρέπει να θεωρούμε όλα τα γήινα σαν μηδαμινής αξίας και τίποτε απ’ αυτά να μη μας παρασύρη. Για να αγαπάμε τον πλησίον σαν τον εαυτό μας, πρέπει να περιφρονούμε το χρήμα, να μη μας θαμπώνουν οι υλικές χαρές του κόσμου τούτου. Πρέπει, ιδιαίτερα, να διατηρούμε την ψυχική μας ακεραιότητα κατά τη διάρκεια της λατρείας στον ναό και στο σπίτι μας, κατά τη διάρκεια αναγνώσεως του Λόγου του θεού και των συγγραφών των Αγίων Πατέρων και, γενικότερα, κατά τη διάρκεια κάθε σπουδαίας ασχολίας μας. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. στ’ 24).
282. Ο χριστιανός οφείλει να αγαπά τον θεό και τον πλησίον του, την εικόνα του θεού, τόσο θερμά και βαθειά, ώστε να λέγη πάντοτε: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» (Ρωμ. η’ 35). Ό,τι και να παρουσιασθή τέτοιο, δεν είναι παρά ένα φάσμα, ένα όνειρο για μένα, αν αγαπώ. Καταγράφω τα σφάλματα του αδελφού μου στη διαφορά της φύσεως, στην επήρεια των πονηρών πνευμάτων, στην ανεπρκή ή κακή ανατροφή, στις δυσμενείς συνθήκες της ζωής, στις ιδιοσυγκρασίες γονέων ή κηδεμόνων. Βλέποντας τη δική μου αμαρτωλότητα, μισώ τον εαυτό μου. Αλλά τον πλησίον μου τον αγαπώ σαν τον εαυτό μου.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 124)