101. Τί είναι εκείνο που διασπά την ενότητα της Εκκλησίας;
Πρώτα πρέπει να σημειωθεί ότι την ενότητα στην πίστη δεν την παραβλάπτει το γεγονός ότι τα μέλη της Εκκλησίας δεν πιστεύουν όλα στον ίδιο βαθμό και στην ίδια έκταση το δογματικό περιεχόμενο της πίστεως. Και να θέλαμε να συνέβαινε αυτό, εκ των πραγμάτων είναι αδύνατο. Οι δογματικές αλήθειες είναι πολλές και δύσκολες και ο πολύς λαός δεν μπορεί να τις νοήσει όλες και επακριβώς. Και οι ειδικοί ακόμη πολλές φορές μπερδεύονται. Εκείνο που απαιτείται από τους Χριστιανούς είναι να γνωρίζουν σε γενικές γραμμές τα βασικά δόγματα της πίστεως και να πειθαρχούν στη διδακτική αυθεντία της Εκκλησίας. Με τις λεπτομέρειες ασχολούνται οι θεολόγοι.
Εκείνο που διασπά την ενότητα της Εκκλησίας είναι κυρίως οι αιρέσεις, τα σχίσματα και οι κάθε λογής ανταρσίες οι αναφυόμενες στους κόλπους της και εκταράσσσυσες την ειρηνική ζωή του χριστεπώνυμου πληρώματος της. Η αίρεση είναι η ολική ή μερική άρνηση της πίστεως, που στο πρακτικό πεδίο εκφράζεται συνήθως σαν ομαδική αναταραχή και αναστάτωση, καταλύοντας την αγάπη που πρέπει να συνδέει τα μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας μεταξύ τους. Το δε σχίσμα, με τις ίδιες επιπτώσεις, είναι η αθέτηση του διοικητικού συστήματος της Εκκλησίας. Και στις δύο περιπτώσεις εκείνο που κυριαρχεί είναι η εγωπάθεια, η φιλοδοξία και το πάθος, χωρίς ν’ αποκλείεται και μία ανεπίγνωστη και όχι πάντοτε από κακή προαίρεση απόκλιση από τη θεία αλήθεια.
Την αίρεση και το σχίσμα η Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε ως παράλληλα εργαστήρια σωτηρίας· έχοντας δε τη συνείδηση ότι είναι ο φύλακας της παραδοθείσας θείας αλήθειας και μετά από προσπάθεια να συνετίσει τους αιρετικούς και τους σχισματικούς, προέβαινε, στο μέτρο που αυτοί παρέμεναν πεισματικά αμετάπειστοι, σε αποκοπή τους από το υγιές σώμα της και παράδοσή τους στο Σατανά, για δύο βασικούς λόγους· πρώτα για να προφυλάξει τα υγιή μέλη της από τη λύμη της αιρέσεως και έπειτα για να οδηγήσει τους αποκοπέντες σε μετάνοια. Η Εκκλησία βέβαια δεν απέκοπτε από το σώμα της πάντοτε όλα τα αιρετικά και σχισματικά κινήματα (λ.χ. το σχίσμα επί του Ακακίου). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα κινήματα αυτά είχαν αυτοδίκαιη θέση στους κόλπους της. Απλά η Εκκλησία ανέβαλλε την αποκοπή τους αποβλέποντας στη μετάνοια και την επιστροφή τους. Ούτε πάλι είναι σωστή η διάκριση των δογμάτων σε κύρια και δευτερεύοντα και ότι η ενότητα της Εκκλησίας διασπάται μόνο από τα κύρια δόγματα και όχι από τα δευτερεύοντα. Οι δογματικές αλήθειες αποτελούν ενιαίο σύνολο, το οποίο στέκει ή πέφτει ολόκληρο. Η άρνηση των επουσιωδών δογμάτων χωρεί ακολούθως και στην άρνηση των κύριων, από τα οποία εκείνα εξαρτώνται. Από την άποψη αυτή αιρετικοί είναι και οι ετερόδοξοι, αυτοί που αρνούνται επί μέρους δογματικές αλήθειες και των οποίων η προσέλευση στην Ορθοδοξία (λόγω εγγύτητος) είναι ευχερέστερη.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 144-145)