(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Δ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Κ 1- ΚΑ 25
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 688-739 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Ιω. 20,1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων(1) Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ(2) ἔρχεται(3) πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης(4) εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου.
Ιω. 20,1 Κατά την πρώτην ημέραν του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακήν, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνημείον, ενώ ακόμη ήτο σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος, που έκλειε την θύραν του μνημείου, ήτο σηκωμένος από εκεί.
(1) Η φράση «μιᾷ τῶν σαββάτων» μπορεί να εμηνευτεί η πρώτη ημέρα μετά από το σάββατο (σαββάτων= η ημέρα του Σαββάτου). Αλλά το Λουκά ιη 12 αποδεικνύει, ότι σάββατο ή σάββατα σημαίνει επίσης και ολόκληρη την εβδομάδα, επειδή αποτελεί το μεταξύ δύο σαββάτων διάστημα. Προτιμότερο λοιπόν να ερμηνεύσουμε μία=η πρώτη της εβδομάδας (g). «Είναι η ημέρα, την οποία η χριστιανική πράξη ονομάζει τώρα ημέρα του Κυρίου (Κυριακή) λόγω της ανάστασης του Κυρίου» (Αυ). «Αυτήν που εμείς τώρα λέμε Κυριακή ονομάζει… Μία λοιπόν είναι η πρώτη ημέρα… Την πρώτη των Σαββάτων το οποίο σημαίνει την πρώτη από τις ημέρες του Σαββάτου και της εβδομάδας» (Θφ).
(2) Μαγδαληνή από την κωμόπολη Μάγδαλα δηλαδή πιθανώς την σημερινή Ελ Μεγντζίλ, η οποία απέχει δύο λεύγες βορείως της Τιβεριάδας, και βρίσκεται στις όχθες της λίμνης. Όσο μεγαλύτερη υπήρξε η θεραπεία, την οποία η Μαρία ώφειλε στον Ιησού (Λουκ. η 2, Μάρκ. ιστ 9), τόσο θερμότερη ήταν και η ευγνωμοσύνη της, τόσο ζωηρότερη ήταν και η προς το πρόσωπό του αφοσίωσή της. Ο Ιωάννης δεν μιλά για τον σκοπό, για τον οποίο η Μαρία ήλθε στον τάφο, δηλώνεται όμως αυτός από τους συνοπτικούς. Και ήταν αυτός να αλειφθεί με αρώματα το σώμα του Ιησού (g).
(3) Ο Ιωάννης δεν αποκλείει τις άλλες μυροφόρες. Περιορίζεται να αναφέρει εδώ εκείνην, η οποία πρόκειται να παίξει τον πρωτεύοντα ρόλο (F). Ο πληθυντικός οἴδαμεν (ξέρουμε) του στίχου 2 υπαινίσσεται, ότι δεν ήταν μόνη η Μαρία και ότι την απορία της για το τι έγινε το σώμα του Ιησού συμμερίζονταν και άλλοι. Είναι άλλωστε απίθανο, ότι διακινδύνευσε μία γυναίκα να βγει μόνη από τα τείχη της πόλης ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι (β).
(4) «Επειδή αγαπούσε με πολύ μεγάλη στοργή τον διδάσκαλο, αφού πέρασε το σάββατο έτρεξε επειδή ήθελε να βρει κάποια παρηγοριά από τον τόπο» (Σχ). Όσοι αγαπούν τον Ιησού, αρπάζουν την πρώτη ευκαιρία, για να εκδηλώσουν τον προς αυτόν σεβασμό τους. Ήλθε ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι. Όσοι θα ήθελαν να βρουν τον Ιησού, πρέπει από τη νύχτα ορθρίζοντας να ζητούν αυτόν. Να τον ζητούν με πόθο, ικανό και τον ύπνο τους ακόμη να διακόψει. Υπάρχει μία ελαφρά χρονολογική διαφορά ανάμεσα στον Ιωάννη, Ματθαίο και Λουκά που λένε «όρθρου βαθέος», «Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων», και στον Μάρκο που λέει «λίαν πρωΐ… ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου». Πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι «ο μεν Μάρκος διηγείται από το τέλος (της νύχτας), ενώ ο Ματθαίος από την αρχή και φτάνει σε αυτό το μέσο της νύχτας» (αμ). «Διότι είναι διάφορες οι ελεύσεις προς το μνημείο, και άλλοτε μεν έρχεται η Μαρία μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες, άλλοτε πάλι μόνη αυτή. Για αυτό οι ευαγγελιστές επειδή λένε άλλος άλλη από τις διάφορες ελεύσεις, δίνουν την εντύπωση ότι διαφωνούν» (Θφ)
Ιω. 20,2 τρέχει(1) οὖν(2) καὶ ἔρχεται πρὸς(3) Σίμωνα Πέτρον(4) καὶ πρὸς(3) τὸν ἄλλον μαθητὴν(4) ὃν ἐφίλει(5) ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς(6)· ἦραν(7) τὸν Κύριον(8) ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν(7) αὐτόν(9).
Ιω. 20,2 Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται στον Σιμωνα Πετρον και στον άλλον μαθητήν, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς, και λέγει εις αυτούς• “επήραν τον Κυριον από το μνημείον και δεν ξέρομεν που τον έχουν βάλει”.
(1) «Όταν είδε… την πέτρα σηκωμένη δεν μπήκε ούτε έσκυψε να δει, αλλά έτρεξε στους μαθητές από πολύ πόθο· διότι αυτό την ενδιέφερε, να μάθει δηλαδή πολύ γρήγορα τι έγινε το σώμα» (Χ).
(2) «Είδε την πέτρα αποκυλισμένη από το στόμιο του μνημείου» (Κ).
(3) Από την επανάληψη της πρόθεσης μπροστά από κάθε όνομα μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι οι δύο μαθητές δεν έμεναν μαζί. Βγήκαν όμως μαζί. Μετά την έξοδο ο ένας αναζήτησε τον άλλον. Δεν λέγεται ότι η Μαγδαληνή ανήγγειλε την είδηση και στη μητέρα του Ιησού. Η τελευταία ήταν περιορισμένη στο σπίτι (b), και αποφεύχθηκε άλλωστε να γνωστοποιηθεί γεγονός, το οποίο εφόσον εξηγήθηκε αρχικά ως κλοπή του σώματος, θα συγκινούσε την Θεοτόκο βαθύτατα.
(4) «Με τον Πέτρο και τον Ιωάννη συζητά η Μαγδαληνή· με τον μεν Πέτρο ως κορυφαίο, ενώ με τον Ιωάννη ως αγαπημένο και επειδή οι δυο τους αγαπούσαν τον Κύριο περισσότερο από τους άλλους· διότι μόνοι αυτοί τον ακολούθησαν, όταν οδηγούνταν δέσμιος στον Αννα και τον Καϊάφα» (Ζ).
(5) Το ρήμα έχει μέσα του κάτι το πιο οικείο από το αγαπούσε (g).
(6) «Παρασύρεται σε εύλογες υποψίες και επειδή κατάλαβε τον ασταμάτητο φθόνο των Ιουδαίων, νομίζει ότι μεταφέρθηκε ο Ιησούς, αποδίδοντας μαζί με τα άλλα και αυτή τη δυσσέβεια στην εξαχρείωση εκείνων» (Κ).
(7) Το υποκείμενο είναι αόριστο. Η Μαρία και οι σύντροφοί της αγνοούσαν ποιοί έπραξαν αυτό. Το άγγελμα της Μαρίας είναι όχι ό,τι είχε δει, αλλά ό,τι είχε συμπεράνει μόνη από όσα είδε (τ).
(8) «Επειδή είχε στερεωμένη και κατά κάποιο τρόπο απόρθητη την πίστη δεν οδηγήθηκε σε καταφρόνηση εξαιτίας των παθών πάνω στο σταυρό, αλλά συνήθως τον αποκαλεί Κύριο αν και είναι πεθαμένος ο Χριστός· διότι τέτοια είναι όντως η φιλόθεη συνήθεια» (Κ). Με την αγάπη της ταυτίζει τον Κύριο και το σώμα του (τ).
(9) «Βλέπεις πώς δεν γνώριζε ακόμη τίποτα σαφές για ανάσταση, αλλά νόμιζε ότι έγινε μεταφορά του σώματος και με ειλικρίνεια τα αναγγέλλει όλα στους μαθητές;» (Χ). Δεν έρχεται καν στο νου της ότι ο Κύριος αναστήθηκε. Παρόλ’ αυτά ο Κύριος είχε προείπει ότι θα θανατωνόταν και η προφητεία του επαληθεύτηκε. Αλλά στην προφητεία του αυτή πρόσθεσε και την προφητεία ότι θα ανασταινόταν την τρίτη ημέρα. Όταν λοιπόν η Μαρία βρήκε τον τάφο κενό, θα ανέμενε κάποιος, ότι θα θυμούνταν αυτή την προφητεία του Διδασκάλου. Αυτή όμως ταράσσεται από την ιδέα, ότι «πήραν τον Κύριο από το μνημείο». Όσοι έχουν ασθενή την πίστη, συχνά λαμβάνουν αφορμή να θλίβονται και να παραπονούνται από εκείνο ακριβώς το οποίο είναι θεμέλιο ελπίδας και υπόθεση χαράς.
Ιω. 20,3 ἐξῆλθεν(1) οὖν(2) ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο(3) εἰς τὸ μνημεῖον.
Ιω. 20,3 Εβγήκε τότε ο Πετρος και ο άλλος μαθητής από το σπίτι και ήρχοντο στο μνημείον.
(1) Το βγήκε (αντίθετα με το έρχονταν που ακολουθεί) είναι σε ενικό και αναφέρεται στον Πέτρο μόνο, επειδή ήταν μεγαλύτερος και επειδή ανέλαβε την αρχηγία. Το ίδιο ρήμα πρέπει να υπονοηθεί και ως προς το υποκείμενο που ακολουθεί. Η σύνταξη δηλώνει τη βιασύνη, με την οποία ο Πέτρος σηκώθηκε και βγήκε, ακολουθούμενος μετά την έξοδο και από τον Ιωάννη (ο). «Δεν είπαν τίποτα σε κανέναν μεν από τους άλλους, και περιφρόνησαν και τους Ιουδαίους και τους φύλακες εξ αιτίας της θερμότητάς τους» (Ζ).
(2) Ως συνέπεια του παράδοξου αυτού μηνύματος. Ο Πέτρος παρά την άρνησή του σπεύδει. Αυτό δηλώνει, πόσο ειλικρινής υπήρξε η μετάνοιά του.
(3) Ο παρατατικός αυτός της διαρκείας απηχεί το αίσθημα της ανείπωτης προσδοκίας, από την οποία έπαλλαν οι καρδιές των μαθητών κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής (g).
Ιω. 20,4 ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ(1)· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου(2) καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον,
Ιω. 20,4 Έτρεχαν δε και οι δύο μαζή. Ο άλλος μαθητής, σαν νεώτερος, έτρεξε ταχύτερα εμπρός από τον Πετρον και ήλθε πρώτος στο μνημείον.
(1) «Συναγωνίζονταν μεταξύ τους με την ίδια θερμότητα» (Ζ).
(2) «Επειδή ήταν πιο ακμαίος στη δύναμη του σώματος» (Ζ). Εδώ μπορούν με πολύ ευχάριστο τρόπο να παρατηρηθούν τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τους δύο· η πίστη στον Πέτρο, η αγάπη στον Ιωάννη. Μεγαλύτερη ταχύτητα ταιριάζει στον Ιωάννη ως νεώτερο· μεγαλύτερη αταραξία ταιριάζει στον Πέτρο ως μεγαλύτερο (b). Δες την επαινετή άμιλλα μεταξύ των δύο μαθητών σε εκείνο, το οποίο ήταν καλό. Δεν παραβίαζε τους τρόπους της καλής συμπεριφοράς ο Ιωάννης προτρέχοντας του Πέτρου και προλαβαίνοντάς τον στην άφιξη στο μνημείο. Οφείλουμε να πράττουμε το καλύτερο που μπορούμε, χωρίς να φθονούμε εκείνους, οι οποίοι στη διάπραξη του καλού υπερτερούν από μας και χωρίς να περιφρονούμε εκείνους, οι οποίοι υπολείπονται από εμάς, αν και έρχονται μαζί μας. Ο Ιωάννης, ως αγαπημένος από τον Ιησού, αγαπά και αυτός αυτόν θερμά. Και από την αγάπη ωθούμενος επιταχύνει ανυπόμονα τα βήματά του. Η αίσθηση ότι ο Χριστός μάς αγαπά, πρέπει να ανάβει αγάπη προς αυτόν και στα δικά μας στήθη και να μας ωθεί ώστε να εξέχουμε στην αρετή. Η αγάπη του Χριστού μάς κυριεύει και πάνω από κάθετί άλλο μάς αναγκάζει να πλεονάζουμε στην επιτέλεση των προς αυτόν καθηκόντων μας.
Ιω. 20,5 καὶ παρακύψας(1) βλέπει κείμενα(2) τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν(3).
Ιω. 20,5 Και αφού έσκυψε απ' έξω, είδε τις λωρίδες από τα σινδόνια, με τα οποία είχαν σαβανώσει το σώμα, να είναι κατά γης. Από σεβασμόν όμως προς τον τάφον δεν εισήλθεν στο μνημείον.
(1) Παρακύπτω= σκύβω προς κάτι, το οποίο εξετάζω· παρατηρώ με γυρμένο μπροστά το κεφάλι· βλέπω μέσα με σκυμμένο σώμα· Λουκ. κδ 12, Ιω. κ 5, 11 (G).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Εξέπληξε τον μαθητή ότι είδε τους επιδέσμους να είναι στο έδαφος. «Διότι, αν κάποιος τον μετέφερε, δεν θα τον γύμνωνε… αλλά έτσι θα μετέφερε το σώμα, όπως ακριβώς ήταν» (Ζ). «Διότι για αυτό προλαβαίνοντας ο Ιωάννης λέει ότι ενταφιάστηκε με σμύρνα πολλή, η οποία κολλάει τους επιδέσμους στο σώμα όχι λιγότερο από μόλυβδο, έτσι ώστε, όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια ήταν τοποθετημένα σε ιδιαίτερο τόπο, να μην ανεχτείς αυτούς που λένε ότι κλάπηκε. Διότι δεν θα ήταν ανόητος ο κλέφτης, ώστε να καταναλώσει τόση φροντίδα σε πράγμα περιττό. Διότι για ποιό λόγο θα άφηνε τα σουδάρια; Και πώς θα διεύφευγε την προσοχή κάνοντας αυτό; Διότι εύλογα θα κατανάλωνε πολύ χρόνο, και θα συλλαμβανόταν επ’ αυτοφώρω, αφού θα καθυστερούσε και θα αργούσε» (Χ). «Διότι πώς δεν θα ήταν δύσκολο στους κλέφτες το να λύσουν τους επιδέσμους και να απογυμνώσουν το σώμα από τα οθόνια, αφού ήταν κολλημένα και δύσκολο να αποσπαστούν και σχισμένα πριν το ξεντύσουν; Διότι κόλλησαν με το μίγμα της αλόης και της σμύρνας, το οποίο έφερε ο Νικόδημος» (Γν).
(3) «Επειδή ένιωσε φρίκη, ή επειδή τού ήταν αρκετά αυτά που είδε» (Ζ). Η συγκίνησή του είναι τόσο ισχυρή, ώστε σταματά δειλά στην είσοδο του τάφου (g). Ή, και από σεβασμό και από λεπτότητα αισθημάτων, και λιγότερο πιθανώς και από φόβο μήπως τελετουργικά μολυνθεί από την άμεση επαφή με τον τάφο (μ). Ιερός φόβος προς τον τόπο της ταφής του Κυρίου κρατά αυτόν έξω από το μνήμα (τ). Η λεπτομέρεια αυτή υποδηλώνει τον αυτόπτη. Και γενικώς και για όλο το κεφάλαιο και ριζοσπαστικοί κριτικοί βρήκαν σε αυτό πολλά, τα οποία προϋποθέτουν αναμνήσεις αυτόπτου. Η αφήγηση εκτίθεται τόσο απλά και τόσο λεπτομερώς, ώστε να μην μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει ότι προέρχεται από την αυθεντία ενός από τους αποστόλους (μ).
Ιω. 20,6 ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν(1) εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ(2) τὰ ὀθόνια(3) κείμενα(4),
Ιω. 20,6 Έρχεται, λοιπόν, ύστερα από αυτόν ο Σιμων Πετρος και εμπήκεν στο μνημείον και είδε ότι αι λωρίδες του σαβάνου ήσαν καταγής.
(1) «Χωρίς να δειλιάσει… Και οι δύο λοιπόν νίκησαν ο ένας τον άλλον, ο Ιωάννης μεν με το να τρέξει πιο γρήγορα, ενώ ο Πέτρος με το να μπει στο μνημείο» (Ζ). «Πρόσεξε, σε παρακαλώ, την έλλειψη υπερηφάνειας του Ευαγγελιστού, πώς την ακρίβεια της έρευνας την απονέμει στον Πέτρο» (Θφ). Όσοι με πόθο ζητούν τον Κύριο, δεν πρέπει να αφήνουν την καρδιά τους να ταράζεται από φαντάσματα της διάνοιάς τους. Οι καλοί χριστιανοί δεν πρέπει να τρομάζουν μπροστά στον τάφο, αφού και ο Χριστός μπήκε σε τάφο και έκανε αυτόν πηγή ζωής. Ο τάφος έπαυσε πλέον να είναι τόπος καταστροφής και τα σκουλήκια του δεν είναι πλέον αθάνατα και δεν τρώνε για πάντα. Ας μην κυριευόμαστε λοιπόν από φόβο μπροστά στη θέα νεκρού σώματος, αλλά ας νικούμε αυτόν, με απάθεια περπατώντας ανάμεσα στους τάφους, αφού για λίγο, σαν σε κοιμητήριο, πρόκειται να μείνουμε σε αυτούς.
(2) Σε χρόνο ενεστώτα αντίθετα με το εἰσῆλθεν (αόριστος) που προηγήθηκε. Η διαφορά αυτή προέρχεται από την αντίθεση ανάμεσα στην είσοδο που απαίτησε κάποιες λίγες στιγμές και την διαρκέστερη εξέταση η οποία επακολουθεί. Το ίδιο ισχύει και για τα «ήλθε» του στίχου 4 και «βλέπει» του στίχου 5 (g). Ο Πέτρος «που ήταν θερμός, μπαίνοντας στο εσωτερικό του μνημείου τα εξέτασε όλα με ακρίβεια» (Χ). Όχι απλώς είδε, αλλά με επιμέλεια παρατήρησε αυτά (τ).
(3) Η λέξη μπαίνει μπροστά στο χωρίο αυτό σε αντίθεση με το σουδάριο (b).
(4) Η ίδια μετοχή χρησιμοποιούμενη τρεις φορές δηλώνει, ότι αυτά δεν ήταν αποσπασμένα με τρόπο άτακτο και εσπευσμένο. Οι άγγελοι αναμφίβολα διακόνησαν Αυτόν κατά την ανάστασή του· και ένας από αυτούς τακτοποίησε τους επιδέσμους, ενώ άλλος το σουδάριο. Δες τον στίχο 12 «ένα στο μέρος του κεφαλιού και ένα στο μέρος των ποδιών». Διότι είναι απίθανο, ότι οι άγγελοι ήταν ήδη εκεί, παρόλο που ο Πέτρος και ο Ιωάννης δεν είδαν αυτούς (b). Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά το τέλος του στίχου 5 (οὐ μέντοι εἰσῆλθεν) και ολόκληρο το στίχο 6 από σύγχυση των δύο «τὰ ὀθόνια κείμενα».
Ιω. 20,7 καὶ τὸ σουδάριον(1), ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον(2), ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον(3) εἰς ἕνα τόπον.
Ιω. 20,7 Και η πετσέτα, με την οποίαν είχαν σκεπάσει την κεφαλήν του Ιησού, δεν ήτο μαζή με τας λωρίδας, αλλά χωριστά, κάπου εκεί τυλιγμένη με προσοχήν.
(1) «Ήταν ένα μικρό φακιόλιο (κεφαλόδεσμος), τέτοιο σαν αυτό με το οποίο ήταν δεμένο το πρόσωπο και του πεθαμένου Λαζάρου» (Ζ).
(2) Τα οθόνια ήταν εμποτισμένα με τα αρώματα και για αυτό το σουδάριο δεμένο γύρω από το κεφάλι και σχετικά καθαρό, είχε τοποθετηθεί με επιμέλεια χωριστά, ώστε να διατηρήσει την καθαρότητά του (ο). Αξιόλογη και η παρατήρηση. Ο Κύριος αφού αναστήθηκε φαίνεται, ότι διαπέρασε μέσα από τα οθόνια, τα οποία τον περιέβαλλαν, ώστε αυτά έμειναν επί τόπου, ενώ το σουδάριο που κάλυπτε το κεφάλι έπεσε όπου βρισκόταν το κεφάλι του και έμεινε και αυτό εκεί χωριστά διότι και κατά την ταφή χωριζόταν με τον τράχηλο από τα οθόνια, τα οποία κάλυπταν το σώμα (τ).
(3) «Για ποιό λόγο τέλος πάντων είναι τοποθετημένα χωριστά τα οθόνια και χωριστά το σουδάριο τυλιγμένο; Για να μάθεις ότι αυτό το πράγμα δεν έγινε από κάποιους που βιάζονταν ούτε που ήταν ταραγμένοι, το ότι δηλαδή τοποθέτησαν και τύλιξαν χωριστά μεν εκείνα και χωριστά αυτά» (Χ). Προ παντός το σουδάριο με φροντίδα τυλιγμένο και τοποθετημένο κατά μέρος μαρτυρούσε όχι βιαστικό σήκωμα του σώματος, αλλά ήρεμο ξύπνημα (g). «Διότι από πού θα είχαν άνεση χρόνου οι κλέφτες και τέτοια αφοβία, ώστε και το κάλυμμα του κεφαλιού να το τυλίξουν με τάξη και να το τοποθετήσουν χωριστά; Επομένως και αυτό δείχνει σαφώς την αλήθεια της ανάστασης» (Γν). Το αναστημένο σώμα χωρίς να τοποθετήσει σε αταξία τα εντάφια σπάργανα άφησε αυτά κάτω στη γη στην αρχική τους θέση. Ο Ιωάννης επιμένει στις λεπτομέρειες αυτές, επειδή αποδεικνύουν το αβίαστο και αυτόματο της ανάστασης. Η όλη γλώσσα της αφήγησης φαίνεται ότι με φροντίδα διαλέχτηκε, για να υποδηλώσει ότι το φυσικό σώμα του Ιησού άλλαξε σε πνευματικό και δοξασμένο σώμα (μ).
Ιω. 20,8 τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς(1) ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε καὶ ἐπίστευσεν(2)·
Ιω. 20,8 Τότε λοιπόν, εμπήκε και ο άλλος μαθητής, ο οποίος είχεν έλθει πρώτος στο μνημείον και είδε από κοντά αυτά τα παράδοξα και επίστευσεν, ότι δεν είχε κλαπή το σώμα, αλλ' ότι είχεν αναστηθή ο Ιησούς.
(1) «Ίσως θα πουν κάποιοι, πώς ενώ η κουστωδία φύλασσε τον τάφο έρχονται τρέχοντας ο Πέτρος και ο Ιωάννης και μπήκαν στο μνημείο; Θα πούμε ότι όταν έγινε ο σεισμός της ανάστασης, αναχώρησαν οι στρατιώτες να αναγγείλουν στους αρχιερείς όλα όσα έγιναν» (Ε). Ενθαρρύνθηκε ο Ιωάννης από το παράδειγμα του Πέτρου. Ο δισταγμός της δυσκολίας και του κινδύνου αποβάλλεται όταν βλέπουμε την απόφαση και το θάρρος των άλλων. Ίσως του Ιωάννη η βιασύνη έκανε τον Πέτρο να επιταχύνει τα βήματά του, όπως και η ορμή του Πέτρου ώθησε τον Ιωάννη να μπει και αυτός στο μνημείο. «Αδελφός που βοηθιέται από αδελφό είναι σαν πόλη οχυρή».
(2) «Αφού είδε σημάδια της ανάστασης αναμφίβολα» (Ζ). Ο ενικός είδε και πίστεψε είναι αξιοσημείωτοι. Μέχρι τώρα μιλούσε σε πληθυντικό για τους δύο μαθητές. Ομοίως και στον επόμενο στίχο («δεν γνώριζαν ακόμη»). Ο ενικός λοιπόν εδώ δεν μπορεί να μπήκε άσκοπα. Ο συγγραφέας θέλει προφανώς να μιλήσει για προσωπική του πείρα. Δεν μπορεί να μαρτυρήσει για τον άλλο μαθητή, μαρτυρεί όμως για τον εαυτό του. Πράγματι η στιγμή αυτή υπήρξε μία από τις πλέον ανεξάλειπτες της ζωής του. Μας μυεί σε ασύγκριτη προσωπική ανάμνηση, που αναφέρεται στον τρόπο, με τον οποίο οδηγήθηκε να πιστέψει στο γεγονός της ανάστασης (g). Ίσως ο μαθητής ο οποίος με την καρδιά του βρισκόταν πολύ κοντά στον Κύριο, είχε κάποιο ένστικτο κατανόησης, το οποίο τον έκανε ικανό να εξηγήσει σωστά ό,τι είδε και να συλλάβει την αλήθεια. Οπωσδήποτε ο μαθητής, τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς, πρώτος πίστεψε στην ανάστασή του (τ). Διάνοια κατάλληλη για ενόραση και πνευματική θεωρία (όπως αυτή του Ιωάννη) μπορεί ίσως ταχύτερα να προσλαμβάνει την αντίληψη της αλήθειας παρά διάνοια κατάλληλη για ενέργεια και πράξη (όπως αυτή του Πέτρου). Κάποιοι μικρογράμματοι κώδικες και η Συριακή του Σινά έχουν την γραφή: επίστευσαν. = «Οι σοφότατοι μαθητές αφού μάζεψαν επαρκέστατη πλέον την πληροφορία για την ανάσταση του Σωτήρα μας, αφού γεννήθηκε μεσα τους στερεωμένη λοιπόν και ασάλευτη πίστη… γύρισαν πάλι σπίτι και βιάζονταν να αναγγείλουν το θαύμα στους δικούς τους συλλειτουργούς (συμμαθητές)» (Κ). Η γραφή αυτή αποτελεί λανθασμένη διόρθωση που οφείλεται σε επιθυμία, να περιληφθεί και ο Πέτρος στο «επίστευσε». Αλλά ο Πέτρος φαίνεται μάλλον, ότι πίστεψε μετά την εμφάνιση του Ιησού σε αυτόν (Λουκ. κδ 34, Α΄ Κορ. ιε 5) και όχι μετά την επίσκεψη του τάφου, μετά την οποία σύμφωνα με το Λουκά κδ 12 «έφυγε θαυμάζοντας μέσα του το γεγονός» (β). Ή, λιγότερο πιθανώς «Τι ακριβώς δηλαδή είδε; Τι πίστεψε; Τι άλλο παρά είδε τον τάφο κενό και πίστεψε ό,τι η γυναίκα είχε πει, ότι δηλαδή πήραν τον Κύριο από το μνημείο» (Αυ). Αλλά το γεγονός αυτό ήταν αντικείμενο θέας και όχι πίστης (g).
Ιω. 20,9 οὐδέπω γὰρ(1) ᾔδεισαν(2) τὴν γραφὴν(3) ὅτι δεῖ(4) αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι.
Ιω. 20,9 Διότι έως τότε δεν είχαν ακόμη γνωρίσει και καλά εννοήσει την Αγίαν Γραφήν, η οποία είχε προφητεύσει ότι πρέπει ο Χριστός να αναστηθή εκ νεκρών.
(1) Η πρόταση αυτή εξηγεί το γιατί δεν πίστεψαν στην ανάσταση μέχρις ότου έλαβαν απόδειξη του γεγονότος με αυτοψία (ο). «Απολογείται πώς δεν πίστεψαν πιο πριν» (Ζ). Τόσο ο Ιωάννης (ιστ 16) όσο και οι Συνοπτικοί (Μάρκ. η 31,θ 9, 31, ι 34 και τα παράλληλα χωρία) συμφωνούν στο ότι ο Ιησούς σε διάφορες περιστάσεις είχε βεβαιώσει τους μαθητές του, ότι θα ανασταινόταν από τον τάφο και θα τον ξανάβλεπαν. Αλλά αυτοί δεν είχαν καταλάβει τα λόγια αυτά (β). Η πίστη του αγαπημένου μαθητή δεν προήλθε από τα παλαιά προφητικά κείμενα. Ο κενός τάφος διαφώτισε αυτόν για την αληθινή έννοια της Γραφής (Ψαλμ. ιε 10, δες και Λουκά κδ 25-27, και Πράξεις β 24-27,ιγ 35) και των προφητειών του Κυρίου (χ). Δεν ήξεραν έως τότε να εφαρμόσουν στον Κύριό τους την μεγάλη διακήρυξη του ψαλμωδού «δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον Άδη ούτε ο όσιός σου θα δει διαφθορά» (Ψαλμός ιε 10, Πράξεις β 27) (τ). Αναγνωρίζει ως σφάλμα του ο ευαγγελιστής, ότι δεν γνώριζε ακόμη την έννοια της Γραφής, με βάση τις προφητείες της οποίας έπρεπε να είχε ήδη πιστέψει πριν ακόμη δει τον τάφο κενό. Δεν λέει: Δεν φανέρωσε ακόμη ο Ιησούς τον εαυτό του για να δείξει σε αυτούς τα χέρια και την πλευρά του. Αλλά δεν διάνοιξε ακόμη το νου τους να καταλάβουν τις Γραφές ( Λουκά κδ 44, 45). Ο λόγος των προφητειών είναι ο κατεξοχήν βέβαιος και πειστικός.
(2) «Δεν καταλάβαιναν ακόμη» (Ζ), όπως στο Μάρκ. ιβ 24. Ή, «Και όμως γνώριζαν, αφού πολλές φορές ο Σωτήρας τους είχε προείπει ότι θα αναστηθεί. Αλλά δεν είχαν πειστεί από την Γραφή και από τις εκεί λεγόμενες προφητείες (οι οποίες ήταν αδύνατον να μην εκπληρωθούν), αλλά ακόμη κάμπτονται οσον αφορά την πίστη» (Γν).
(3) «Την Γραφή που δίδασκε για την ανάστασή του· και είναι σε διάφορα σημεία αυτή, κατασπαρμένη σε διάφορους ψαλμούς του Δαβίδ και σε λόγια προφητικά» (Ζ). Τέτοια χωρία ίναι τα Ψαλμός ιε 10, Ησαΐου νγ 10 κλπ. Δες και Λουκά κδ 25-27 και 45 (g).
(4) Πρέπει, είναι αναγκαίο. Η ανάγκη βασιζόταν στον αμετάθετο λόγο και την υπόσχεση του Θεού, τα οποία καθόριζαν την πορεία της δημόσιας δράσης του Χριστού, το πάθος και την ανάσταση. Και ότι η γραφή πρέπει να εκπληρωθεί είναι θεμελιώδες στη σκέψη του Ιωάννη (β). Από τις λεπτομέρειες αυτές εμφανίζεται πόσο λίγο ήταν διατεθειμένοι οι μαθητές στο να πιστέψουν στην ανάσταση. Δεν ήταν εύπιστοι, ώστε ανεξέταστα να δεχτούν κάθε είδηση. Δεν ήταν μόνο τίμιοι και ειλικρινείς άνδρες, υποκείμενοι όμως σε πλάνη, αλλά και επιφυλακτικοί και σοβαροί μέχρις ότου βεβαιωθούν πλήρως για αυτά που τους μήνυαν.
Ιω. 20,10 ἀπῆλθον οὖν(1) πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς(2) οἱ μαθηταί.
Ιω. 20,10 Έφυγαν, λοιπόν, πάλιν οι μαθηταί και εγύρισαν στο κατάλυμά των.
(1) Εφ όσον ολοκλήρωσαν την εξέταση του τάφου (χ) και πείστηκαν, ότι περίττευε πλέον κάθε έρευνα για το σώμα (μ).
(2) «Στο σπίτι τους» (Ζ). Στο κατάλυμά του ο καθένας, «όπου έμεναν και από όπου έτρεξαν προς το μνημείο» (Αυ). Ο Ιωάννης είχε οδηγήσει την Παρθένο Μητέρα στο σπίτι του και τίποτα πιο πιθανό από το ότι θα έσπευσε να μεταφέρει σε αυτήν χωρίς καθυστέρηση την χαρμόσυνη είδηση (β).
Ιω. 20,11 Μαρία δὲ(1) εἱστήκει(2) πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα(3) ἔξω. ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον(4),
Ιω. 20,11 Η Μαρία όμως εστέκετο κοντά στο μνημείον και έκλαιεν έξω, διότι επίστευσεν ότι είχαν κλέψει το σώμα του Ιησού.
(1) Το «δε» είναι ελαφρώς αντιθετικό. = «Αυτοί μεν έφυγαν, εκείνη όμως στεκόταν στο μέρος αυτό» (Χ).
(2) «Παραμένει κοντά στον τάφο πιο τολμηρά» (Κ), στεκόταν με μεγαλύτερη επιμονή (b). «Την ώρα που οι άνδρες επέστρεφαν, το ασθενέστερο φύλο προσηλωνόταν στον τόπο από ισχυρότερη αγάπη» (Αυ). Παρουσιάζεται σαν σε ορισμένη και ακίνητη στάση όπως αυτός που τον βαραίνει πάρα πολύ η θλίψη (ο).
(3) «Διότι το γυναικείο γένος είναι πολύ συναισθηματικό και αγαπά τα δάκρυα» (Θφ), «και είναι πιο επιρρεπές στον οίκτο» (Χ). «Τα μάτια, τα οποία ζήτησαν τον Κύριο και δεν τον βρήκαν, τίποτα άλλο δεν είχαν να πράξουν παρά να κλαίνε» (Αυ). «Αχόρταγα βγάζει το δάκρυ από τα μάτια της, θρηνώντας όχι μόνο επειδή πέθανε, αλλά επειδή νόμισε ότι μεταφέρθηκε ο Κύριος από το μνήμα» (Κ). Έκλαιγε ενθυμούμενη το πάθημά του· έκλαιγε για το θάνατό του και για την μεγάλη απώλεια, την οποία υπέστησαν αυτή και οι μαθητές από τον θάνατο αυτόν· έκλαιγε και γιατί τώρα δεν βρήκε το σώμα του Διδασκάλου.
(4) Και αυτή φοβόταν να μπει σε αυτό. «Ήταν μεγάλη παρηγοριά το να φαίνεται το μνήμα. Βλέπεις λοιπόν αυτήν, που σκύβει και θέλει να δει τον τόπο, στον οποίο βρισκόταν το σώμα, προκειμένου να παρηγορηθεί πιο πολύ;» (Χ). Όπως πράττουν αυτοί που αναζητούν ανώφελα κάποιο πολύτιμο αντικείμενο, παρατηρεί πάντοτε ξανά εκεί, όπου νομίζει, ότι πρέπει να είναι το σώμα του Ιησού (g).
Ιω. 20,12 καὶ θεωρεῖ(1) δύο ἀγγέλους(2) ἐν λευκοῖς(3) καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν(4), ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Ιω. 20,12 Καθώς, λοιπόν, έκλαιε, έσκυψε στο μνημείον και βλέπει αίφνης δύο αγγέλους με ολόλευκη στολή να κάθωνται ο ένας προς το μέρος της κεφαλής και ο άλλος προς το μέρος των ποδών, όπου πρωτύτερα έκειτο το σώμα του Ιησού.
(1) Ή , λιγότερο πιθανώς «επειδή δεν ήταν υψηλή η διάνοια της γυναίκας, ώστε από τα σουδάρια να συμπεράνει την ανάσταση, γίνεται κάτι περισσότερο, ώστε κατ’ αρχήν να ανακουφιστεί από τη λύπη της με αυτό και να παρηγορηθεί» (Χ). «Δεν φάνηκαν όμως αυτοί οι άγγελοι στον Πέτρο και τον Ιωάννη, επειδή σε εκείνους επρόκειτο να αρκούν για πίστη, αυτά που είδαν, επειδή ήταν πιο συνετοί» (Ζ). Ή, πιο σωστά «να, επειδή παραμένει κοντά στο μνήμα η Μαρία και με πόθο μεν φιλόθεο λιώνει τα σπλάχνα της, και διατηρεί γνήσιο το φρόνημά της για το Δεσπότη, ο Σωτήρας της χαρίζει την γνώση του μυστηρίου σχετικά με το πρόσωπό του, με φωνή αγίων αγγέλων» (Κ).
(2) Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά το «δύο». Η εμφάνιση των δύο αγγέλων δεν αντιλέγει προς την προηγούμενη εμφάνιση ενός αγγέλου στις γυναίκες, οι οποίες είχαν επισκεφτεί προηγουμένως τον τάφο. Οι άγγελοι δεν είναι ακίνητοι και ορατοί σαν λίθινα αγάλματα (g). Η εμφάνιση αυτή δεν είναι η ίδια με αυτήν στα Ματθ. κη 2-4, Μάρκ. ιστ 5-7. Λουκ. κδ 4, αλλά μία που έγινε πιο μετά από αυτήν και είναι ξεχωριστή από εκείνην (ο). «Ο Ματθαίος μεν και ο Μάρκος εξιστορούν έναν άγγελο, ο Λουκάς όμως και ο Ιωάννης δύο, τα οποία δεν ήταν αντίθετα. Διότι οι μεν που έγραψαν τον ένα, εννοούν αυτόν που αποκύλισε το λίθο από το μνημείο, ενώ οι άλλοι που έγραψαν τους δύο, εννοούν αυτούς που εμφανίστηκαν με στολή αστραφτερή στις γυναίκες που πήγαν στον τάφο ή αυτούς που είδαν μέσα στον τάφο να κάθονται με λευκά» (Ω). Άγγελοι από τον ουρανό στάλθηκαν στη μεγάλη αυτή περίπτωση μηνύοντας το μεγάλο γεγονός, για να τιμήσουν τον Υιό και να προσδώσουν ιδιαίτερη επισημότητα στην ανάστασή του, ακόμη επίσης και να παρηγορήσουν τους αγίους, λέγοντας προς αυτούς λόγους παρηγοριάς στη θλίψη τους. Ήταν δύο και όχι στρατιά ολόκληρη που υμνούσε το γεγονός, διότι στάλθηκαν, για να μαρτυρήσουν για το υπερφυσικό συμβάν. «Στο στόμα δύο μαρτύρων θα σταθεί κάθε λόγος».
(3) Υπονοείται η λέξη ρούχα, «η στολή των ρούχων φανέρωνε την ατόφια ομορφιά της αγγελικής καθαρότητας» (Κ). Ή, λιγότερο πιθανώς, περιβάλλονταν από το λευκό χρώμα του θριάμβου και της χαράς (F). Οι άριστοι των ανθρώπων, στεκόμενοι μπροστά στους αγγέλους και συγκρινόμενοι με αυτούς, παρουσιάζονται ντυμένοι με ρούχα βρώμικα (Ζαχαριου γ 3). Αλλά οι άγγελοι είναι ακηλίδωτοι. Και οι δοξασμένοι άγιοι, όταν θα γίνουν όπως οι άγγελοι, θα περπατάνε μαζί με το Χριστό στα λευκά. Αυτός θα κάνει λευκή τη στολή τους. Επιπλέον η λευκότητα των ρούχων των αγγέλων, που δήλωνε και τη δόξα τους, παρίστανε τη λαμπρότητα της κατάστασης, στην οποία είχε ήδη μπει ο Χριστός.
(4) «Σχεδόν και με αυτό φανερώνουν στη γυναίκα, που νόμιζε ότι μεταφέρθηκε ο Κύριος, ότι δεν θα ήταν δυνατόν να βλάψει κάποιος το άγιο σώμα, τη στιγμή που παράστεκαν άγγελοι» (Κ). Ή, «ο τρόπος που κάθονταν την οδηγούσε στο να ρωτήσει· διότι έδειχναν ότι γνώριζαν το γεγονός» (Χ). Κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλον. Αυτή η στάση τους μπορούσε να υπενθυμίσει και τα δύο χερουβίμ δόξης που ήταν τοποθετημένα πάνω στο ιλαστήριο αντικριστά το ένα με το άλλο σύμφωνα με το Εξόδ. κε 18. Ο Χριστός αφού σταυρώθηκε έγινε το μέγα εξιλαστήριο, και στο κεφάλι και στα πόδια του ήταν τα δύο αυτά χερουβείμ όχι με σπαθιά φλογερά, για να απομακρύνουν εμάς από αυτόν, αλλά σαν καλωσυνάτοι αγγελειοφόροι, που μας οδηγούν στην οδό της ζωής.
Ιω. 20,13 καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· γύναι, τί κλαίεις(1); λέγει αὐτοῖς(2)· ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου(3), καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν(4).
Ιω. 20,13 Και λέγουν εκείνοι εις αυτήν• “γύναι, διατί κλαίεις;” Λεγει εις αυτούς• “κλαίω, διότι επήραν τον Κυριον μου από τον τάφον και δεν ξέρω που τον έβαλαν”.
(1) Ή, λιγότερο πιθανώς «Σταματώντας την από το θρήνο, λένε: Γυναίκα, γιατί κλαις; Διότι δεν έχουν την αξίωση βεβαίως να μάθουν την αιτία του χυσίματος των δακρύων· διότι ήξεραν και αν ακόμη δεν τους έλεγε τυχόν η γυναίκα… αλλά μάλλον την συμβουλεύουν να περιορίσει τα δάκρυα» (Κ). «Σαν να της έλεγαν· Αυτά τα δάκρυα είναι γυναικεία και δεν δείχνουν συνετό νου» (Γν). «Σαν να της έλεγαν· Μην κλαις» (Αυ). Ή, πιο σωστά «Με όλα αυτά, σαν ακριβώς να άνοιγε μια πόρτα, οδηγούνταν σιγα σιγά στο λόγο για την ανάσταση… Και με την ερώτηση και με τον τρόπο που κάθονταν οδηγούν αυτήν στη συζήτηση» (Χ). «Και το να πουν όμως, Γιατί κλαις, είναι γεμάτο με πολλή συμπάθεια» (Θφ). Δείχνεται με αυτό και πόσο οι άγγελοι ενδιαφέρονται για τις λύπες των αγίων, έχοντας ως διακονία να ενισχύουν αυτούς στις θλίψεις τους και να τους παρηγορούν. Και οι χριστιανοί λοιπόν οφείλουν να συμπαθούν ο ένας τον άλλον. Με την ερώτησή τους αυτή οι άγγελοι παίρνουν αφορμή να την πληροφορήσουν, ότι θα έπρεπε να αλλάξει τον θρήνο της σε χαρά.
(2) Η Μαρία απαντά στο ερώτημα των ουράνιων απεσταλμένων τόσο απλά, σαν να μιλούσε με ανθρώπους. Τόσο είναι προκατειλημμένη από μία και μόνη ιδέα, του να ξαναβρεί τον διδάσκαλό της (g). Αλλά η Μαρία πάσχει τώρα εξαιτίας της ολιγοπιστίας της. Εάν είχε πίστη σαν κόκκο σιναπιού το βουνό, το οποίο τώρα πιέζει την καρδιά της, θα έφευγε αμέσως. Και εμείς συχνά μπλεκόμαστε σε φανταστικές δυσκολίες, τις οποίες η πίστη θα φανέρωνε σε εμάς σαν πραγματικά πλεονεκτήματα. Παραπονιόμαστε για τα νέφη και το σκοτάδι, τα οποία μας καλύπτουν και τα οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι απαραίτητες μέθοδοι της χάριτος, με τις οποίες ταπεινώνονται οι ψυχές μας, νεκρώνονται οι αμαρτίες τους και γίνονται αγαπητές στο Χριστό.
(3) Απαντά «με θέρμη και συγχρόνως με φιλοστοργία» (Χ). Οι λέξεις τον Κύριόν μου είναι γεμάτες άγια τρυφερότητα (F).
(4) Αυτό ισοδυναμεί με το: Εάν ξέρετε εσείς, πείτε μου (F). Δεν «ξέρω» όχι δεν ξέρουμε όπως στο στίχο 2, διότι τώρα η Μαρία είναι μόνη.
Ιω. 20,14 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω(1), καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα(2), καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι(3).
Ιω. 20,14 Και αφού είπαν αυτά εγύρισε πίσω και βλέπει τον Ιησούν να στέκεται όρθιος και, διότι ίσως τα μάτια της ήσαν βουρκωμένα από τα δάκρυα, δεν αντελήφθη ότι αυτός είναι ο Ιησούς.
(1) Η Μαρία σκυμμένη όντας προς τον τάφο, σηκώνεται και γυρνά, σαν να προσπαθούσε να βρει εκείνον, τον οποίο ζητούσε. Ίσως άκουσε κάποιο θόρυβο πίσω της (g). Αξιολογότατη η ερμηνεία: «Και πώς συνέβη αυτό που ακολούθησε, ενώ συνομιλούσε δηλαδή με τους αγγέλους και ακόμη δεν άκουσε τίποτα από αυτούς, να στρέψει το βλέμμα της προς τα πίσω; Εγώ νομίζω, ενώ έλεγε αυτή αυτά, ξαφνικά αφού εμφανίστηκε ο Χριστός πίσω της, εξέπληξε τους αγγέλους, και εκείνοι μόλις είδαν τον Δεσπότη, και με τη μορφή τους και με το βλέμμα τους και με τις κινήσεις τους έδειξαν αμέσως ότι είδαν τον Κύριο· και αυτό το πρόσεξε η γυναίκα και την έκανε να στρέψει προς τα πίσω το βλέμμα της» (Χ).
(2) Είχε πλησιάσει ο Ιησούς και στεκόταν ήδη έτοιμος να μιλήσει σε αυτήν, όταν αυτή θα τον πρόσεχε (ο). Ο Κύριος είναι «κοντά σε αυτούς που έχει συντριβεί η καρδιά τους» (Ψαλμ. λγ 18), πιο κοντά από ό,τι αυτοί θα φαντάζονταν. Εκείνοι οι οποίοι ζητούν τον Κύριο, αν και δεν βλέπουν αυτόν, μπορούν όμως να είναι βέβαιοι, ότι δεν είναι μακριά τους.
(3) Διάφορες προτάθηκαν εξηγήσεις της μη αναγνώρισης του Ιησού από τη Μαρία. Ή, «επειδή ήταν ακόμη σκοτάδι και δεν είχε περάσει τελείως η νύχτα, βλέπει τον Ιησού που μόλις ήλθε, και ποιος μεν είναι το αγνοεί, μη μπορώντας να διακρίνει την εικόνα του σώματος και τον χαρακτήρα του προσώπου» (Κ). Εναντίον της εκδοχής αυτής θα μπορούσε να προβληθεί, ότι η από τον τάφο αναχώρηση της Μαρίας, η από αυτήν συνάντηση των αποστόλων για μετάδοση της είδησης και η επιστροφή της σε αυτό, απαίτησαν χρόνο, ώστε ήδη να είχε λάμψει το φως της ημέρας. Ή, «στη γυναίκα… για να μην την εκπλήξει με την πρώτη εμφάνιση (φάνηκε)… με πιο ταπεινή και κοινή ενδυμασία» (Χ). Ή, η δυσκολία της αναγνώρισης προερχόταν από δύο αιτίες· παρά το ότι το σώμα του Ιησού ήταν και τώρα το ίδιο, είχε όμως συντελεστεί κάποια μεταβολή σε όλο το πρόσωπό του με την είσοδό του σε ζωή νέα. Εμφανιζόταν με άλλη μορφή (Μάρκ. ιστ 12). Οι δικοί του ξαναβλέποντάς τον δοκίμαζαν κάτι παρόμοιο με ό,τι μάς συμβαίνει, όταν μετά μακρό χωρισμό συναντούμε κάποιο φίλο. Μας χρειάζεται κάποιος χρόνος, περισσότερο ή λιγότερο μακρός, για να αναγνωρίσουμε αυτόν· έπειτα ξαφνικά αρκεί η απλούστερη φανέρωση, για να ρίξει το κάλυμμα των ματιών μας. Υπήρχε όμως και μια εσωτερική αιτία εδώ. Η ανεπαρκής πίστη της Μαρίας στις υποσχέσεις του Ιησού καθιστούσε την ιδέα της επιστροφής του στη ζωή τελείως ξένη στη σκέψη της Μαρίας (g). Κατά τη στιγμή αυτή η Μαρία δεν ανέμενε να δει τον Ιησού (ο).
Ιω. 20,15 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστι(1), λέγει αὐτῷ· κύριε(2), εἰ σὺ ἐβάστασας(3) αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγὼ(4) αὐτὸν(5) ἀρῶ(6).
Ιω. 20,15 Λέγει εις αυτήν ο Ιησούς• “γύναι, διατί κλαίεις; Ποιόν ζητείς;” Εκείνη, νομίζουσα ότι αυτός που της ομιλεί είναι ο κηπουρός, του λέγει• “κύριε, εάν συ επήρες αυτόν, πες μου που τον έβαλες και εγώ θα τον πάρω και θα τον ξαναφέρω στον τάφον”.
(1) Βλέποντας τόσο νωρίς κάποιον άνθρωπο στον κήπο υπέθεσε, πάντοτε ταραγμένη και ανήσυχη, ότι ήταν ο κηπουρός (F). Με άρθρο. Το άρθρο, ότι ο κήπος ήταν μεγάλος, τέτοιος ώστε δεν μπορούσε να φυλαχτεί χωρίς κηπουρό (b). Η λέξη κηπουρός δεν συναντιέται πάλι στην Ελληνική Βίβλο, είναι όμως λέξη συνηθισμένη στους παπύρους (β). Αυτό δείχνει ότι η ενδυμασία του Ιησού υπήρξε αυτή των προσώπων της κοινής τάξης. Θα ήταν ανόητη και ανωφελής η έρευνα πού ή πώς προμηθεύτηκε τα ρούχα αυτά. Το καταπληκτικό θαύμα της ανάστασής του περιέλαβε και όλες τις μικρότερες λεπτομέρειες και επεισόδια, τα συνδεδεμένα με αυτό (ο). Αξιοσημείωτη και η αλληγορία: «Και ίσως όχι έξω του πρέποντος θεώρησε ότι ο Ιησους είναι κηπουρός. Διότι πράγματι, αυτός ήταν ο γεωργός του παραδείσου, ο αληθινός και αθάνατος, ο οποίος στον κήπο του τάφου, όπως ακριβώς στον παράδεισο, διόρθωσε την γυναίκα και αυτήν (την Εύα) που απάτησε τον πρώτο κηπουρό, τον Αδάμ, εξαιτίας της απληστίας του» (Γν). Ο άνθρωπος άρχισε την επίγεια ζωή του στον κήπο της Εδέμ και ο Ιησούς, ο Λόγος από τον οποίο έγιναν τα πάντα, ήταν και ο δημιουργός του πρόσκαιρου και επίγειου αυτού παραδείσου. Και από την άποψη αυτή μπορεί να θεωρηθεί κηπουρός. Αλλά και κατά την ένδοξή του ανάσταση από τους νεκρούς θα μπορούσε να αποκληθεί κηπουρός, διότι με τη δύναμη της ανάστασής του αυτής θα αναστήσει και τα νεκρά μας σώματα. Θα μεταβάλλει όλους τους τάφους μας σε πεδίο κήπου. Ο Ιησούς τέλος ως κηπουρός ποτίζει και καλλιεργεί την άμπελο την οποία φύτεψε το δεξί του χέρι παρέχοντας τις ουράνιες χάρες σε απάντηση των προσευχών των κλημάτων του (Norton).
(2) Τον ρωτά με πολλή ευγένεια (F). «Αλλά τού μιλά, σαν να ξέρει αυτός το πρόσωπο για το οποίο ρωτά» (Σχ). Η διάνοιά της έχει γεμίσει τόσο από εκείνο, το οποίο ζητά, ώστε δεν απαντά στην ερώτηση Ποιόν ζητάς; Νομίζει, ότι ο καθένας πρέπει να γνωρίζει, ποιός είναι ο από αυτήν ζητούμενος (β).
(3) «Δηλαδή, Εάν εσύ έκλεψες. Και δεν λέει τον Ιησού, αλλά αυτόν, σαν να μιλά σε κάποιον που ξέρει» (Θφ). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: Ει συ ει ο βαστάσας.
(4) Δεν σκέφτεται, εάν θα είχε τη δύναμη μόνη της να μεταφέρει το σώμα σε κατάλληλο τόπο (β). Η αγάπη της πείθει αυτήν, ότι θα είναι ικανή για όλα, αρκεί μόνο να ξαναβρισκόταν το σώμα του Κυρίου της (F). Ούτε θα περίμενε να συμβουλευτεί τους αποστόλους ή τις φίλες της για το τι έπρεπε να γίνει για το σώμα. Αναλαμβάνει όλη την ευθύνη πάνω της (ο).
(5) Η τριπλή επανάληψη της αντωνυμίας στην απάντηση της Μαρίας, χωρίς να αναφερθεί το όνομα του Ιησού από αυτήν, προσδίδει μεγάλη τρυφερότητα στη συγκινητική επίκλησή της (ο).
(6) Από τον κήπο. Ήταν έτοιμη να αναζητήσει νέο τάφο (b). «Θα τον μεταφέρω σε άλλο τόπο… Διότι ίσως φοβόταν μήπως οι Ιουδαίοι και το νεκρό σώμα το εξυβρίσουν και για αυτό ήθελε να μεταφέρει αυτό σε άλλο τόπο άγνωστο» (Θφ).
Ιω. 20,16 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μαρία(1). στραφεῖσα ἐκείνη(2) λέγει αὐτῷ· ῥαββουνί(3), ὃ λέγεται, διδάσκαλε.
Ιω. 20,16 Λέγει τότε εις αυτήν ο Ιησούς• “Μαρία”. Εκείνη ανεγνώρισε αμέσως την φωνήν, εστράφη προς αυτόν και του είπε• “ραββουνί”, που σημαίνει εις την ελληνικήν, διδάσκαλε.
(1) «Με τη φωνή έκανε τον εαυτό του φανερό· διότι όταν την ονόμασε Μαρία, τότε τον αναγνώρισε. Έτσι η αναγνώριση δεν έγινε από την όψη του, αλλά από τη φωνή του» (Χ). Ο ήχος της φωνής είναι μία από τις προσωπικότερες εκδηλώσεις του ανθρώπου. Και με το μέσο αυτό ο Ιησούς φανερώνει τον εαυτό του στη Μαρία. Ο τόνος τον οποίο παίρνει το όνομα Μαρία στο στόμα του εκφράζει κάθετί που αυτή είναι για αυτόν, κάθετί που αυτός είναι για εκείνην (g).
(2) «Εμένα μου φαίνεται ότι αφού είπε αυτή» τα όσα είπε στον νομιζόμενο κηπουρό «στράφηκε προς τους αγγέλους… έπειτα όταν ο Χριστός την κάλεσε ξαναγύρισε σε αυτόν από εκείνους» (Χ). Την ώρα που έδινε την απάντηση στον προηγούμενο στίχο στράφηκε προς το μέρος του τάφου. Για αυτό τώρα είναι αναγκασμένη να στραφεί πάλι. Εφ’ όσον τον νόμιζε κηπουρό, στράφηκε προς τους αγγέλους. Αλλά όταν τον αναγνώρισε, στρέφεται πάλι αμέσως προς αυτόν. Είναι πρέπον να αποσύρουμε τα βλέμματά μας από τα δημιουργήματα, οσοδήποτε υπέροχα και ένδοξα και αν είναι αυτά, για να στηρίξουμε αυτά προσηλωμένα προς τον Χριστό, από τον οποίο τίποτα δεν πρέπει να μας ελκύει ούτε πρέπει κάτι άλλο οτιδήποτε να προτιμούμε από αυτόν. Τον αναγνωρίζει από τη φωνή. Το μέσο με το οποίο ο Χριστός γίνεται γνωστός στο λαό του, είναι ο λόγος του, που εισχωρεί στις καρδιές τους και μιλά στα βάθη τους. Τα πρόβατα του Χριστού «ακούνε τη φωνή του». Ο ένας και μόνος αυτός λόγος του Κυρίου έμοιαζε με το λόγο, τον οποίο απηύθυνε κατά την τρικυμία προς τους φοβισμένους μαθητές, προς τους οποίους είπε: Εγώ είμαι.
(3) Δες και Μάρκ. ι 51. Είναι αραμαϊκό μάλλον παρά εβραϊκό. Εκφράζει μεγαλύτερο σεβασμό από το απλό Ραββί (μ). Είναι επαυξημένη μορφή της λέξης ραββί (rabban) και σημαίνει διδάσκαλέ μου (F). Κατά τη Γαλιλαϊκή όπως φαίνεται προφορά (G). «Είναι φανερό από το ότι είπε ο Ιησούς, Μη με αγγίζεις» ότι η Μαρία ταυτόχρονα με την προσφώνηση Ραββουνί «τον άγγιξε και έπεσε μπροστά του» (Χ). Για αυτό σαν ερμηνευτική γλώσσα παρεμβλήθηκε σε κάποια κείμενα και η φράση «και προσέδραμε άψασθαι αυτου (και έτρεξε να τον αγγίξει). Η γραφή αυτή δεν μαρτυρείται επαρκώς.
Ιω. 20,17 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· μή μου ἅπτου(1)· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου(2) καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω(3) πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν(4).
Ιω. 20,17 Και επειδή η Μαρία έσπευσε να αγκαλιάση με σεβασμόν τα πόδια του, ο Ιησούς της είπε• “μη με εγγίζεις, διότι δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου και δεν ήρχισεν ακόμη η νέα περίοδος της λατρείας και της τιμής, που θα μου προσφέρουν απ' εδώ και πέρα οι άνθρωποι. Αλλά πήγαινε στους αδελφούς μου και πες τους• ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου, ο οποίος χάρις εις την λυτρωτικήν μου θυσίαν έγινε και ιδικός σας Πατέρας, και έγινε δι' εμέ από την ημέραν που πήρα την ανθρωπίνην σάρκα Θεός μου, όπως επίσης είναι και Θεός ιδικός σας”.
(1) Προξένησε δυσκολίες στους ερμηνευτές το χωρίο αυτό. Η δυσκολία συνίσταται στην αιτιολογία της απαγόρευσης: «διότι δεν ανέβηκα ακόμη…». «Διότι βεβαίως, πριν ακόμη αναληφθεί, παρουσίασε τον εαυτό του για ψηλάφηση των μαθητών, όταν είπε σύμφωνα με τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Λουκά: «ψηλαφήστε με και δείτε, ότι ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμένα να έχω» (Λουκά κδ 39) ή όταν είπε στο Θωμά «φέρε το δάχτυλό σου εδώ…». Διαβάζουμε επίσης ότι και οι γυναίκες, μετά την ανάστασή του και πριν την ανάληψή του… όπως αναφέρει ο Ματθαίος… «κράτησαν τα πόδια του»» (Αυ). Διάφορες ερμηνείες προτάθηκαν. Οι σοβαρότερες: Ή, αρκετά επιτυχημένα, το άπτομαι (=αγγίζω) ερμηνεύεται με την έννοια του κρατώ. Ο Ιησούς απαντά εδώ στα ενδόμυχα αισθήματα της καρδιάς, η οποία φαινόταν να θέλει, να κρατήσει τον Ιησού για πάντα πάνω στη γη, για να κατέχει αυτόν. Αλλά τον Χριστό μπορούμε να τον κατέχουμε και να τον καταστήσουμε κτήμα μας, μόνο όταν θα ανέβαινε στον ουρανό. Τής λέει λοιπόν· Μη με κρατάς, διότι ακόμη δεν ανέβηκα προς τον Πατέρα μου (F). Ή, λιγότερο πιθανώς, το άπτομαι με την έννοια του λατρεύω, ικετεύω («ακουμπώ τα γόνατα»). Δεν δοξάστηκα ακόμη με την ανάληψη· δεν είναι λοιπόν ακόμη καιρός να με λατρεύσεις (Lucke). Ή, πιο σωστά, μην αγκαλιάζεις τα πόδια μου· δεν ήλθα για να ανανεώσω τις παλιές επίγειες σχέσεις. Η αληθινή καινούργια συνάντηση, την οποία σας υποσχέθηκα, δεν είναι αυτή. Για να επανέλθω κατά τρόπο μόνιμο και πραγματικό πρέπει πρώτα να ανέβω στον Πατέρα μου. Η στιγμή αυτή δεν ήλθε ακόμη (g). Σχετική με αυτήν ερμηνεία και η: «Νομίζω ότι αυτή ακόμη θέλει την συναναστροφή με αυτόν, όπως ακριβώς τότε, και από τη χαρά της δεν σκέφτηκε τίποτα το ανώτερο πνευματικά, αν και ο Κύριος έγινε ως προς τη σάρκα πολύ πιο ανώτερος. Απομακρύνοντας λοιπόν από αυτήν αυτή τη σκέψη και το να συνομιλεί μαζί του με πολύ αφοβία (διότι ούτε με τους μαθητές του φαίνεται πλέον να έχει τέτοια συναναστροφή), υψώνει τη σκέψη της, ώστε να τον προσέχει με μεγαλύτερη ευλάβεια. Το να πει μεν δηλαδή, «Μη με πλησιάζεις, όπως ακριβώς και προηγουμένως, διότι τα πράγματα δεν είναι όπως πρώτα, ούτε πρόκειται να σας συναναστρέφομαι πλέον με όμοιο τρόπο», θα δημιουργούσε κάποια δυσαρέσκεια και θα περιείχε κομπασμό, ενώ το να πει, «Δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου», αν και δεν ήταν δυσάρεστο, δήλωνε όμως το ίδιο. Διότι με τα λόγια του «δεν ανέβηκα ακόμη», δείχνει ότι εκεί σπεύδει και βιάζεται να φθάσει. Εκείνον όμως που πρόκειται να πάει εκεί… δεν έπρεπε να τον βλέπουν με την ίδια σκέψη, με την οποία τον έβλεπαν και πρώτα» (Χ). «Δεν θα είναι πλέον τέτοιο το σώμα μου, σαν να είναι δηλαδή οικείο με το γήινο τρόπο ζωής, αλλά θα είναι οικείο με τον ουρανό και τα υψηλά» (Θφ). Επιτυχέστερα το «δεν ανέβηκα ακόμη…» το ερμηνεύει ο Λέων ο μέγας: «Σε ανεβάζω σε κάτι υψηλότερο· σου ετοιμάζω κάτι μεγαλύτερο. Όταν θα έχω ανεβεί στον Πατέρα μου, εκεί θα ακουμπάς εμένα με αληθέστερο και τελειότερο τρόπο, όταν θα κρατήσεις ό,τι δεν αγγίζεις και θα πιστεύεις ό,τι δεν βλέπεις» (Serm. 72,4). Στα κεφάλαια ιγ-ιζ ο Κύριος κατέστησε γνωστό στους μαθητές του, ότι η νέα τάξη του Πνεύματος, η οποία θα εγκαινίαζε ανανεωμένη και στενότερη σχέση με αυτόν, θα επακολουθούσε στην επάνοδο προς τον Πατέρα του (Ιω. ιδ 12-18, ιστ 5 και εξής). Διακηρύττει τώρα στη Μαρία και μέσω αυτής στους μαθητές, ότι έφτασε ο καιρός για αυτόν να ανεβεί προς τον Πατέρα του και συνεπώς να εγκαινιαστεί η νέα τάξη. Η παραγγελία να μην τον αγγίξει η Μαρία αναφέρεται στην περίοδο μεταξύ της ανάστασης και της ανάληψης. Τόσο στενή και ενδοξότερη θα είναι η νέα σχέση με τον Ιησού, ώστε και αυτή και οι μαθητές θα ενωθούν σε ένα σώμα με αυτόν (χ). Η Μαρία υποθέτοντας ότι ο Ιησούς αναστήθηκε όπως ο Λάζαρος, για να ζει μαζί τους σωματικά και να συναναστρέφεται με αυτούς όπως πριν, σπεύδει να αγκαλιάσει ευλαβικά τα πόδια του. Την πλάνη της αυτή επανορθώνει ο Διδάσκαλος λέγοντας: Μη με αγγίζεις. Δηλαδή· παύσε να νομίζεις, ότι μπορείς να με πιάσεις και να με κρατήσεις σε αυτόν τον κόσμο. Μην περιμένεις να εξακολουθήσει η μεταξύ σας σωματική μου παρουσία. Νέα πνευματική σχέση και κοινωνία θα μας συνδέει στο εξής, η οποία θα αρχίσει, όταν με την ανάληψή μου ανέβω προς τον Πατέρα μου. Είναι άξιο να σημειωθεί εδώ, ότι αν και ο Κύριος δεν επέτρεψε στη Μαγδαληνή να τον αγγίξει, παρόλ’ αυτά κάποιες μέρες ύστερα προσκάλεσε το Θωμά να ψηλαφήσει αυτόν. Η διαφορετική αυτή ενέργεια του Κυρίου εξηγείται από τις διαφορετικές προθέσεις και διαθέσεις, από τις οποίες κυριαρχούνταν η Μαγδαληνή από τη μία και ο Θωμάς από την άλλη. Η Μαρία δεν αμφέβαλλε για το ότι αυτός που της μιλούσε είναι ο Κύριος που από τον τάφο επανήλθε στη ζωή. Αλλά πλανιόταν νομίζοντας, ότι ο Κύριος θα εξακολουθούσε να συζεί μαζί με τους μαθητές κάτω από τους ίδιους όρους της ταπείνωσης και της εξομοίωσης με εμάς, με τους οποίους ζούσε και πριν το θάνατό του και την ανάστασή του. Ο Θωμάς από την άλλη απιστούσε στο ότι ο Κύριος αναστήθηκε και ζητούσε να πειστεί για το ότι η εμφάνιση του Κυρίου ήταν απτή πραγματικότητα και όχι πλάνη της φαντασίας. Το σφάλμα του Θωμά τελείωνε εκεί όπου άρχιζε το σφάλμα της Μαρίας. Για αυτό ο Κύριος ως προς μεν τη Μαρία ζητά να ανυψώσει αυτήν από ταπεινότερη σε υψηλότερη αγάπη· από σωματική σε πνευματική επαφή και κοινωνία· της παραγγέλλει να μην απλώσει τα χέρια της, αλλά να ανυψωσει την καρδιά της ψηλά· να μην ζητά να κρατήσει τον Διδάσκαλο στη γη, αλλά να ανυψώσει τον εαυτό της στον ουρανό. Ως προς το Θωμά όμως που δεν πειθόταν, ότι ο Κύριος αναστήθηκε και αξίωνε να ψηλαφήσει αυτόν, συγκαταβαίνει στην ασθένειά του, για να ανορθώσει τον μαθητή από την απιστία στην πίστη.
(2) Η παραγγελία, την οποία ο Ιησούς αναθέτει στη Μαρία, για τους δικούς του σημαίνει: Δεν μπήκα ακόμη στην κατάσταση της δόξας· αλλά όταν μπω, τότε θα με συντροφεύουν σε αυτήν και δεν θα παρεμβάλλεται τίποτα ανάμεσα σε μένα και σε σας. Για αυτό και οι φράσεις «αδελφούς μου», «Πατέρα μου και Πατέρα σας». Υπάρχει σε αυτές κατά κάποιο τρόπο μία πρόγευση της μελλοντικής κοινωνίας. Οι φράσεις αυτές υποδηλώνουν την αδιάλυτη αλληλεγγύη, η οποία θα ενώσει τους μαθητές με αυτόν στην ένδοξη κατάσταση, στην οποία μπαίνει ήδη. Δεν τους είχε ονομάσει ακόμη αδελφούς του. Τους ονομάζει τώρα επειδή μετέχουν στη θεία υιοθεσία την οποία τους πρόσφερε (g). Με την ονομασία αδελφούς μου υπαινίσσεται τα προς αυτούς ευνοϊκά του συναισθήματα, παρόλο που με τη φυγή και άρνησή τους είχαν γίνει ανάξιοι όλης της προηγούμενής τους θέσης, και προσφέρει σε αυτούς όλους τους καρπούς της ανάστασής του (b). Αν και ήδη εισήλθε στην κατάσταση της δόξας, αναγνωρίζει τους μαθητές του ως αδελφούς του και εκδηλώνει μεγαλύτερη αγάπη και οικειότητα με αυτούς παρά προηγουμένως. Τους είχε ονομάσει φίλους, αλλά ουδέποτε έως τώρα αδελφούς. Αν και ο Χριστός έχει ήδη ανυψωθεί, δεν έγινε αλαζόνας και υπερήφανος. Παρά την ένδοξη ανύψωσή του δεν λησμονεί τους άσημους φίλους του, τους οποίους «δεν ντρέπεται να τους ονομάζει αδελφούς».
(3) «Το ανεβαίνω δηλώνει και το Θέλω να ανέβω, και μπορούμε να το επεκτείνουμε σε περισσότερο καιρό» (Ζ). «Διότι δεν επρόκειτο να το κάνει αυτό αμέσως, αλλά μετά σαράντα ημέρες. Πώς λοιπόν λέει αυτό; Επειδή ήθελε να εξυψώσει τη διάνοιά της και να την πείσει ότι πηγαίνει στους ουρανούς» (Χ). Με άλλα λόγια. Είμαι ζωντανός. Αλλά δεν θα μένω πάντοτε μαζί σας όπως κατά το παρελθόν, αλλά προσεχώς αναλαμβάνομαι (F). Ανεβαίνω ως Παράκλητος και μεσίτης σας προς τον Πατέρα. Ανεβαίνω, για να λάβω τις τιμές και εξουσίες εκείνες, οι οποίες θα είναι η ανταμοιβή της ταπείνωσής μου. Και πρέπει να χαρούν οι μαθητές μου για αυτό. Διότι αυτό θα είναι και δικός τους θρίαμβος. Ανεβαίνω ως νικητής και κατακτητής, ο οποίος, «αιχμαλώτισε αιχμαλωσία» για να δώσει «δωρήματα στους ανθρώπους». Ανεβαίνω ως πρόδρομος αυτών, για να «ετοιμάσω τόπο» στους ουρανούς και για αυτούς. Ο Πατέρας μου θα γίνει Πατέρας και αυτών που πιστεύουν σε μένα. Και θα γίνουν και αυτοί «κοινωνοί θείας φύσεως», όπως και ο Κύριος έγινε κοινωνός ανθρώπινης φύσης, για αυτό και ο Πατέρας του έγινε και Θεός του. Μη με περιμένουν λοιπόν να συνεχίσω πάνω στη γη τη σωματική μου παρουσία, ούτε να ιδρύσω πάνω στη γη την πρόσκαιρη και εγκόσμια βασιλεία σύμφωνα με τις παχυλές ελπίδες των Ιουδαίων για τον Μεσσία. Θα αναστηθούν και αυτοί σε νέα πνευματική ζωή, ζωοποιούμενοι μαζί με εμένα, για να καθίσουν μαζί μου στα επουράνια (Εφεσίους β 5, 6). Ας μη θεωρούν πλέον τη γη ως πατρίδα τους και ως τόπο της δόξας και ανάπαυσής τους. Θα αναγεννηθούν από ψηλά από τον ουρανό, και θα συνδεθούν με τον ουρανό. Ο Πατέρας μου θα γίνει και Πατέρας τους. Τα βλέμματά τους λοιπόν πρέπει να είναι στραμμένα ατενώς προς τον ουρανό και οι καρδιές τους πρέπει να πάλλουν προς τα εκεί, όπου μετά από λίγο θα ανέβω. «Τα άνω να φρονείτε· τα άνω να ζητάτε· όχι τα γήινα».
(4) «Δεν λέει προς τον πατέρα μας. Με άλλη έννοια λοιπόν είναι Πατέρας μου και με άλλη πατέρας σας· πατέρας δικός μου εκ φύσεως, πατέρας δικός σας εκ χάριτος. Ούτε λέει Θεό μας. Είναι λοιπόν με άλλη έννοια Θεός μου και με άλλη Θεός σας. Είναι Θεός μου, κάτω από τον οποίο είμαι και εγώ ως άνθρωπος· είναι Θεός σας ανάμεσα στον οποίο και σε σας είμαι μεσίτης» (Αυ). «Επειδή δηλαδή είπε: Πες στους αδελφούς, για να μην φανταστούν από αυτό κάποια ισότητα, δείχνει την διαφορά που έχουν» (Χ). «Με άλλο τρόπο είπε τον πατέρα πατέρα δικό του και με άλλο των μαθητών· δικός του μεν είναι από τη φύση του μιας και είναι ομοούσιος» (Ζ), «δικός μας όμως Πατέρας δεν είναι από τη φύση του, αλλά (από τη φύση του) είναι μάλλον Θεός μας ως δημιουργός και Κύριος. Αλλά επειδή ανέμιξε κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό του με εμάς ο Υιός, το μεν αξίωμα που υπάρχει κατά τρόπο κύριο και προσωπικό σε αυτόν, το χαρίζει στη δική μας φύση, ονομάζοντας Πατέρα κοινό αυτόν που τον γέννησε» (Κ). «Ονομάζει και Θεό και του εαυτού του και των μαθητών μιας και είναι άνθρωποι» (Ζ), «κάνοντας δικά του τα ανθρώπινα λόγω της ομοίωσής του με εμάς… Διότι, όπως ακριβώς εμείς ανεβαίνουμε στο πάνω από τη φύση μας αξίωμα με την ομοίωσή μας με αυτόν… έτσι και αυτός επειδή ακριβώς δέχτηκε τη δική μας μορφή… έχει το Θεό Θεό του, παρόλο που αυτός είναι Θεός από Θεό κατά φύση και αληθινός» (Κ). «Και πώς δεν είπε απλώς Και Θεό μας, αλλά και εδώ διαχώρισε τον εαυτό του; Διότι, αν και έγινε άνθρωπος και αδελφός τους όσον αφορά τη φύση την ανθρώπινη, αλλά διέφερε πολύ από αυτούς ως προς την τιμή, και επειδή ήταν ενωμένος με τη θεότητα και επειδή ήταν αναμάρτητος» (Ζ). «Με αυτά που είπε, ανακεφαλαιώνει όλο το σκοπό του θείου σχεδίου για τον άνθρωπο… Θα πορευτώ να κάνω μέσω του εαυτού μου Πατέρα σας τον αληθινό Πατέρα από τον οποίο χωριστήκατε· και να κάνω μέσω του εαυτού μου Θεό σας τον αληθινό Θεό από τον οποίο απομακρυνθήκατε· διότι με την ανθρώπινη φύση την οποία σαν πρώτο καρπό και αρχή δική σας πήρα θα προσφέρω στο Θεό και Πατέρα μέσω του εαυτού μου, όλο το ανθρώπινο γένος» (Γν). Ο σύνδεσμος, ο οποίος θα υφίσταται για πάντα ανάμεσα σε μένα, τον αναστημένο σωτήρα και σε σας, τους πιστούς μου, θα είναι ότι ο Πατέρας στον οποίο ανεβαίνω είναι Πατέρας σας, διότι είναι Πατέρας μου, και Θεός μου διότι είναι Θεός σας (ο).
Ιω. 20,18 ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα(1) τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον(2), καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.
Ιω. 20,18 Έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή και αναγγέλει στους μαθητάς, ότι είδε τον Κυριον, και ότι ο Κυριος της είπε να αναγγείλη εις αυτούς την ανάστασίν του.
(1) Υπάρχει και η γραφή αγγέλλουσα.
(2) Υπάρχει και η γραφή Εώρακα τον Κύριον. Αυτές υπήρξαν οι πρώτες λέξεις τις οποίες γεμάτη χαρά ανήγγειλε η Μαρία. «Ανήγγειλε και την εμφάνιση και τα λόγια του, τα οποία ήταν ικανά να τους παρηγορήσουν» (Χ). Όταν ο Θεός μας παρηγορεί, κάνει αυτό με σκοπό και εμείς να παρηγορούμε και τους άλλους.
Ιω. 20,19 Οὔσης οὖν(1) ὀψίας(2) τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων(3), καὶ τῶν θυρῶν(4) κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ(5) συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων(6), ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς(7) καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον(8), καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν(9).
Ιω. 20,19 Κατά την ημέραν εκείνην, την πρώτην της εβδομάδος, ενώ πλέον είχε βραδυάσει και αι θύραι του σπιτιού, όπου ευρίσκοντο συγκεντωμένοι οι μαθηταί, ήσαν κλεισμέναι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν έξαφνα ο Ιησούς, εστάθη στο μέσον και τους λέγει• “ειρήνη ας είναι εις σας”.
(1) = σε συμφωνία με το γεγονός που εξιστορήθηκε της ανάστασης και εμφάνισης στη Μαγδαληνή (ο). «Επειδή ήταν λογικό οι μαθητές, ακούγοντας αυτά, ή να μην πιστέψουν στη γυναίκα, ή εάν πίστευαν να λυπούνται που δεν καταξίωσε αυτούς της εμφάνισής του… δεν άφησε ούτε μία ημέρα να περάσει, αλλά αφού έβαλε σε αυτούς την επιθυμία και με το ότι γνώριζαν πλέον ότι αναστήθηκε και με το ότι άκουσαν αυτό από τη γυναίκα να διψούν να τον δουν» (Χ), «εμφανίζεται την ίδια ημέρα και σε αυτούς. Διότι πρώτα μεν γύμνασε τον πόθο τους και έπειτα παρέδωσε πιο ποθητό τον εαυτό του σε αυτούς» (Ζ). «Θα μπορούσε όμως κάποιος εύλογα να έχει την εξής απορία, πώς δηλαδή ο Σωτήρας ενώ υποσχέθηκε στους μαθητές, από τη μία μέσω των αγγέλων, από την άλλη και με τη δική του φωνή, ότι φθάνοντας στη Γαλιλαία θα φανερωθεί, προλαβαίνει την υπόσχεση και στην Ιερουσαλήμ… την ίδια την ημέρα της ανάστασης… Αλλά αυτό φανερώνει τον πλούτο της φιλάνθρωπης διάθεσής του, και δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ψεύδος. Διότι δεν είπε ότι μόνο στη Γαλιλαία θα τον δουν, ούτε πάλι βεβαίως εμφανιζόμενος στην Ιερουσαλήμ δεν εμφανίστηκε και στη Γαλιλαία όπως υποσχέθηκε» (Σβ). Άλλη απορία: «Πώς ενώ, σύμφωνα με το Λουκά και τον Ιωάννη, τόσες φορές φανερώθηκε ο Ιησούς στους μαθητές στην ίδια την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με το Μάρκο και το Ματθαίο διατάζονται οι ίδιοι μέσω των γυναικών να πάνε στη Γαλιλαία, διότι εκεί θα τον δουν, αλλά δεν επρόκειτο να τον δουν στην Ιερουσαλήμ; Και λέμε, ότι οι μεν άλλοι δύο ευαγγελιστές συμπλήρωναν την ομάδα των δώδεκα και είπαν ότι φανερώθηκε σε αυτούς στην Ιερουσαλήμ ενώ ήταν κρυμμένοι, ενώ οι άλλοι δύο, ο Ματθαίος και ο Μάρκος λένε ότι φάνηκε στη Γαλιλαία όχι στους δώδεκα μόνο, αλλά στους εβδομήντα… Ηταν λοιπόν πολλές και διαφορετικές οι οπτασίες που έγιναν στους μαθητές μετά την ανάσταση, και οι μεν γράφουν αυτές, οι άλλοι τις άλλες» (Ε). «Εμένα όμως μου φαίνεται ότι έχει πολλή έμφαση αυτό που ειπώθηκε από τον Ματθαίο για τους μαθητές, το «να πάνε στη Γαλιλαία και εκεί θα με δουν». Διότι αν και επρόκειτο να συμβούν σε αυτούς πολλές εμφανίσεις, αποβλέπει όμως σε μία πιο εξαιρετική από τις άλλες, αυτήν της υπόσχεσης, κατά την οποία επρόκειτο να φανεί σε αυτούς στο βουνό. Διότι τότε αφού τον πλησίασαν και τον προσκύνησαν αυτοί που αμφέβαλλαν, με εξουσία είπε με τρόπο που αρμόζει σε Θεό: Μου δόθηκε όλη η εξουσία και τα υπόλοιπα» (Σβ).
(2) Η εμφάνιση αυτή εξιστορείται και στο Λουκά κδ 36 ότι έγινε μετά από την από Εμμαούς επιστροφή των δύο μαθητών, στους οποίους φανερώθηκε ο Ιησούς κατά το δείπνο, το οποίο έγινε όταν «πέρασε η ημέρα». Οψία λοιπόν εδώ πρέπει να ορίσουμε ώρα προχωρημένη του απογεύματος, ίσως στις 8 μ.μ. (β,ο). «Δεν παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας, ώστε να συγκεντρωθούν όλοι μαζί» (Χ).
(3) Τονίζεται με έμφαση η χρονολογία, διότι η ημέρα αυτή είναι η πρώτη χριστιανική Κυριακή (μ). Είναι αυτή το χριστιανικό Σάββατο, που θα τηρείται από δω και στο εξής από τους μαθητές. Αν και αναφέρθηκε ξεκάθαρα εδώ (στο στίχο 1) ότι ο Κύριος αναστήθηκε τη μία των σαββάτων δηλαδή την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, και μπορούσε εδώ ο ευαγγελιστής να πει: «την ίδια ημέρα όταν βράδυασε» παρόλ’ αυτά, για να τιμηθεί ιδιαιτέρως η ημέρα, επαναλαμβάνει και πάλι «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων». Η επανάληψη αυτή γίνεται, όχι διότι οι απόστολοι αποσκοπούσαν να τιμήσουν την ημέρα, (διότι αυτοί αμφέβαλλαν ακόμη για την ανάσταση), αλλά διότι ο Θεός ήθελε να τιμήσει την ημέρα οικονομώντας τα πράγματα έτσι, ώστε να είναι οι μαθητές μαζεμένοι, για να δεχτούν την πρώτη επίσκεψη του αναστημένου Κυρίου. Έτσι ο Θεός ευλόγησε και αγίασε την ημέρα αυτή, διότι σε αυτήν ο Λυτρωτής αναστήθηκε.
(4) Ο πληθυντικός δηλώνει πόρτα που αποτελείται από δύο φύλλα (g).
(5) Αν και στο Ιω. β 2 ο όρος μαθητές έχει και γενικότερη έννοια, στα τελευταία όμως κεφάλαια του ευαγγελίου χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους ένδεκα και η εμφάνιση σε αυτούς ως ιδιαιτέρως σοβαρή αναφέρεται και στο Α΄ Κορ. ιε 5. Αυτό όμως δεν αποκλείει να ήταν και άλλοι παρόντες, πιθανώς μάλιστα ήταν όπως φαίνεται από το Λουκά κδ 33 (β). Αρκετοί μεγαλογράμματοι αποσιωπούν το συνηγμένοι.
(6) Η φήμη, ότι ο τάφος βρέθηκε κενός είχε διασπαρεί, όπως φαίνεται από το Ματθ. κη 11 και οι άρχοντες των Ιουδαίων υποπτεύονταν αναμφίβολα κάθε συνάθροιση των μαθητών του Ιησού (β). Από την άλλη οι απόστολοι φοβισμένοι εξ’ αιτίας των συμβάντων των τελευταίων ημερών φοβόντουσαν, μήπως αναζητηθούν και διωχθούν ως μαθητές του Ιησού (F). Μολονότι φοβόντουσαν, ήταν μαζεμένοι. Οι μαθητές του Χριστού και σε δύσκολους καιρούς δεν πρέπει να «εγκαταλείπουν τη σύναξή τους» (Εβρ. ι 25). Τα πρόβατα της ποίμνης του Χριστού διασκορπίστηκαν, όταν χτυπήθηκε ο ποιμένας. Συγκεντρώνονται όμως πάλι στο ίδιο μέρος για να ενισχυθούν μεταξύ τους.
(7) «Μπήκε μέσα ανεμπόδιστα, παρόλο που οι πόρτες ήταν κλεισμένες» (Κ). Ως προς την εξήγηση αυτής της εισόδου· ή, λιγότερο πιθανώς «στάθηκε στο μέσο ο Χριστός απροσδόκητα, ενώ ήταν κλειστές οι πόρτες, χάρις σε κάποια ανείπωτη και θεϊκή δύναμη… Διότι έπρεπε, έπρεπε αφού ήταν Θεός από τη φύση του και αληθινός να μην είναι υποταγμένος στις φυσικές συνέπειες των πραγμάτων» (Κ). «Αλλά το κλείσιμο των πορτών κανένα εμπόδιο δεν προξένησε στην ύλη του σώματός Του, στο οποίο κατοικούσε η θεότητα. Μπορούσε πράγματι να μπει χωρίς να ανοίξουν οι πόρτες, όπως και από τη γέννησή του παρέμεινε απαραβίαστη η παρθενία της μητέρας του» (Αυ). Ή, πιο σωστά, η αιφνίδια εμφάνιση του Ιησού ανάμεσα στους μαθητές δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο από το γεγονός, ότι το σώμα του Ιησού υποτασσόταν ήδη στη δύναμη του πνεύματος. Αληθινά το σώμα αυτό ήταν ακόμη εκείνο, το οποίο είχε χρησιμεύσει σε αυτόν ως όργανο κατά τη ζωή του. Αλλά εφόσον ήδη πριν το θάνατό του το σώμα αυτό υποτασσόταν στη δύναμη της θέλησης (Ιω. στ 16-21), τώρα με τη μεταμόρφωση της ανάστασης είχε προσεγγίσει ακόμη περισσότερο προς την κατάσταση του δοξασμένου και πνευματικού σώματος, δες Α΄ Κορ. ιε 44 (g), του αναστημένου σώματος, του λεπτού και ανάλαφρου και αμόλυντου, όπως ο Ζ ονομάζει αυτό, του όχι πλέον σαρκικού, αλλά πνευματικού και μέσω του σαρκικού και αυτού που κατά την ημέρα της ανάληψης έγινε ορατό (δ).
(8) «Για να είναι ορατός σε όλους» (Ζ). Ο Ιουστίνος (Διάλογος προς Τρύφωνα 106) βρίσκει στη στάση αυτή του Ιησού ανάμεσα στους αδελφούς του εκπλήρωση του Ψαλμού κα 23 (β).
(9) Ο ίδιος χαιρετισμός και στο Λουκά κδ 36. «ήταν πολλή η έκπληξη. Διότι ούτε την πόρτα χτύπησε, αλλά στάθηκε στο μέσο τελείως αθόρυβα… Συγχρόνως όμως και με τη φωνή του καθησύχασε την ταλαντευόμενη σκέψη τους, λέγοντας: Ειρήνη σε σας, δηλαδή μη θορυβείστε. Και τους υπενθύμισε τον λόγο εκείνο που τους είπε πριν το σταυρό, «σας αφήνω τη δική μου ειρήνη»» (Χ). «Στις μεν μαθήτριες έδωσε τη χαρά πριν από κάθε λόγο. Διότι το γένος εκείνο είχε καταδικαστεί στη λύπη» (Ζ). «Διότι καταράστηκαν να γεννούν με λύπες. Στους άνδρες όμως έδωσε το να ειρηνεύουν λόγω των πολέμων που θα είχαν εξ’ αιτίας του κηρύγματος. Ταυτόχρονα όμως φανερώνει και τα κατορθώματα του σταυρού· και αυτά ήταν η ειρήνη» (Θφ). Το Ειρήνη σε σας είναι συνηθισμένος ανατολικός χαιρετισμός κατά την είσοδο στο σπίτι και ως τέτοιος χρησιμοποιείται εδώ. Αλλά στο στίχο 21 επαναλαμβάνεται επίσημα πριν ακόμη οι απόστολοι λάβουν την εντολή τους, και μπορεί να αποτελεί υπαινιγμό στην αποχαιρετιστήρια δωρεά της ειρήνης στο Ιω. ιδ 27 (β). Ο χαιρετισμός, μολονότι συνηθισμένος, κρύβει πάντως εδώ και ιδιαίτερη έννοια. Προσφέρονται με αυτόν οι ευλογημένοι καρποί και τα σωτήρια αποτελέσματα του θανάτου και της ανάστασής του. Ειρήνη σε σας. Ειρήνη με το Θεό, ειρήνη στις δικές σας συνειδήσεις, ειρήνη μεταξύ σας. Όλη η ειρήνη αυτή ας είναι μαζί σας. Όχι ειρήνη με τον κόσμο, αλλά ειρήνη εν Χριστώ. Η αιφνίδια εμφάνισή του ανάμεσά τους, όταν αυτοί αμφέβαλλαν ακόμη για την ανάστασή του, αλλά και ήταν φοβισμένοι για τους εαυτούς τους, δεν ήταν δυνατόν παρά να προκαλέσει κάποιο θόρυβο και ταραχή σε αυτούς. Και κατασιγάζει αυτόν με τις λέξεις Ειρήνη σε σας. Σε οποιοδήποτε σπίτι μπαίνει ο Κύριος, οι πρώτοι λόγοι, τους οποίους απευθύνει σε αυτούς που είναι σε αυτό είναι Ειρήνη σε σας. Σε οποιαδήποτε καρδιά εμφανίζει τον εαυτό του, με αυτόν τον σωτήριο χαιρετισμό ζητά να κερδίσει αυτήν, για να μένει μέσα σε αυτήν σκορπίζοντας στα βάθη της την ανάπαυση και τη χαρά. Ο Κύριος έρχεται τώρα ανάμεσα στο λαό του, για να ευλογήσει αυτούς και για να τους μεταδώσει ειρήνη. Δεν έρχεται για να ελέγξει τα σφάλματά τους και για να καλέσει αυτούς σε κρίση. Έρχεται να τους χαροποιήσει. Ειρήνη σε σας, είπε στους μαθητές, χωρίς ούτε καν να υπενθυμίσει σε αυτούς τον διασκορπισμό τους στο πάθος του, τον φόβο, τον οποίο τώρα δοκίμαζαν για την ολιγοπιστία τους, ούτε ακόμη στον Πέτρο την τριπλή άρνησή του.
Ιω. 20,20 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ(1). ἐχάρησαν(2) οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον(3).
Ιω. 20,20 Και αφού είπε τούτο, έδειξεν εις αυτούς τα χέρια και την πλευράν του, δια να ίδουν τα σημάδια των πληγών και πιστεύσουν ότι αυτός είναι ο διδάσκαλός των. Και τότε οι μαθηταί, όταν είδαν τον Κυριον αναστημένον, εχάρησαν.
(1) Το γεγονός ότι δεν έδειξε σε αυτούς και τα πόδια του δεν μπορεί να αποδείξει κάτι υπέρ της υπόθεσης, ότι πάνω στο σταυρό τα πόδια δεν είχαν καρφωθεί. Τα χέρια και η πλευρά αρκούσαν, για να αποδείξουν την ταυτότητά του. Άλλωστε στο Λουκά κδ 40 αναφέρονται και τα πόδια (g). «Με το να γυμνώσει τελείως και την ίδια την πλευρά του σώματος και με το να δείξει τα σημάδια από τα καρφιά, τους πληροφόρησε ολοφάνερα, ότι ανέστησε το ναό (σώμα του) που πάνω στο σταυρό κρεμάστηκε και αυτό ακριβώς το σώμα που φόρεσε, αυτό πάλι ανέστησε… Τώρα όμως σε τέτοιο βαθμό γίνεται ορατό… ώστε, αν και ο καιρός τον καλεί τώρα να μεταμορφώνει το σώμα του σε κάποια δόξα ανείπωτη και υπερφυσική, επέτρεψε από συγκατάβαση να φαίνεται πάλι όπως ακριβώς ήταν (πριν την ανάσταση), για να μην νομίζεται ότι έχει άλλο σώμα από εκείνο με το οποίο και έπαθε το σταυρικό θάνατο. Διότι το ότι δεν θα μπορούσε να γίνει ανεχτή στα δικά μας μάτια η δόξα του αγίου σώματος, εάν βεβαίως ήθελε ο Χριστός να την αφήσει να απλωθεί και πριν ανέβει προς τον Πατέρα, θα το καταλάβεις εύκολα, αν θυμηθείς τον μετασχηματισμό του σώματος που δείχτηκε κάποτε στους αγίους μαθητές στο όρος της Μεταμόρφωσης… Με πολλή συγκατάβαση λοιπόν ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, χωρίς να μεταμορφώσει ακόμη τον ναό του στη δόξα που χρωστούνταν σε αυτόν και του έπρεπε, φαινόταν με τα πρώτα ακόμη χαρακτηριστικά» (Κ). «Διότι για να βεβαιωθούν δείχνονται αυτά, και όχι από ανάγκη και νόμο του σώματος» και «αυτά που φαγώθηκαν» μετά την ανάσταση από τον Κύριο «επειδή τα πήρε μόνο για βεβαίωση της ανάστασης, καταναλώνονταν με κάποια θεία και αόρατη δύναμη» (Θφ).
(2) «Βλέπεις που τα λόγια γίνονται έργα; Διότι αυτό που έλεγε πριν το Σταυρό, ότι «πάλι θα σας δω και θα χαρεί η καρδιά σας, και τη χαρά σας κανείς δεν θα την πάρει από εσάς (Ιω. ιστ 22)», αυτό τώρα το πραγματοποίησε» (Χ).
(3) Είναι η πρώτη φορά, κατά την οποία ο Ιωάννης στην άμεση εξιστόρηση χρησιμοποιεί την ονομασία ο Κύριος, αντί για τη συνηθισμένη ο Ιησούς. Ο ευαγγελιστής σκέφτεται ήδη για το Διδάσκαλό του όχι όπως κινούνταν κατά τη διάρκεια της επίγειας δημόσιας δράσης του, αλλά σαν για κάποιον που αναστήθηκε και θα αναληφθεί μετά από λίγο στη δόξα του (β).
Ιω. 20,21 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν(1). καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς(2).
Ιω. 20,21 Είπε, λοιπόν, τότε εις αυτούς ο Ιησούς• “ειρήνη εις σας. Οπως έστειλεν εμέ ο Πατήρ, δια να τελειώσω το έργον της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι και εγώ στέλνω σας, να μεταφέρετε στους ανθρώπους την σωτηρίαν”.
(1) «Και χαιρετά πάλι λέγοντας εκείνο το συνηθισμένο, δηλαδή Ειρήνη σε σας, θεσπίζοντας και με αυτό κάποιο νόμο κατά κάποιο τρόπο στα παιδιά της εκκλησίας… Διότι το να ειρηνεύουμε και μεταξύ μας και με το Θεό, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι πηγή κατά κάποιο τρόπο και αρχή κάθε καλού» (Κ). Παρόλ’ αυτά τη φορά αυτή το Ειρήνη σε σας, χρησιμεύει ως εισαγωγή στην αποστολή, την οποία ο Ιησούς ήθελε να εμπιστευτεί στους αποστόλους του (F). Θέλει να δώσει σε αυτούς την ειρήνη του όχι πλέον σαν σε πιστούς απλώς, αλλά εν όψει της μελλοντικής κλήσης τους. Η ειρήνη είναι το θεμέλιο του αποστολικού έργου. Το μήνυμα αυτό της συμφιλίωσης, το οποίο ο Ιησούς φέρνει σε αυτούς, θα έχουν ως έργο να κηρύττουν αυτό στον κόσμο. Δες Β΄ Κορ. ε 20 (g). Ο πρώτος χαιρετισμός της ειρήνης απέβλεπε στο να κατασιγάσει την ταραχή τους, ώστε ήρεμοι να προσέξουν στις αποδείξεις της ανάστασης. Ο δεύτερος χαιρετισμός απέβλεπε στο να ενθαρρύνει αυτούς να αναλάβουν την ανατιθέμενη αποστολή, της οποίας τα βάρη και οι ευθύνες και οι άλλες δυσκολίες της διεξαγωγής επόμενο ήταν ξανά να θορυβήσουν αυτούς. Ο Γεδεών έλαβε την εντολή της αποστολής με το Ειρήνη… (Κριτών στ 22,23). Ο Χριστός είναι η ειρήνη μας. Και αν ο Χριστός είναι μαζί μας, είναι η ειρήνη μαζί μας. Ο Χριστός τώρα στέλνει τους αποστόλους να μεταφέρουν την ειρήνη στον κόσμο (Ησαΐου νβ 7). Και ο Χριστός τώρα παρέχει σε αυτούς την ειρήνη, όχι μόνο για δική τους ικανοποίηση, αλλά και για να μπορούν να μεταδίδουν αυτήν σε όλους «τους υιούς της ειρήνης» (Λουκά ι 5,6).
(2) «Ο Χριστός είναι ο απόστολος του Πατέρα (Εβρ. γ 1), ο Πέτρος και οι άλλοι είναι οι απόστολοι του Χριστού (b). Είχε σταλεί και ο ίδιος, για να δοξάσει το Θεό και να σώσει τους ανθρώπους. Για τον ίδιο σκοπό στέλνει τώρα και τους αποστόλους του στον κόσμο (F). «Εξύψωσε λοιπόν τις ψυχές τους αναθέτοντας σε αυτούς το δικό του έργο και κάνοντάς τους διαδόχους του» (Ζ). «Τους οποίους λοιπόν λέει, ότι θα τους στείλει, όπως ακριβώς έστειλε αυτόν ο Πατέρας, δείχνοντας ταυτόχρονα μεν το αξίωμα της αποστολής και την ασύγκριτη δόξα της εξουσίας που τους δόθηκε· την ίδια ώρα όμως, όπως είναι λογικό, υποδηλώνει και τον δρόμο για τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελούσαν το έργο τους οι απόστολοι. Διότι εάν θεωρούσε αυτός ότι έτσι έπρεπε να στέλνει τους μαθητές του, όπως ακριβώς τον έστειλε ο Πατέρας, πώς δεν θα ήταν αναγκαίο να δουν αυτοί, οι οποίοι βεβαίως επρόκειτο να γίνουν μιμητές των ίσων, τι λοιπόν έστειλε ο Πατέρας τον Υιό να πράξει;» (Κ). «Διότι, λέει, το δικό μου έργο αναλαμβάνετε» (Θφ). Ο Ιησούς μιλώντας για τον εαυτό του χρησιμοποιεί το πιο εμφαντικό ρήμα «ἀπέσταλκεν» = είναι πρέσβυς· ενώ για τους μαθητές χρησιμοποιεί το απλό «πέμπω» = είναι απεσταλμένοι (g). «Και δες την αυθεντία· δεν είπε θα Παρακαλέσω τον Πατέρα μου και θα σας στείλει, αλλά Εγώ στέλνω εσάς» (Θφ). Ως προς την αποστολή αυτή κανείς δεν μπορεί να εξισωθεί με το Χριστό. Διότι η αποστολή του Χριστού είναι από τον Πατέρα άμεσα χωρίς άλλον ενδιάμεσο· η αποστολή των αποστόλων και των υπόλοιπων λειτουργών της εκκλησίας είναι από τον Πατέρα, διαμέσου του Χριστού όμως (τ). Με την εξουσία με την οποία ο Πατέρας με έστειλε, σας στέλνω και εγώ. Και την ίδια εξουσία δίνω και εγώ σε εσάς. Αυτό αποδεικνύει τη θεότητα του Χριστού. Τα δικαιώματα, τα οποία δίνει στους μαθητές του είναι της ίδιας εξουσίας με εκείνα, τα οποία ο Πατέρας έδωσε σε αυτόν και αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό και εξυπηρετούν το ίδιο έργο. Με τη δύναμη της εξουσίας που του δόθηκε ως Μεσίτη και Λυτρωτή, έδωσε εξουσία σε αυτούς ως λειτουργούς του να ενεργούν για αυτόν και εξ’ ονόματός του, έτσι ώστε αυτοί που δέχονται ή δεν δέχονται αυτούς, δέχονται ή διώχνουν αυτόν τον ίδιο και εκείνον, ο οποίος τον έστειλε (Ιω. ιγ 20). Κατά δεύτερο λόγο τα λόγια αυτά απευθύνθηκαν και σε όλους του πιστούς, οι οποίοι αισθάνονται χαρά για την σε αυτούς πνευματική παρουσία και εμφάνιση του Κυρίου. Όλοι οι πιστοί αυτοί στέλνονται να εργαστούν το έργο του στη γη. Όπως αυτός ήλθε να εργαστεί το έργο του Πατέρα του έτσι και όλοι, οι οποίοι έγιναν μέτοχοι της σωτηρίας του και της κατά χάριν υιοθεσίας, στέλνονται από αυτόν να εργαστούν το ίδιο έργο, ο καθένας αναλόγως της κλήσης του, του επαγγέλματός του, της θέσης του και των χαρισμάτων τα οποία έχει λάβει. Σε όλους αυτούς ο Χριστός δίνει την ίδια παραγγελία και εντολή. Στέλνει αυτούς να εργαστούν το έργο του Θεού, ως τέκνα του Θεού, με το ειρηνικό συναίσθημα ότι έχουν ήδη συμφιλιωθεί με το Θεό και έχουν συμπεριληφθεί στην οικογένειά του. Στέλνει αυτούς να δρέψουν την μεγάλη και υπέροχη ευχαρίστηση, την οποία παρέχει η εργασία σε αυτό το έργο, στην οποία κανείς άλλος καταναγκασμός δεν παρακινεί αυτούς εκτός από τον καταναγκασμό της αγάπης.
Ιω. 20,22 καὶ τοῦτο εἰπὼν(1) ἐνεφύσησε(2) καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε(3) Πνεῦμα Ἅγιον(4)·
Ιω. 20,22 Και αφού είπε τούτο, εφύσησε εις τα πρόσωπα των την ζωογόνον πνοήν της νέας ζωής και τους είπε• λάβετε Πνεύμα Αγιον.
(1) Οι λέξεις αυτές χρησιμεύουν για να συνδέσουν αμέσως την ακόλουθη πράξη της εμφυσήσεως με τα προηγούμενα λόγια για την αποστολή (g). «Αφού τους κατέστησε λαμπρούς με το μεγάλο αξίωμα της αποστολής… και αφού τους ανέδειξε οικονόμους και ιερουργούς, τούς αγιάζει αμέσως δίνοντας σε αυτούς με φανερό εμφύσημα το δικό του Πνεύμα… Έδειξε λοιπόν ότι σε αυτούς που αυτός εκλέγει για θεια αποστολή, αναγκαστικά ακολουθεί το δόσιμο του Πνεύματος» (Κ). Εκείνους, τους οποίους ο Χριστός στέλνει, τους ντύνει με το Πνεύμα του και χορηγεί σε αυτούς όλες τις αναγκαίες δυνάμεις.
(2) Χύνοντας μέσα σε αυτούς νέα δύναμη ζωής (b). «Ανακαινίζοντας τον άνθρωπο ο Κύριος και την χάρη που έχασε από το φύσημα του Θεού (κατά τη δημιουργία του Αδάμ), αυτήν πάλι την δίνει πίσω, φυσώντας στο πρόσωπο των μαθητών» (Β). Το εμφυσώ λέγεται μία φορά· αλλά είναι το ρήμα που χρησιμοποιείται στο Γένεση β 7 (δες Σοφία Σολομ. ιε 11) για το Θεό που φύσηξε στο πρόσωπο του Αδάμ πνοή ζωής (β). «Φύσηξε μεν λοιπόν επειδή αυτός είναι η πηγή των χαρισμάτων, και για να μάθουμε και από εδώ, ότι αυτός είναι ο οποίος φύσηξε και το πρώτο και ζωτικό φύσημα στον Αδάμ» (Ζ)· «ώστε και εμείς όπως αρμόζει να πιστεύουμε, ότι το Αγιο Πνεύμα δεν είναι ξένο με τον Υιό, αλλά είναι ομοούσιο με αυτόν και μέσω αυτού (δι’ αὐτοῦ) του Υιού έρχεται προς τον κόσμο αυτό που προέρχεται (ἐκ) από τον Πατέρα» (Κ)· «για να μάθεις ότι του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι μία η δωρεά και η εξουσία· διότι αυτά που φαίνονται ότι είναι ιδιαίτερα γνωρίσματα του Πατέρα, αυτά φαίνονται ότι είναι και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Χ). Ο Θεός φύσηξε στο πρόσωπο του Αδάμ «πνοή ζωής» και μετέδωσε σε αυτόν όχι μόνο την κοινή με τα άλλα ζώα ζωή, αλλά και τα θεία χαρίσματα, με τα οποία ο άνθρωπος διακρίνεται από τα κτήνη. Έτσι και ο Χριστός τώρα μεταδίδει ως δημιουργός της καινούργιας κτίσης το δικό του θείο ζωοποιό πνεύμα (μ).
(3) Η δωρεά προσφέρεται πλουσιοπάροχα, αλλά πρέπει να ληφθεί και αυτό απαιτεί να ανταποκριθεί με προσπάθεια αυτός στον οποίο αυτή προσφέρεται (β). Και λέει· όπως παίρνετε το φύσημα από το στόμα μου, έτσι πάρτε και το Αγιο Πνεύμα από το πλήρωμά μου (b). Το πάρτε υπονοεί, ότι αυτοί που παίρνουν δεν είναι απλά παθητικά όργανα, αλλά πρέπει να γίνουν μέτοχοι της νέας ζωής και με προσωπική τους ενέργεια πίστης (μ).
(4) Η απουσία του άρθρου δείχνει ότι δεν πρόκειται ακόμη για την αποστολή του Παρακλήτου, την οποία υποσχέθηκε στα κεφ. ιδ-ιστ (g). Αυτό υπήρξε αρραβώνας της Πεντηκοστής (b). Υπήρξε πρόδρομος και εγγύηση εκείνου, το οποίο γρήγορα επρόκειτο να πραγματοποιηθεί με όλη την άφθονη πληρότητα και τον πλούτο του (ο). «Σαν ακριβώς κάποιους αρραβώνες του γενικού πράγματος που προσδοκιόταν να γίνει σε όλους, έπραττε τα μερικά και πριν τον καιρό που έπρεπε, ώστε να πιστεύεται χωρίς ενδοιασμούς… Επομένως, δέχονται μεν την μέθεξη (=μετέχουν, κοινωνούν) του Αγίου Πνεύματος όταν φύσηξε σε αυτούς λέγοντας: Πάρτε Πνεύμα Άγιο· διότι ούτε ήταν δυνατόν να διαψευστεί ο Χριστός σε ό,τι έλεγε, ούτε θα έλεγε Πάρτε, χωρίς να δώσει· στις μέρες όμως της αγίας Πεντηκοστής, όταν έκανε ο Θεός εμφανέστερη την ανακήρυξη της χάρης και την φανέρωση του αγίου Πνεύματος που κατοίκησε μέσα τους, φάνηκαν οι γλώσσες με φωτιά, χωρίς να φανερώνουν ότι τότε άρχισε η δωρεά σε αυτούς» (Κ). «Είναι λοιπόν αυτή όχι αρραβώνας μόνο ούτε κάποια ενδιάμεση δωρεά Αγίου Πνεύματος μεταξύ της πλήρης χάρης της Πεντηκοστής και της προηγούμενης απλής υπόσχεσης… αλλά χάρη και δύναμη για εκπλήρωση των τακτικών ποιμαντικών έργων της αποστολικής διακονίας και μάλιστα της εξουσίας του να δένουν και να λύνουν, η οποία είναι ο πυρήνας και το κέντρο της ποιμαντικής εξουσίας (δ). Ή, λιγότερο πιθανώς «κάποιοι όμως λένε, ότι δεν έδωσε το Πνεύμα, αλλά με το φύσημα τους έκανε κατάλληλους στο να το υποδεχτούν» (Χ). «Λέει λοιπον Πάρτε Πνεύμα Άγιο όχι τότε, αλλά όταν θα κατέβει» (Ζ). «Δεν θα έσφαλλε κάποιος αν έλεγε ότι και τότε πήραν αυτοί κάποια εξουσία και χάρη πνευματική… ώστε να συγχωρούν αμαρτήματα. Διότι είναι διάφορα τα χαρίσματα του Πνεύματος» (Χ). Ως προς το ζήτημα: «θα βρούμε λοιπόν στα επόμενα να γράφεται ότι ο Θωμάς… δεν ήταν με τους μαθητές όταν ήλθε ο Ιησούς. Πώς λοιπόν… αναδείχτηκε αληθινά μέτοχος του Αγίου Πνεύματος…; Λέμε λοιπόν ότι η δύναμη του Πνεύματος ερχόταν στον καθένα που πήρε τη χάρη και εκπλήρωνε το σκοπό αυτού που έδινε. Και έδωσε ο Χριστός όχι σε κάποιους σε κάποιο μέρος, αλλά σε όλους τους μαθητές… Επομένως, αν και απουσίασε ο Θωμάς δεν εξέπεσε από το να λάβει, αφού το Πνεύμα έτρεχε στον καθένα που όφειλε να το λάβει και ήταν ενταγμένος στον αριθμό των τιμημένων μαθητών» (Κ). Δες και το Αρ. ια 17,26 προηγούμενο, όπου ο Ελδάδ και ο Μωδάδ, αν και όχι παρόντες, έλαβαν το ίδιο χάρισμα. «Κάποιοι πάλι λένε, ότι ύστερα αφού είδε τα χέρια και την πλευρά του Σωτήρα και πίστεψε για την ανάσταση, πήρε και αυτός αυτήν τη χάρη» (Ζ).
Ιω. 20,23 ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας(1), ἀφίενται(2) αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται(2).
Ιω. 20,23 Εις όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρημένες και από τον Θεόν. Εις όποιους όμως τις κρατείτε άλυτες και ασυγχώρητες, θα μείνουν αιωνίως ασυγχώρητες”.
(1) «Τα πρόσθεσε αυτά δείχνοντας ποιό είδος ενέργειας δίνει» (Χ). «Αυτοί που έχουν το Πνεύμα συγχωρούν ή κρατούν αμαρτίες με δύο τρόπους, κατά τη δική μου τουλάχιστον σκέψη. Ή δηλαδή καλούν στο βάπτισμα αυτούς που τυχόν ήδη τους οφείλεται να τύχουν αυτού λόγω της σεμνότητας της ζωής τους και το δοκιμασμένο της πίστης τους, ή εμποδίζουν κάποιους και τους αποκλείουν από τη θεία χάρη, επειδή δεν έγιναν ακόμη άξιοι. Ή, και με άλλο τρόπο συγχωρούν και κρατούν αμαρτίες, όταν επιτιμούν μεν όταν αμαρτάνουν τα τέκνα της εκκλησίας, και όταν συγχωρούν από την άλλη όταν μετανοούν, όπως έκανε όντως και ο Παύλος με αυτόν που πόρνευσε στην Κόρινθο» (Κ). Η εξουσία αυτή, την οποία άσκησε πρωτίστως ο Υιός του ανθρώπου συγχωρώντας τις αμαρτίες (Ματθ. θ 6) ή κρατώντας αυτές (Ιω. θ 41, ιε 22,24), από δω και στο εξής, χάρις στο Πνεύμα που τους συνοδεύει, μεταβιβάζεται στους μαθητές. Οι εκφράσεις τις οποίες μεταχειρίζεται ο Ιησούς, δείχνουν κάτι περισσότερο από την απλή προσφορά συγγνώμης ή την απειλή καταδίκης· ακόμη και κάτι περισσότερο από την διακήρυξη της σωτηρίας ή της απώλειας δια μέσου του ευαγγελικού κηρύγματος. Ο Ιησούς μιλά για λόγο που συνοδεύεται από αποτελεσματικότητα είτε για άρση της ενοχής από τον ένοχο είτε για δέσμευση αυτής αιώνια. Εκείνος, ο οποίος είναι αληθινά το όργανο του Πνεύματος δεν λέει μόνο Σώθηκες, αλλά σώζει με το λόγο του· ούτε λέει απλώς χάθηκες, αλλά καταδικάζει πράγματι. Και αυτό διότι, τη στιγμή που απαγγέλει τον λόγο αυτόν μέσω του Πνεύματος, ο Θεός επικυρώνει αυτόν (g). Σύμφωνα με αυτά η εξουσία αυτή του να δένουν και να λύνουν δεν αναφέρεται ειδικώς και μόνο στη συγχώρηση ή μη των αμαρτιών στο μυστήριο της εξομολόγησης, την οποία μπορεί να εξαγγείλει ο ιερέας που εξομολογεί, χωρίς να επικυρωθεί από το Θεό, εφ’ όσον ο ένοχος δεν μετάνιωσε ειλικρινά. Αυτοί που θεώρησαν το χωρίο ότι αναφέρεται αποκλειστικά στην άφεση ή μη άφεση που παρέχεται στο μυστήριο της εξομολόγησης, αναγκάστηκαν να αναφερθούν στο ότι «μεταξύ των χαρισμάτων του Πνεύματος υπήρξε και το χάρισμα της διάκρισης πνευμάτων (Α΄ Κορ. ιβ 10 και Ιω. ιστ 8)» (β) «και στην ιδιότητα αυτή του να διακρίνουν τις καρδιές των ανθρώπων, την οποία κατέχουν όλοι οι ευλαβείς λειτουργοί της εκκλησίας… κατά το μέτρο, με το οποίο θα είναι ο καθένας γεμάτος από το Πνεύμα της σοφίας αναφέρονται τα λόγια αυτά» (Alford). «Επομένως και οι απόστολοι και αυτοί που είναι όμοιοι στους αποστόλους, επειδή είναι ιερείς σύμφωνα με τον μέγα αρχιερέα, επειδή πήραν την επιστήμη της θεραπείας του Θεού, γνωρίζουν διδασκόμενοι από το πνεύμα, για ποιους πρέπει να προσφέρουν θυσίες αμαρτημάτων, και πότε και με ποιο τρόπο και ξέρουν για ποιους πρέπει να κάνουν αυτό» (Ω). Ως προς το ζήτημα, εάν οι λόγοι αυτοί αναφέρονται σε ειδική εξουσία, που χορηγήθηκε σε μόνους τους αποστόλους προσωποπαγώς και όχι στην όλη εκκλησία, πρέπει να έχουμε υπ όψη, ότι όπως φαίνεται από το Ματθ. κη 19,20 η εντολή που δίνεται ήδη από τον Ιησού θα ίσχυε «μέχρι τη συντέλεια του αιώνος». Σύμφωνα με τον Κλήμεντα Ρώμης οι απόστολοι «όταν κήρυτταν κατά πόλεις και χώρες εγκαθιστούσαν τις απαρχές τους… σε επισκόπους και διακόνους αυτών που επρόκειτο να πιστεύουν» (κεφ. 42). Ήδη μάλιστα και επί των ημερών του Ωριγένη, (Υπόμνημα στο Ματθ. ΧΙΙ 14) οι επίσκοποι θεωρούνταν ότι διαδέχτηκαν τους αποστόλους στην εξουσία του να δένουν και να λύνουν (β). Τίποτα άλλωστε δεν παρέχει εδώ το δικαίωμα, να νομιστεί, ότι πρόκειται για ειδική εξουσία που δόθηκε σε μόνους τους αποστόλους, ως τέτοιους. Δεν πρόκειται για δικαίωμα, αλλά για δύναμη, της οποίας η αρχή είναι το Πνεύμα. Οι μαθητές των στίχων 18 και 19 είναι βεβαίως όλοι οι μαζεμένοι πιστοί. Οι δύο μαθητές των Εμμαούς ήταν παρόντες και πολλοί άλλοι εκτός των αποστόλων σύμφωνα με το Λουκά κδ 33. Βεβαίως οι απόστολοι είχαν και ειδική εξουσία. Αλλά οι δυνάμεις του Πνεύματος δόθηκαν σε όλους τους τότε παρόντες (g), σε όλη την εκκλησία. Τη στιγμή άλλωστε που ο Κύριος παρείχε την εξουσία αυτή η χριστιανική κοινότητα ήταν κοινότητα αποστόλων (χ). Η όλη εκκλησία ως κοινωνία οργανωμένη για διδασκαλία, αδελφική επικοινωνία και διοίκηση, έλαβε εξουσία, που ξεπήγασε άμεσα από τον Ιδρυτή της, να εξαγγείλει την υπόσχεση και τους όρους της συγχώρεσης (μ), και ως ταμιούχος της χάρης να παρέχει ή να παίρνει αυτήν.
(2) Το πρώτο είναι ενεστώτας, το δεύτερο παρακείμενος. Ο κόσμος είναι στην αμαρτία (b). Η μετάβαση από την αμαρτία στην κατάσταση της χάρης γίνεται σε μία στιγμή και είναι γεγονός παρόν. Για αυτό ο ενεστώτας. Ενώ το κεκράτηνται αναφέρεται σε κατάσταση, η οποία μένει πάγια για πάντα (g). Κάποιοι μεγαλογράμματοι κώδικες γράφουν αφέωνται. Ο σιναϊτικός γράφει αφεθήσεται.
Ιω. 20,24 Θωμᾶς δὲ(1) εἷς ἐκ τῶν δώδεκα(2), ὁ λεγόμενος Δίδυμος(3), οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν(4) ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς.
Ιω. 20,24 Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα, ο οποίος ελέγετο εις την ελληνικήν Διδυμος, δεν ήτο μαζή τους, όταν ήλθε ο Ιησούς.
(1) Μεταβατικός σύνδεσμος αλλά και με κάποια αντιθετική έννοια, όπου η αντίθεση είναι ανάμεσα στην απαλλαγμένη από κάθε αμφιβολία πεποίθηση των συμμαθητών και στην από το Θωμά εκδηλούμενη απιστία (ο).
(2) Ο αποστολικός κύκλος σημαίνεται με το «οι δώδεκα», παρόλο που ο Ιούδας ήδη εξέπεσε και χωρίστηκε από αυτούς. Οι δώδεκα παρέμεινε πρόσφορος τίτλος για να δηλώσει το στενότερο κύκλο των μαθητών. Δες Α΄ Κορ. ιε 5 (β).
(3) Δες για αυτό ια 16. Μεταξύ των Ελλήνων ο Θωμάς ήταν γνωστότερος με το Ελληνικό του όνομα Δίδυμος (b).
(4) Ή, λιγότερο πιθανώς, διότι ίσως η κατοικία του βρισκόταν σε μεγαλύτερη απόσταση και άκουσε αργά το μήνυμα της ανάστασης (b). Ή, πιο πιθανό, «είναι εύλογο ότι αυτός, αφού διασκορπίστηκαν οι μαθητές και άφησαν τον διδάσκαλο και έφυγαν, δεν ήλθε πλέον μαζί τους» (Ζ). Για το χαρακτήρα του Θωμά πληροφορηθήκαμε ήδη από τα Ιω. ια 16 και ιδ 5. Η εντύπωση που παράχθηκε σε αυτόν από το θάνατο του διδασκάλου του πρέπει να ήταν αυτή της βαθύτατης αποθάρρυνσης: «Του το είχα πει», θα επαναλάμβανε αναμφίβολα μέσα του. Η απουσία του κατά την πρώτη αυτή ημέρα μπορούσε να μην είναι άσχετη με το πικρό αυτό συναίσθημα (g).
Ιω. 20,25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον(1). ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ(2) ἴδω(3) ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων(4), καὶ βάλω(3) τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ(5), οὐ μὴ πιστεύσω.
Ιω. 20,25 Έλεγαν, λοιπόν, εις αυτόν οι άλλοι μαθηταί• “είδαμε τον Κυριον”. Εκείνος όμως τους είπε• “εάν δεν ίδω εις τα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και αν δεν βάλω το χέρι μου εις την πλευράν, που την ετρύπησε η λόγχη, δεν θα πιστεύσω”.
(1) Αναμφίβολα μίλησαν σε αυτόν και για τα σημάδια στα χέρια και την πλευρά του Κυρίου (b). Δες εδώ, ότι οι μαθητές του Χριστού προνοούσαν να οικοδομούν ο ένας τον άλλον στην πίστη, τόσο επαναλαμβάνοντας στον απόντα συμμαθητή όσα είχαν ακούσει, όσο και καθιστώντας αυτόν κοινωνό της πείρας τους. Όλοι όσοι έχουν δει τον Κύριο μέσω της πίστης και γεύτηκαν, ότι «είναι αγαθός ο Κύριος» οφείλουν να αφηγούνται και στους άλλους ό,τι ο Θεός έκανε για αυτούς. Μόνο κάθε καύχηση αλαζονική πρέπει να αποφεύγεται.
(2) Κηρυγμένη και ομολογημένη απιστία (b). Κρύβεται ισχυρογνωμοσύνη και σε αυτή τη μορφή των λόγων του και προπαντός στην επανάληψη των ίδιων λέξεων (g). «Για αυτό ο Θωμάς κατηγορείται. Διότι στους συμμαθητές που είναι αξιόπιστοι και δίνουν διαβεβαιώσεις, δεν πίστεψε» (Ζ). Είχαν και οι υπόλοιποι απόστολοι απιστήσει στις μυροφόρες, αλλά η απιστία του Θωμά ήταν λιγότερο δικαιολογημένη, εφόσον είχε και την πρόσθετη μαρτυρία των δέκα αποστόλων (ο). «Νομίζω όμως… ότι η ολιγοπιστία για λίγο καιρό του μαθητή έγινε πάρα πολύ κατάλληλα κατά το θείο σχέδιο, έτσι ώστε μέσω της δικής του πληροφορίας και εμείς οι μετά από αυτόν, να πιστεύουμε χωρίς ενδοιασμούς, ότι την σάρκα που κρεμάστηκε στο ξύλο και έπαθε τον θάνατο, την ζωοποίησε ο Πατέρας μέσω του Υιού» (Κ). «Και πρόσεξε, σε παρακαλώ, την φιλαλήθεια των αποστόλων, πώς δεν κρύβουν τα ελαττώματα, ούτε τα δικά τους, ούτε των άλλων, αλλά τα γράφουν με πολλή την αλήθεια» (Χ).
(3) «Ζητά ο ίδιος να τον δει· και όχι μόνο αυτό, αλλά και το σημάδι των καρφιών· και δεν σταματά την περιέργεια μέχρι αυτά, αλλά και να βάλει το δάχτυλο στο σημάδι των καρφιών και το χέρι στην πλευρά του» (Ζ). «Ζητούσε να πιστέψει με την πιο χονδροειδή αίσθηση, και ούτε με τα μάτια δεν πίστευε. Διότι δεν είπε Αν δεν δω, αλλά εάν δεν ψηλαφήσω… μήπως ήταν φαντασία αυτό που έβλεπε» (Χ). Ο Θωμάς ζητά να πληροφορηθεί με τις δικές του αισθήσεις. Δεν θυμάται τις προφητείες του Χριστού, που αναφέρονταν στο πάθος του, αλλά και στην ανάστασή του. Ούτε προσέχει στις βεβαιώσεις των συμμαθητών του. Λησμονεί ακόμη ο Θωμάς, ότι ο Κύριος είχε αναστήσει μπροστά του τον μονογενή γιο της χήρας στη Ναΐν και τον τετραήμερο Λάζαρο. Όταν λοιπόν οι συμμαθητές του μαρτυρούσαν, ότι είδαν αναστημένο τον Κύριο, έπρεπε με βάση και τα προηγούμενα αυτά να πειστεί. Αλλά αυτός ζητά να δει με τα ίδια του τα μάτια και με το χέρι να ψηλαφήσει τις ουλές των πληγών του πανάχραντου σώματος. Αυτού του είδους όμως η αξίωσή του, δεν το καταλαβαίνει ο Θωμάς, υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια του Χριστιανισμού. Εάν ο καθένας είχε την αξίωση με τις δικές του αισθήσεις πρώτα να πληροφορηθεί και έπειτα να πιστέψει, τότε η από τα θαύματα απόδειξη έπρεπε συνεχώς δια μέσου των αιτίων, αλλά και ατομικά μπροστά στα μάτια του καθενός να επαναλαμβάνεται. Αλλά το θαύμα τότε θα έχανε την αξία και την ισχύ του, διότι θα καταντούσε συνηθισμένο και κοινό γεγονός, εντασσόμενο στην τάξη αυτών των φυσικών φαινομένων. Αλλά και η πίστη θα έπαυε πλέον να είναι αξιόμισθη. Εάν ήταν δυνατόν με τα μάτια μου να δω και με τα χέρια μου να ψηλαφήσω, ότι ο Υιός του Θεού πέθανε και αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς ως αιώνιος αρχιερέας, και δεν απέμενε τίποτα ώστε να δείξω την ταπεινή υποταγή του λογικού μου στην μέσω τω Γραφών μαρτυρία του Θεού, πού θα συνίστατο πλέον η ηθική αξία της πίστης και πώς μετά τη γνώση αυτή και πληροφορία των αισθήσεων η πίστη θα παρέμενε πίστη;
(4) «Δηλαδή τα τραύματα που έγιναν στη σάρκα» (Κ). «Έμαθε ο Θωμάς, όπως φαίνεται, από τους συμμαθητές, ότι έδειξε σε αυτούς τα χέρια και την πλευρά του» (Ζ).
(5) «Από πού όμως γνώριζε ότι και η πλευρά άνοιξε; Το άκουσε από τους μαθητές. Πώς λοιπόν το μεν το πίστεψε, ενώ το άλλο όχι; Επειδή ήταν πολύ παράδοξο και θαυμαστό» (Χ)
Ιω. 20,26 Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ(1) πάλιν ἦσαν ἔσω(2) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς(3) τῶν θυρῶν κεκλεισμένων(4), καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν(5)· εἰρήνη ὑμῖν(6).
Ιω. 20,26 Και έπειτα από οκτώ ημέρας ήσαν πάλιν οι μαθηταί μέσα στο σπίτι και ο Θωμάς μαζή με αυτούς. Ερχεται, λοιπόν, ο Ιησούς έξαφνα, ενώ οι πόρτες ήσαν κλεισμένες, εστάθηκε στο μέσον και είπε• “ειρήνη υμίν”.
(1) Δεν έγινε λοιπόν άλλη εμφάνιση κατά τις ενδιάμεσες ημέρες (b). «Εμφανίζεται… την όγδοη ημέρα… δηλαδή την Κυριακή… Διότι δεν τα είπε αυτά για να θεωρήσουμε ότι επειδή είπε μετά από οχτώ ημέρες ότι εννοούσε αυτός την ένατη, αλλά συμπεριέλαβε στον αριθμό και τη ίδια την όγδοη, κατά την οποία εμφανίστηκε» (Κ). Ο Κύριός μας τίμησε και πάλι κατά την ίδια ημέρα της εβδομάδας με την προσωπική του παρουσία την συνάθροιση αυτή και έτσι έθεσε το θεμέλιο για την τιμή και τον αγιασμό της πρώτης ημέρας της εβδομάδας (ο). «Και για ποιό λόγο δεν του εμφανίζεται αμέσως, αλλά μετά από οχτώ ημέρες; Για να κυριευτεί από μεγαλύτερο πόθο και να γίνει μελλοντικά πιστότερος κατηχούμενος από τους μαθητές στο μεταξύ και ακούγοντας τα ίδια λόγια από αυτούς» (Χ). Αξιόλογη και η επόμενη: Ανέβαλε τη νέα εμφάνισή του για κάποιες ημέρες, για να δείξει στους μαθητές του, ότι δεν αναστήθηκε για να ζει τέτοια ζωή, όπως είχε ζήσει μέχρι τώρα, αλλά ανήκε ήδη σε άλλο κόσμο και επισκεπτόταν αυτούς, όπως οι άγγελοι όταν τύχει ευκαιρία επισκέπτονται τους ανθρώπους.
(2) «Μέσα στο σπίτι τους, όπου μαζεύονταν» (Ζ). Ο Ιησούς είχε παραγγείλει στους μαθητές, να πάνε στη Γαλιλαία (Ματθ. κη 7. Μάρκ. ιστ 7). Πώς παραμένουν στην Ιουδαία ακόμη και κατά την όγδοη από την ανάσταση ημέρα; Λιγότερο πιθανώς: Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τους συγκράτησε ο φόβος μήπως αφήνοντας μόνο το Θωμά στην ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, τον χάσουν (g). Ή, πιο σωστά, οι μαθητές φαίνεται να περίμεναν να περάσει ολόκληρο το οκταήμερο του Πάσχα είτε διότι έτσι είχαν αποφασίσει πριν την έναρξη της γιορτής είτε διότι είχαν κάποιο λόγο να πιστέψουν, ότι ο Ιησούς θα εμφανιζόταν και πάλι σε αυτούς (β). Αφού συμπληρώθηκε το οκταήμερο το Σάββατο απέφυγαν να ταξιδέψουν για την Γαλιλαία την πρώτη μέρα της εβδομάδας η οποία ήταν το χριστιανικό Σάββατο.
(3) Το ασύνδετο σχήμα προσδίδει ζωηρότητα στην αφήγηση (ο). «Εσύ όμως, όταν δεις τον μαθητή να απιστεί, κατάλαβε τη φιλανθρωπία του Δεσπότου, πώς και για μία ψυχή δείχνει τον εαυτό του να έχει τραύματα, και έρχεται για να διασώσει και τον ένα» (Χ). Ερχεται ο Ιησούς παρόντων ήδη όλων των μαθητών, ώστε όλοι οι μαθητές να είναι μάρτυρες των προς τον Θωμά επιτιμήσεων του Κυρίου και της στοργικής φροντίδας την οποία έλαβε για αυτόν.
(4) «Μπήκε μέσα από τις πόρτες και εμφανίζεται απροσδόκητα στη μέση του σπιτιού, δίνοντας, όπως φαίνεται, τον ίδιο τρόπο του θαύματος και στον μακάριο Θωμά. Διότι χρειαζόταν, χρειαζόταν φάρμακο για αυτόν που κατεξοχήν έπασχε και είχε πιο μικρή την πίστη» (Κ).
(5) «Όπως ακριβώς και πριν. Διότι κάνει όλα, όσα έκανε και όταν ήταν απών» (Ζ). Δες την συγκατάβαση του Κυρίου. Οι πύλες του ουρανού ήταν ανοιχτές σε αυτόν και μπορούσε να στέκεται ανάμεσα στους αγγέλους λατρευόμενος από το πλήθος αυτών. Για ευεργεσία όμως της εκκλησίας του χρονοτριβεί πάνω στη γη και αναβάλλει την ένδοξη ανάληψή του στους ουρανούς, και επισκέπτεται την μικρή ιδιωτική συνάθροιση των φτωχών μαθητών του και βρίσκεται ήδη και πάλι ανάμεσά τους.
(6) Στο χαιρετισμό του περιλαμβάνει και το Θωμά· ειδικά μάλιστα σε αυτόν απευθύνεται· διότι είναι ο μόνος, ο οποίος δεν απολαμβάνει ακόμη την ειρήνη, την οποία δίνει η πίστη (g).
Ιω. 20,27 εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ(1)· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε(2) καὶ ἴδε(3) τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου(4), καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός(5).
Ιω. 20,27 Έπειτα λέγει στον Θωμάν• “φέρε το δάκτυλό σου εδώ, ιδέ και με τα μάτια σου τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το εις την πλευράν μου, ψηλάφησε και ιδέ τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός”.
(1) «Εμφανίζεται πάλι ο Ιησούς και δεν περιμένει να του θέσει εκείνος την αξίωση, ούτε να ακούσει κάτι τέτοιο, αλλά χωρίς να πει τίποτα ο Θωμάς, προλαβαίνοντας αυτός, εκπληρώνει όσα ακριβώς επιθυμούσε» (Χ). Ο Κύριος συγκαταβαίνοντας εκπληρώνει τους όρους που υπαγορεύτηκαν από την απιστία του Θωμά, για να μην παραμείνει αυτός σε αυτήν. Σαν καλός ποιμένας ζητά το χαμένο και το επαναφέρει στην ποίμνη, από την οποία κινδυνεύει να αποπλανηθεί. Η συγκατάβαση και ανοχή του Κυρίου, αλλά και η τρυφερότητα αυτού προς τον μαθητή που απίστησε είναι μοναδική και ασύγκριτη. Ο θριαμβευτής κατά του θανάτου Κύριος απευθύνεται σε αυτόν που υπαγόρευσε αλαζονικά τους όρους, με τους οποίους θα παραχωρούσε την πίστη του, με συμπάθεια και αγάπη. Έλα λοιπόν να δεις· έλα και να ψηλαφήσεις. Τι παράδειγμα και για μας, που μας πείθει, ώστε με πραότητα και συμπάθεια να ελέγχουμε αυτούς που αντιτίθενται σε εμάς. Χωρίς φανατισμό, χωρίς οργή και χωρίς ξεσπάσματα, με ανοχή και μακροθυμία, με υπομονή απέναντι στις ειρωνείες τους και τους χλευασμούς τους, ακόμη δε και στις αδικίες και στους διωγμούς τους. Γνωρίζεις εάν την πεισματική τώρα απιστία τους, μαλάξει με το φωτισμό του ο Θεός, ο οποίος θέλει όλοι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας, και σημειωθεί και ως προς αυτούς το θαύμα της επιστροφής;
(2) Δείχνει «ότι και όταν έλεγε αυτά ο Θωμάς προς τους μαθητές, ήταν παρών» (Χ), «και άκουγε ως Θεός. Διότι χρησιμοποίησε και τα ίδια λόγια» (Ζ). Δείχνει στο Θωμά, ότι γνωρίζει αυτά που είναι στη διάνοιά του και πώς εξέφρασε αυτά. Και με τα λόγια του αποκαλύπτοντας, ότι αυτός είναι που εξετάζει καρδιές (Ιω. β 25) παρείχε αποδείξεις ικανές να εξαλείψουν κάθε αμφιβολία από τη διάνοια του άπιστου μαθητή του (β). Επιπλέον η σχεδόν κατά λέξη επανάληψη και από τον Κύριο των αγέρωχων λόγων του Θωμά αποσκοπούν στο να προκαλέσουν σε αυτόν το κοκκίνισμα της ντροπής για το χονδροειδές αυτής της αξίωσης (g). Δεν υπάρχει λόγος απιστίας στις γλώσσες μας ούτε σκέψη δισταγμού στις διάνοιές μας, τα οποία να παραμένουν καλυμμένα και άγνωστα στον Κύριό μας Ιησού.
(3) Με άλλα λόγια: Εξέτασε τα χέρια μου τόσο με την αφή όσο και με την όραση (ο).
(4) Σαν η πρόσκληση να ήταν να βάλει το χέρι του κάτω από τα ρούχα του Ιησού και να βεβαιωθεί εξετάζοντας με την αφή την ουλή στην πλευρά (β, g). «Είναι όμως άξιο απορίας, πώς σώμα άφθαρτο έδειχνε τα αποτυπώματα των καρφιών και μπορούσε να το αγγίξει θνητό χέρι; Αλλά μη θορυβηθείς· διότι αυτό συνέβη κατά συγκατάβαση. Διότι το τόσο λεπτό και ελαφρό σώμα, που μπήκε ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, ήταν απαλλαγμένο από κάθε παχύτητα. Αλλά δείχνεται αυτό για να πιστευτεί η ανάσταση και για να μάθουν ότι αυτός ήταν που σταυρώθηκε, και δεν αναστήθηκε άλλος αντί για αυτόν… Όπως ακριβώς λοιπόν βλέποντάς τον πριν το σταυρό να περπατά πάνω στα κύματα, δεν λέμε ότι το σώμα εκείνο ήταν άλλης φύσης, αλλά της δικής μας, έτσι, βλέποντας αυτόν μετά την ανάσταση να έχει τα αποτυπώματα του σταυρού, δεν θα πούμε πλέον ότι αυτός είναι φθαρτός· διότι αυτά τα έδειχνε για το μαθητή» (Χ). «Επειδή και αυτό που έφαγε, δεν το έφαγε από ανάγκη σωματική, αλλά για να βεβαιώσει την ανάσταση… και με κάποια δύναμη αόρατη και θεία καταναλώνονταν αυτά που φαγώθηκαν διότι τα πήρε μόνο για απόδειξη της ανάστασης» (Θφ).
(5) «Χρησιμοποίησε τα ίδια λόγια και κατά τρόπο πάρα πολύ επιτιμητικό και στη συνέχεια με τρόπο διδακτικό. Διότι αφού είπε φέρε το δάχτυλό σου… πρόσθεσε. Και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός» (Χ). «Από όπου είναι φανερό, ότι από απιστία ήταν η αμφιβολία. Διότι να, ο Κύριος τον αποκαλεί άπιστο» (Θφ). Μη γίνεσαι. Ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος αλλά βρισκόταν σε κατάσταση διάνοιας τέτοια, η οποία τον οδηγούσε στην απιστία (β). Δεν ήταν άπιστος με την έννοια, ότι δυσπιστούσε στο Διδάσκαλό του, αλλά βρισκόταν στην οδό της απιστίας, όταν αρνούνταν να δεχτεί τη νέα αποκάλυψη, την οποία έκανε στους μαθητές του ο Κύριος (τ). Με το ρήμα «μη γίνου» ζητά ο Ιησούς να αισθανθεί ο Θωμάς σε ποια κρίσιμη θέση βρίσκεται ήδη. Βρίσκεται στο σημείο όπου χωρίζονται οι δύο δρόμοι: αυτός της τέλειας πίστης και αυτός της τέλειας απιστίας. Ένα μόνο σημείο της αλήθειας, ένα μόνο γεγονός της ιστορίας το οποίο θα αρνούνταν κάποιος πεισματικά να δεχτεί, μπορεί να αποβεί για αυτόν σημείο αφετηρίας για πλήρη απιστία (g).
Ιω. 20,28 καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ(2)· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου(3).
Ιω. 20,28 Απήντησε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν• “Πιστεύω, Κυριε, ότι συ είσαι ο Κυριος μου και ο Θεός μου”.
(1) Η γλώσσα (την οποία χρησιμοποιεί ο Θωμάς) είναι απότομη λόγω του αιφνιδίου του αισθήματος, το οποίο διεγέρθηκε σε αυτόν (b). Βαθειά εντύπωση προκλήθηκε σε αυτόν όχι μόνο από την πραγματικότητα της ανάστασης, για την οποία τον πληροφορούν οι αισθήσεις του, αλλά και από την παντογνωσία του Κυρίου, η οποία αποδεικνυόταν από την επανάληψη των λόγων, τους οποίους είχε πει ο Θωμάς. Η σκηνή αυτή υπενθυμίζει αυτήν του Ναθαναήλ (g). Είναι πιθανότατο, ότι ο Θωμάς δεν άπλωσε το χέρι του να αγγίξει με το δάχτυλό του το σώμα του Κυρίου. Η θέα του Κυρίου και τα λόγια του παρήγαγαν σε αυτόν στιγμιαία ακράδαντη πεποίθηση, ότι ο Κύριος αναστήθηκε (ο). «Αφού είδε… αμέσως πίστεψε, χωρίς να περιμένει να ψηλαφήσει» (Ζ).
(2) Οι Σωκινιανοί και κάποιοι άλλοι επεχείρησαν να εφαρμόσουν τα ακόλουθα λόγια στο Θεό και όχι στον Ιησού, θεωρώντας αυτά ως κραυγή λατρείας του Θωμά και δεχόμενοι αυτά είτε σαν λόγο δοξολογίας είτε σαν αναφώνηση τιμής προς τον Θεό (g). Αλλά εάν τέτοια ήταν η πρόθεση του Θωμά ο ευαγγελιστής δεν θα προσέθετε «Είπε σε αυτόν». Τον Ιησού λοιπόν ονόμασε Κύριο και Θεό· το οποίο είναι σύμφωνο και με αυτά που αναφέρονται στο στίχο 17· ούτε αποτελούν τα λόγια αυτά («ο Κύριός μου και ο Θεός μου») μορφή απλής αναφώνησης. Οι μαθητές ήδη είχαν δει τον Κύριο (στίχος 25). Τώρα ο Θωμάς επιστρέφοντας στην πίστη δεν αναγνωρίζει απλώς τον Ιησού ως Κύριο… αλλά ομολογεί και την θεότητά του με υψηλότερη έννοια, όπως κανείς μέχρι τώρα δεν είχε ομολογήσει αυτήν (b).
(3) Πιστεύω και αναγνωρίζω, ότι είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου (b). «Ο μακάριος Θωμάς έκανε σωστότατη την ομολογία για αυτόν λέγοντας: ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Διότι σε αυτόν που είναι από τη φύση του Κύριος και εξουσιάζει τα πάντα, αληθινά θα συνεπαγόταν και το ότι είναι Θεός, όπως ακριβώς βεβαίως και σε αυτόν που είναι από τη φύση του Θεός, θα φαινόταν να συνυπάρχει πλήρως και το να μπορεί να εξουσιάζει τα πάντα και το να κατέχει την δόξα της κυριότητας. Πρέπει όμως να προσέξουμε ότι κατά τρόπο μοναδικό και με άρθρο λέει Ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Διότι δεν είπε απλώς Κύριός μου και Θεός μου, για να μην νομίσει κάποιος ότι τον είπε κύριο και Θεό με τρόπο που μοιάζει με τον δικό μας ή των αγίων αγγέλων… αλλά έναν Κύριο κατά τρόπο ειδικό και Θεό επειδή γεννήθηκε από τον κατά φύση Κύριο και Θεό Πατέρα» (Κ). Η ομολογία του Θωμά υπερβαίνει την ομολογία του Ναθαναήλ (α 49) και εκφράζει την πιο βαθειά από τις χριστιανικές αλήθειες, την οποία ο Ιωάννης έβαλε ως προμετωπίδα του ευαγγελίου του «και ήταν Θεός ο Λόγος» (β). Η απιστία του Θωμά που νικήθηκε τελείως με τη νέα αυτή εμφάνιση του Κυρίου, μας υποβοηθεί στο να στηριχτούμε στην προς αυτόν πίστη μας. Διότι δείχνει, ότι η μαρτυρία για την ανάστασή του δεν προέρχεται από χείλη ευπίστων ανθρώπων, αλλά από μάρτυρες, οι οποίοι παρέμεναν δύσπιστοι μέχρι τη στιγμή, κατά την οποία παρασχέθηκαν σε αυτούς όλες οι αποδείξεις, τις οποίες αξίωναν. Ο Θωμάς πίστεψε στο Χριστό ως τον Κύριο και Θεό του. Και εμείς λοιπόν οφείλουμε να πιστεύουμε στο Χριστό όχι σαν σε άνθρωπο που έγινε Θεός, αλλά σαν σε Θεό που έγινε άνθρωπος, όπως και ο ευαγγελιστής λέει: «Και ο Λόγος έγινε σάρκα».
Ιω. 20,29 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· ὅτι ἑώρακάς με(2), πεπίστευκας(3)· μακάριοι(4) οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες(5).
Ιω. 20,29 Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς• “επίστευσες, διότι με είδες• μακάριοι θα είναι απ' εδώ και πέρα στους αιώνας των αιώνων, εκείνοι οι οποίοι καίτοι δεν με είδαν, επίστευσαν”.
(1) «Άκουσε ο Σωτήρας αυτό που είπε ο μαθητής του, ο οποίος είναι διατεθειμένος και πίστεψε ότι αληθινά είναι αυτός ο Κύριος και ο Θεός, αλλά δεν θεωρούσε ότι πρέπει να τον μαλώσει. Για αυτό λοιπόν τον επαινούσε που πίστεψε και πολύ σωστά» (Κ). Ο Κύριος δεν απαντά όπως ο άγγελος της Αποκάλυψης «το Θεό προσκύνησε» (Αποκ. κβ 9), αλλά απαντά αντίθετα «πίστεψες» και δέχεται έτσι την ομολογία του Θωμά (g).
(2) Με τη θέα και όχι με το άγγιγμα πίστεψε ο Θωμάς. Για αυτό και ο Ιησούς δεν λέει σε αυτόν Πίστεψες διότι με ψηλάφησες (β).
(3) Ο παρακείμενος σημαίνει ότι στο εξής θα κατέχεις την πίστη (g). Δεν είναι άστοχη και η στίξη με ερωτηματικό. Διότι κρύβεται κάποια σκιά μομφής στη όλη φράση. Όχι διότι ο Θωμάς υποχώρησε τόσο γρήγορα στην απόδειξη της ανάστασης του διδασκάλου του -για αυτό ήταν αξιέπαινος μάλλον- αλλά διότι με επιμονή αρνήθηκε να δεχτεί την μαρτυρία των συμμαθητών του (ο).
(4) «Διακηρύττει ότι είναι μακάριοι αυτοί που πιστεύουν και χωρίς να δουν· διότι είναι όντως θαυμάσιοι. Και για ποιά αιτία; Διότι σε αυτά μεν που βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας δεν οφείλεται καθόλου αμφιλεγόμενη πίστη. Διότι τίποτα δεν πείθει καθόλου στο να έχει κάποιος ενδοιασμούς. Αυτό όμως που δεν το έχει δει κάποιος, αν το παραδεχτεί, τίμησε με αξιολογότατη πίστη αυτόν που το κήρυξε. Θα ακολουθήσει λοιπόν ο μακαρισμός καθέναν που πιστεύει μέσω της φωνής των αγίων αποστόλων» (Κ). «Δεν είπε αυτό, αποστερώντας το Θωμά από τον μακαρισμό, αλλά για να παρηγορήσει αυτούς που δεν είδαν» (Θφ). Ο Κύριος σημειώνει και αντιθέτει δύο βαθμούς πίστης· τον ένα κατώτερο, που βασίζεται στην πείρα των αισθήσεων και των υλικών αποδείξεων («επειδή με είδες»)· τον άλλον ανώτερο, που στηρίζεται στη μαρτυρία («αυτοί που δεν είδαν») (F). To «μακάριος» λοιπόν με την αντίθεση παίρνει την έννοια του μακαριότεροι (ο). Η μακαριότητα και του Θωμά δεν αποκλείεται, αλλά ο πλούσια ευνοημένος κλήρος αυτών που πιστεύουν χωρίς να δουν τονίζεται ειδικά (b). «Αυτό είναι περισσότερο μακάριο, το να πιστέψει κάποιος χωρίς να δει» (Θφ).
(5) «Διότι αυτό είναι γνώρισμα πίστης, το να δεχτεί δηλαδή κανείς αυτά που δεν βλέπει. Διότι είναι η πίστη… έλεγχος πραγμάτων που δεν βλέπονται» (Χ). «Και συμπεριλαμβάνει ο μακαρισμός αυτούς που πιστεύουν μέσω του κηρύγματος» (Ζ). Ο αόριστος «ἰδόντες» αναφέρεται σε πράξη προηγούμενη σε σχέση με την πίστη (g). Θα αποδιδόταν με επιτυχία ως εξής: παρόλο που δεν είδαν (ο). Ο αόριστος «πιστεύσαντες» λέγεται από τη άποψη της ανάπτυξης της Εκκλησίας που θεωρείται ως ολοκληρωμένη (g). Πρόκειται για γεγονός που προληπτικά λέγεται για όλους τους πιστούς σε όλες τις γενεές που θα ακολουθήσουν (ο).
Ιω. 20,30 Πολλὰ(1) μὲν(2) οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα(3) ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(4), ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ(5)·
Ιω. 20,30 Εκτός από το θαύμα αυτό της αναστάσεως και από όσα άλλα θαύματα είχε κάμει προηγουμένως ο Ιησούς, έκαμε και πολλά άλλα, εμπρός στους μαθητάς του, τα οποία απεδείκνυαν την θεότητά του και το έργον του, και τα οποία δεν είναι γραμμένα στο ιερόν τούτο βιβλίον.
(1) «Ανακεφαλαιώνει κατά κάποιο τρόπο την συγγραφή του, και κάνει φανερό στους ακροατές τον σκοπό των ευαγγελικών κηρυγμάτων» (Κ). Οι στίχοι αυτοί σχηματίζουν το συμπέρασμα (clausula σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό adv. Prax. 25) του ευαγγελίου, όπως αρχικώς σχεδιαζόταν, αφού το ακόλουθο κεφάλαιο κα είναι συμπλήρωμα που προστέθηκε πριν ακόμη το Ευαγγέλιο μπει σε κυκλοφορία (β). Εάν ο συγγραφέας αποσκοπούσε στο ευαγγέλιό του να αφηγηθεί την ανάπτυξη της πίστης των μαθητών, τότε η γέννηση της πίστης αυτής έπρεπε να είναι η αφετηρία της αφήγησης -και πράγματι είναι όπως φαίνεται από το Ιω. α 19 και εξής- το τελείωμά της έπρεπε να είναι το τέρμα. Και πράγματι το τελείωμα αυτό το βρίσκουμε στην ομολογία του Θωμά (g).
(2) Προετοιμάζει την ακόλουθη αντίθεση. Ο απόστολος ζητά να κάνει σαφές, ότι η σκέψη του δεν υπήρξε να διαγράψει πλήρη την εικόνα για κάθετί που είδε και άκουσε, αλλά ότι από το πλήθος των γεγονότων της ιστορίας του Ιησού έκανε εκλογή κατάλληλη για τον σκοπό τον οποίο είχε σαν πρόθεση (g).
(3) Ή, λιγότερο πιθανώς, «εγώ νομίζω εδώ ότι εννοεί τα θαύματα που έκανε μετά την ανάσταση. Για αυτό λέει Μπροστά στους μαθητές του. Διότι όπως ακριβώς πριν την ανάσταση έπρεπε να γίνουν πολλά για να πιστέψουν ότι είναι Υιός του Θεού, έτσι και μετά την ανάσταση, για να δεχτούν ότι αναστήθηκε. Για αυτό και πρόσθεσε Μπροστά στους μαθητές του, επειδή μόνο με αυτούς συναναστρεφόταν μετά την ανάσταση» (Χ). Ή, πιο σωστά «είναι κοινός ο λόγος και για τα πριν και για τα μετά την ανάσταση» (Ζ). Έκανε πριν το Πάθος του και μετά την ανάστασή του. Διότι προστίθεται Μπροστά στους μαθητές του. Οι μαθητές είδαν τα θαύματά του περισσότερο από ό,τι οι άλλοι πριν το Πάθος του, αλλά μόνοι αυτοί είδαν αυτά μετά την ανάστασή του (b).
(4) Με τις λέξεις αυτές δηλώνει ο Ιωάννης τον ρόλο των μαθητών στην ίδρυση της εκκλησίας. Ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες των έργων του Ιησού, αυτοί που εκλέχτηκαν για να τον συνοδεύσουν με σκοπό όχι μόνο αυτοί να στηριχτούν στην πίστη, αλλά να εγκαθιδρυθεί μέσω αυτών και σε όλο τον κόσμο η πίστη (g). To «αὐτοῦ» αποσιωπάται από πολλούς μεγαλογράμματους και 13 άλλα χειρόγραφα.
(5) Κρύβεται στην αντωνυμία «τούτῳ» μία σιωπηρή αντίθεση με άλλα βιβλία, που αφηγούνται γεγονότα που αποσιωπούνται στο βιβλίο αυτό (g). Δεν έχουν γραφτεί τα άλλα θαύματα, όπως οι θεραπείες λεπρών και δαιμονισμένων, στο βιβλίο αυτό, αν και κάποια από αυτά έχουν γραφτεί σε άλλα βιβλία (β). Ο Ιωάννης προλαβαίνει την εντύπωση, την οποία θα προκαλούσε στον αναγνώστη του ευαγγελίου του η σύγκρισή του με τους Συνοπτικούς ευαγγελιστές (μ).
Ιω. 20,31 ταῦτα δὲ(1) γέγραπται ἵνα(2) πιστεύσητε(3) ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(4), καὶ ἵνα(2) πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε(5) ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ(6).
Ιω. 20,31 Αυτά δε, που εξιστορήσαμεν, εγράφησαν, δια να πιστεύσετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και ίνα πιστεύοντες αυτόν με φωτισμένην και ενεργόν πίστιν, έχετε, ως παντοτεινόν κτήμα σας, εν τω ονόματι αυτού, την αιωνίαν ζωήν”.
(1) Το «δε» ανταποκρίνεται στο «μεν» του προηγούμενου στίχου.
(2) Ο σκοπός του ευαγγελίου (b). Δεν αποβλέπει ο ευαγγελιστής στη γνώση, αλλά στην πίστη και μέσω της πίστης στη ζωή. Δεν είναι φιλόσοφος, αλλά μάρτυρας. Και το έργο του ως ιστορικού αποτελεί μέρος της αποστολικής του διακονίας (g). Ο σκοπός αυτός είναι θεωρητικός συγχρόνως (πιστέψετε) και πρακτικός (ζωήν έχετε) (F). «Δεν τα είπαν από φιλοδοξία, αυτά που έγραψαν, αλλά μόνο εξαιτίας της χρησιμότητάς τους. Διότι εκείνοι που παρέλειψαν τα περισσότερα, πώς θα ήταν δυνατόν να τα έγραψαν αυτά από φιλοδοξία; Για ποιο λόγο λοιπόν δεν τα ανέφεραν όλα; Κυρίως μεν εξαιτίας του πλήθους τους, έπειτα πάλι σκέφτονταν και εκείνο, ότι δηλαδή εκείνος που δεν θα πιστέψει στα όσα λέχθηκαν, ούτε τα περισσότερα θα προσέξει, ενώ αυτός που θα δεχτεί αυτά, τίποτα άλλο δεν θα χρειαστεί για να πιστέψει» (Χ).
(3) Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν πιστεύητε. Ο Ιωάννης διάλεξε στο βίο του διδασκάλου του τα γεγονότα και τις μαρτυρίες, τα οποία συντέλεσαν και σε αυτόν στο να σχηματιστεί και να ενισχυθεί η πίστη του. Από την εκλογή αυτή προήλθε το κατά Ιωάννην. Λέγοντας λοιπόν «πιστεύσητε» απευθύνεται ο απόστολος σε ορισμένους χριστιανούς, αλλά οι οποίοι αντιπροσωπεύουν για αυτόν την εκκλησία ολόκληρη. Αυτοί αναμφίβολα και ήδη πιστεύουν. Αλλά η πίστη πρέπει πάντοτε να προοδεύει, και σε κάθε πρόοδο η προηγούμενη πίστη φαίνεται τόσο ανεπαρκής, ώστε να μην αξίζει το όνομα της πίστης (g). Δες και Α΄ Ιω. ε 13, όπου καθορίζεται σχετικός και ο σκοπός της συγγραφής της Α΄ Καθολικής επιστολής. Άλλοι γράφουν βιβλία για να διασκεδάσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους και δημοσιεύουν αυτά είτε για να εξασφαλίσουν κέρδη υλικά είτε για να πετύχουν τον έπαινο και την επιδοκιμασία. Άλλοι συγγράφουν για να διδάξουν τους άλλους τέχνες και επιστήμες για πρόσκαιρα οφέλη και πλεονεκτήματα. Αλλά ο ευαγγελιστής δεν απέβλεψε σε επίγεια οφέλη αλλά στο να φέρει τους ανθρώπους στο Χριστό και στον ουρανό πείθοντας αυτούς να πιστέψουν. Και για αυτό χρησιμοποίησε τις πιο κατάλληλες μεθόδους δηλαδή παρέχοντας στον κόσμο θεία αποκάλυψη που υποστηρίζεται από τις αρμόζουσες σε αυτήν αποδείξεις.
(4) Ο Ιωάννης χαρακτηρίζει τον Ιησού με τρόπο που υποδηλώνει τις δύο φάσεις, από τις οποίες πέρασε η προς αυτόν πίστη του ιδίου (του Ιωάννη) κατά την ανάπτυξή της. Κατ’ αρχάς πίστεψε στον Ιησού τον Χριστό, στον οποίο εκπληρώνονταν οι προφητείες και η θεοκρατική ελπίδα, και ακολούθως τον Υιό του Θεού. Ο όρος Χριστός αναφέρεται στο έργο του Ιησού, η ονομασία ο Υιός του Θεού αναφέρεται στο ίδιο το πρόσωπό του. Η ονομασία Χριστός αναφέρεται στη σχέση του Ιησού με τον Ισραήλ και τους ανθρώπους γενικά, η δεύτερη ονομασία στην προσωπική σχέση του με το Θεό (g). «Είναι όχι απλώς υιός, αλλά ο Υιός του Θεού, κατά τρόπο μοναδικό και προσωπικό» (Κ). Πρώτον ο Ιησούς είναι ο Χριστός, δηλαδή το πρόσωπο, το οποίο με τον τίτλο του Μεσσία ήταν υποσχημένο στην Παλαιά Διαθήκη και αναμενόταν σύμφωνα με τις προφητείες, και το οποίο σύμφωνα και με τη σημασία του ονόματός του είχε χρισθεί από το Θεό ως ο βασιλιάς, ο προφήτης και ο μεσίτης και ο σωτήρας. Δεύτερον ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Όχι μόνο ο μεσίτης, διότι αλλιώς δεν θα ήταν μεγαλύτερος από τον Μωϋσή, ο οποίος υπήρξε προφήτης, μεσίτης και νομοθέτης. Προϋπήρξε της ιδιότητάς του ως μεσίτη και λυτρωτή. Διότι υπήρξε αιωνίως θείο πρόσωπο, έχοντας τη δύναμη και τη δόξα του Θεού, διότι αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να φέρει σε αίσιο πέρας το έργο του ως Λυτρωτής και Σωτήρας. Και από εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός ο Υιός του Θεού είναι το κέντρο της Γραφής. Και το Βιβλίο αυτό το αιώνιο ανεξαρτήτως του σε ποιά εποχή και από ποιόν συγγραφέα γράφτηκαν τα διάφορα τμήματα ή βιβλία από τα οποία αποτελείται, είναι ενιαίο. Χρειάστηκαν αιώνες ολόκληροι για να συντελεστεί. Από την εποχή, κατά την οποία γράφτηκε η Πεντάτευχος μέχρι την εποχή της Αποκάλυψης πέρασαν χιλιετηρίδες. Και όχι ένας αλλά πολλοί κινήθηκαν από το Πνεύμα συγγραφείς στο να απαρτιστεί ο αιώνιος και ουράνιος κώδικας της Βίβλου. Σε όλα όμως τα βιβλία αυτά, που αποτελούν τη Βίβλο, συνυφαίνεται συνεχώς σαν κάποιο χρυσό νήμα που συγκρατεί την όλη υφή είτε με τη μορφή προφητειών είτε με την αφήγηση γεγονότων ιστορικών το όνομα το πάνω από κάθε όνομα, το όνομα του Χριστού του Υιού του Θεού. Και μολονότι διάφοροι και σε διάφορες εποχές μιλούν σε αυτήν απηχούν όλοι μία και την ίδια αρμονική μαρτυρία, όπως το Πνεύμα έδινε στον καθένα να μιλά.
(5) «Ζωή αιώνια» (Ζ), ζωή υπερφυσική και ουράνια (F). Υπάρχει και γραφή ζωήν αιώνιον. Εάν ο Ιωάννης έχει σαν πρόθεση να προσελκύσει τους αναγνώστες του στην πίστη του, αυτό οφείλεται στο ότι από προσωπική του πείρα γνώριζε, ότι η πίστη αυτή παράγει τη ζωή (g). Το κεντρικό λοιπόν μήνυμα του τέταρτου ευαγγελίου είναι ότι η πίστη στον Ιησού Χριστό αποτελεί την οδό προς ζωή. Δες γ 15,16,36, Α΄ Ιω. ε 13. «Σε αυτόν υπήρχε ζωή» διακηρύσσεται στον Πρόλογο του ευαγγελίου και ο σκοπός της έλευσής του στον κόσμο υπήρξε, οι άνθρωποι να έχουν ζωή. Δες ε 40, στ 53, ι 10 (β).
(6) «Δηλαδή μέσω αυτού· διότι αυτός είναι η ζωή» (Χ). Η φράση εξαρτάται από το ἔχητε και όχι από το πιστεύοντες. Με το όνομα του Χριστού επιτυγχάνεται η ζωή· δηλαδή τόσο η πνευματική και καινούργια ζωή, που παρέχεται με την κοινωνία με το Χριστό όσο και η αιώνια ζωή. Η μία είναι συνέχεια της άλλης και οι δύο επιτυγχάνονται με την αξιομισθία και δύναμη του Χριστού και οι δύο εξασφαλίζονται αναπαλλοτρίωτα σε όλους του πιστούς.
(*) Μετά το συμπέρασμα κ 30-31 το τεμάχιο αυτό προκαλεί την έκπληξη του αναγνώστη. Η συγγραφή του τεμαχίου αυτού πρέπει να είναι μεταγενέστερη από αυτήν του όλου ευαγγελίου, πρέπει όμως να έγινε και αυτή νωρίτατα και να προστέθηκε στο υπόλοιπο ευαγγέλιο πριν ακόμη δημοσιευτεί και κυκλοφορήσει αυτό, διότι διαφορετικά θα είχαμε δύο οικογένειες χειρογράφων, τη μία χωρίς το Παράρτημα και την άλλη με αυτό. Πρέπει λοιπόν να τοποθετήσουμε το χρόνο της συγγραφής του Παραρτήματος ανάμεσα στο χρόνο της συγγραφής των είκοσι πρώτων κεφαλαίων του κατά Ιωάννην και στο χρόνο της δημοσίευσής του (g). Για τη γνησιότητά του θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει μαζί με τον Stier, ότι ουδέποτε καμία δεν διατυπώθηκε αμφισβήτηση σε όλη την εκκλησία μέχρι τα χρόνια του Grotius, που πρώτος διατύπωσε μία τέτοια αμφιβολία όχι από κάποια άλλη αιτία, αλλά για το συμπέρασμα στο κ 30-31, με το οποίο φαίνεται να τελειώνει το όλο ευαγγέλιο. Ως προς τα εσωτερικά τεκμήρια θα σημείωνε κάποιος, ότι «σε κάθε μέρος του εμφανίζεται σαφώς και απαραγνώριστα το χέρι του Ιωάννου καθώς και ο χαρακτήρας του και το πνεύμα με τρόπο, ώστε και αυτοί οι περισσότερο προκατειλημμένοι να αναγνωρίζουν αυτά» (Alford). Ο Luthardt (Λούθηρος) θεωρεί μόνο τους δύο τελευταίους στίχους ότι προστέθηκαν από την εκκλησία της Εφέσου. Αλλά το επιχείρημα υπέρ αυτής της εκδοχής που αντλείται από το «οίδαμεν (γνωρίζουμε)» του στίχου 24, εξασθενεί από το ακόλουθο «οἶμαι (νομίζω)» του στίχου 25 (ο). Ο λόγος, για τον οποίο σαν κάποιο υστερόγραφο προστέθηκε το κεφάλαιο αυτό, υπήρξε ώστε να ξεπεραστούν κάποιες παρεξηγήσεις των λόγων του Κυρίου. Μαράν αθά ήταν το σύνθημα της πρώτης χριστιανικής γενεάς (Α΄ Κορ. ιστ 22) και κατ’ αρχάς πάρα πολλοί χριστιανοί πίστευαν, ότι η Παρουσία ήταν κοντά (Ιω. ιδ 8 και Α΄ Ιω. β 28). Κατά το χρόνο όμως της συγγραφής του τετάρτου ευαγγελίου η ελπίδα της γρήγορης έλευσης του Χριστού σβηνόταν, αλλά υπήρχαν ακόμη αυτοί που πίστευαν, ότι ο Κύριος υποσχέθηκε είτε με τα λόγια στο Ιω. κα 22 είτε με λόγια όμοια με αυτά στο Μάρκ. θ 1, ότι θα επέστρεφε πριν ακόμη πεθάνουν όλοι οι απόστολοι. Συνεπώς, όταν ο τελευταίος επιζών απόστολος προσέγγιζε προφανώς στο τέλος της ζωής του, πρέπει να υπήρξαν κάποιοι, οι οποίοι βρίσκονταν σε κάποιο σκανδαλισμό και απορία (β). Ο Ιωάννης λοιπόν ήθελε να βάλει τέρμα στις πλανημένες φήμες, σύμφωνα με τις οποίες ο Κύριος είχε υποσχεθεί σε αυτόν, ότι δεν θα πέθαινε (F).
Ιω. 21,1 Μετὰ ταῦτα(1) ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν(2) πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος(3)· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως(4).
Ιω. 21,1 Έπειτα από αυτά, εφανέρωσε τον ευατόν του πάλιν ο Ιησούς κοντά εις την λίμνην της Τιβεριάδος• εφανερώθηκε δε ως εξής•
(1) Μετάβαση οικεία στον Ιωάννη (ε 1,στ 1, ζ 1 κλπ.). Χρησιμεύει, για να συνδέσει το παράρτημα με το ευαγγέλιο και ειδικά με την αφήγηση της δεύτερης εμφάνισης στους έντεκα (g).
(2) «Διότι δεν συναναστρεφόταν συνεχώς με αυτούς όπως πριν, αλλά με διαλείμματα. Τα ρήματα εφανέρωσε και εφάνη και ώφθη και τα σχετικά υποδηλώνουν, ότι σύμφωνα με τη φύση της αφθαρσίας του σώματος ήταν αόρατος σε φθαρτά μάτια, αλλά από συγκατάβαση και για να εκπληρώσει το θείο σχέδιο φανερωνόταν» (Ζ). Προτίμησε το ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν αντί για το φανερώθηκε, για να δείξει την εκούσια αποκάλυψη αυτού που έχει πνευματικό μεν και άφθαρτο και αμόλυντο σώμα, όχι όμως ακόμη θεωμένο και δοξασμένο, όπως όταν αποκαλύφθηκε στον Παύλο (δ), για να δηλωθεί η ελεύθερη και ενσυνείδητη θέληση, («ότι αν δεν ήθελε… δεν γινόταν ορατός» Θφ), με την οποία ο Ιησούς έβγαινε από τη σφαίρα της αορασίας, για να φανερώνει τον εαυτό του. Και η φράση αυτή συνηθισμένη στον Ιωάννη. Δες ζ 4 καθώς και η παράλληλη φράση ετάραξεν εαυτόν στο ια 33 (g).
(3) Στην Κ.Δ. είναι ονομασία καθαρά Ιωάννεια (στ 1). Οι συνοπτικοί λένε θάλασσα της Γαλιλαίας (Ματθ. δ 18) ή λίμνη της Γεννησαρέτ (Λουκ. ε 1). Η Π.Δ. καμμία από τις δύο ονομασίες δεν γνωρίζει, ενώ ο Ιώσηπος χρησιμοποιεί και τις δύο. Η εμφάνιση λοιπόν έγινε στη Γαλιλαία. Έτσι η αφήγηση του Ιωάννη συνδέει την αφήγηση του Ματθαίου, ο οποίος εκτός από την εμφάνιση στις Μυροφόρες στην Ιερουσαλήμ και στον τάφο, δεν αφηγείται παρά μία στη Γαλιλαία εμφάνιση του Ιησού, με αυτήν του Λουκά, η οποία αναφέρει μόνο τις εμφανίσεις στην Ιερουσαλήμ και Ιουδαία. Η αφήγηση του Ιωάννη αποδεικνύει, ότι εμφανίσεις του Ιησού έγιναν και στη Γαλιλαία και στην Ιουδαία. Οι απόστολοι μετά την εορτή του Πάσχα επέστρεψαν στη Γαλιλαία και ξαναέπιασαν εκεί προσωρινά το βιοτικό επάγγελμά τους. Γύρω στο τέλος όμως των σαράντα ημερών, αναμφίβολα με εντολή του Ιησού, γύρισαν στην Ιερουσαλήμ (g).
(4) «Όπως θα πει» (Ζ). Ο Λούθηρος σημειώνει ότι η φράση αυτή τονίζει τη σημασία της διήγησης που ακολουθεί (ο). Το σώμα του Κυρίου, αν και ήταν αληθινό και πραγματικό σώμα ήταν συγχρόνως και πνευματικό σώμα, όπως θα είναι μετά την καθολική ανάσταση και το δικό μας σώμα. Και ως πνευματικό σώμα ήταν ορατό μόνο όταν ο Κύριος ήθελε να εμφανίσει τον εαυτό του, ή και ερχόταν και απομακρυνόταν τόσο γρήγορα ώστε μπορούσε να είναι σε μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού, και εδώ και εκεί.
Ιω. 21,2 ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος(1), καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας(2), καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου(3), καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο(4_.
Ιω. 21,2 Ήσαν μαζή ο Σιμων Πετρος και ο Θωμάς, που ελέγετο Διδυμος, και ο Ναθαναήλ, που κατήγετο από την Κανά της Γαλιλαίας, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητάς του.
(1) Ο Θωμάς ήταν ένας από τους επτά αυτούς μαθητές και ονομάζεται αμέσως μετά τον Πέτρο, σαν να ήταν παρών τώρα στις συναντήσεις των αποστόλων πυκνότερα από ό,τι άλλοτε. Είναι καλό και αξιέπαινο, εάν οι ζημιές, τις οποίες υποστήκαμε λόγω της αμέλειάς μας, μάς κάνουν προσεκτικούς και επιμελείς, ώστε στο εξής να μην χάνουμε τις ευκαιρίες, όπως συμβαίνει τώρα και με το Θωμά. Απουσίαζε κατά την πρώτη εμφάνιση του Κυρίου στους δώδεκα, αλλά τώρα είναι παρών.
(2) Η εξήγηση αυτή για τον Ναθαναήλ δεν δόθηκε στο κεφάλαιο α. Ο συγγραφέας λοιπόν επανορθώνει την αποσιώπηση (g).
(3) Για πρώτη φορά στο ευαγγέλιο αναφέρονται οι υιοί Ζεβεδαίου (μ). Αναφέρονται όμως τελευταίοι ανάμεσα σε αυτούς που ονομάζονται. Είναι χαρακτηριστικό αυτό, διότι σε όλους τους αποστολικούς καταλόγους συνδέονται με τον Πέτρο στην πρώτη γραμμή. Η μόνη εξήγηση είναι, ότι ο συγγραφέας είναι ένας από τους γιους Ζεβεδαίου. Και όπως παντού αποφεύγει να ονομάσει τον εαυτό του, έτσι και εδώ υποδηλώνει απλώς, ότι ήταν παρών, χωρίς και να σημειώνει ξεκάθαρα το όνομα του εαυτού του ή του αδελφού του (g).
(4) Η φράση υποδηλώνει, ότι και οι επτά ήταν από τους δώδεκα, διότι με τη φράση «οι μαθητές του» γενικώς δηλώνονται οι Δώδεκα (β). Εάν τώρα ο ευαγγελιστής δεν κατονομάζει τους δύο τελευταίους, οφείλεται αυτό στο ότι δεν δόθηκε σε αυτόν αφορμή να μιλήσει για αυτούς στα προηγούμενα είκοσι κεφάλαια του ευαγγελίου (F). Σοβαρή όμως και η γνώμη του g, σύμφωνα με την οποία οι δύο τελευταίοι ανήκαν στον αριθμό των μαθητών με την ευρεία έννοια της λέξης, με την οποία συναντιέται και στο τέταρτο ευαγγέλιο (στ 60,66,ζ 3,η 31 κλπ.), διότι διαφορετικά γιατί δεν κατονομάζονται ξεκάθαρα; Έτσι λοιπόν οι υιοί Ζεβεδαίου τοποθετούνται εδώ τελευταίοι ανάμεσα στους κυρίως αποστόλους. Είναι λοιπόν συνολικά μαζί επτά. Είναι καλό για τους μαθητές του Χριστού να είναι πολλοί μαζί. Όχι μόνο στις επίσημες και για λατρεία συνάξεις, αλλά και κατά τις άλλες ώρες και ευκαιρίες, καθώς και κατά τη διεξαγωγή κοινών έργων. Οι καλοί χριστιανοί με το μέσο αυτό εκδηλώνουν και επαυξάνουν την μεταξύ τους αγάπη, απολαμβάνουν την αγαλλίαση από τη μεταξύ τους επικοινωνία και οικοδομούν ο ένας τον άλλον και με τα λόγια τους και με το παράδειγμά τους. Ο Χριστός διάλεξε να εμφανίσει τον εαυτό του σε αυτούς, όταν ήταν και οι επτά μαζί, όχι μόνο επιδοκιμάζοντας και ευλογώντας την μεταξύ τους επικοινωνία των μαθητών και γενικά των Χριστιανών, αλλά και διότι εδώ ήθελε να συνυπάρχουν πολλές και σύμφωνες μαρτυρίες για τα σχετικά με την εμφάνιση αυτή.
Ιω. 21,3 λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος(1)· ὑπάγω ἁλιεύειν(2). λέγουσιν αὐτῷ· ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί(3). ἐξῆλθον(4) καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον(5) εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ(6) ἐπίασαν(7) οὐδέν.
Ιω. 21,3 Λέγει εις αυτούς ο Σιμων Πετρος• “πηγαίνω να ψαρέψω”. Λεγουν εις αυτόν και εκείνοι• “ερχόμαστε και ημείς μαζή σου”. Εβγήκαν, λοιπόν, προς την θάλασσαν, εμπήκαν αμέσως στο πλοίον και ήρχισαν να ρίπτουν τα δίκτυα. Εκείνη όμως την νύκτα δεν έπιασαν τίποτε.
(1) Χαρακτηριστικά αναλαμβάνει την αρχηγία και πρωτοβουλία λέγοντας Πάω να ψαρέψω (β).
(2) «Επειδή ούτε ο Σωτήρας ήταν συνεχώς μαζί τους, ούτε ο άλλος παράκλητος είχε έλθει, ούτε το κήρυγμα τους ανατέθηκε εντελώς, αφού δεν είχαν τίποτα να πράττουν, ψάρευαν λοιπόν, ασχολούμενοι με την προηγούμενη τέχνη τους, αν και όχι για το κέρδος όπως πριν» (Ζ). Αξιοσημείωτο παράδειγμα αυτενέργειας, εργασίας με τα ίδια τα χέρια χωρίς θυσία του αποστολικού αξιώματος (b). «Δεν απαγορευόταν να ζητούν τα αναγκαία για συντήρηση με το ιδιόχειρο επάγγελμά τους, εφ’ όσον αυτό ήταν νόμιμο και ασκούνταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην παρεμποδίζεται το αποστολικό τους έργο, και εφ’ όσον για κάποιο χρόνο δεν είχαν άλλο μέσο να κερδίσουν τα προς το ζην» (Αυ). Οι μαθητές πιθανώς βρέθηκαν στην ανάγκη να μεριμνήσουν μερικώς ή πλήρως για την συντήρησή τους· ή πιθανότερο δεν ήθελαν να επιβαρύνουν εκείνους στους οποίους έμεναν ήδη. Το ίδιο έκανε και ο Παύλος εργαζόμενος με τα δικά του χέρια, για να μην επιβαρύνει κάποιον με την συντήρησή του (ο). Ο Πέτρος και αυτοί που τον ακολούθησαν στο ψάρεμα χρησιμοποιούσαν το χρόνο τους, αποφεύγοντας την τεμπελιά. Δεν είχαν λάβει ακόμη εντολή, να βγουν στο κήρυγμα. Εν τω μεταξύ λοιπόν αντί να είναι σε αργία, μη εργαζόμενοι τίποτα, απασχολούνται με το ψάρεμα. Για όσο χρόνο αναμένουν την εντολή για εκπλήρωση της αποστολής τους, δεν θα ήθελαν ποτέ να παραμείνουν αργοί. Επί πλέον δεν ήθελαν να γίνουν βάρος σε κανέναν και πιθανώς επιζητούν με το έργο τους να προμηθευτούν τα προς συντήρησή τους. Και όπως έπειτα ο Παύλος έχει τα χέρια του να τον υπηρετούν στις ανάγκες του και σε αυτούς που ήταν μαζί του, έτσι και αυτοί τώρα ζητούν με τον προσωπικό τους κόπο να κερδίσουν το ψωμί τους.
(3) «Οι άλλοι μαθητές ακολουθούσαν επειδή είχαν πλέον συνδεθεί μεταξύ τους και συγχρόνως για να παρακολουθήσουν την αλιεία και να διαθέσουν καλά τον ελεύθερο χρόνο τους» (Χ). Όσο περνούσε ο χρόνος δεν φοβόντουσαν πλέον τόσο πολύ (b). «Τρέχουν μαζί με τον Πέτρο, και ίσως και με αυτά σχεδιάζει κάτι χρήσιμο ο Σωτήρας μας Χριστός. Διότι είπε μεν κάπου σε αυτούς… Ελάτε πίσω μου και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων. Για να τους πληροφορήσει λοιπόν πάλι σαν με τύπο παχυλό, ότι οπωσδήποτε θα γίνει αυτό που ειπώθηκε και ότι η υπόσχεση θα καταλήξει στη δύναμη της αλήθειας, τους πείθει με σαφήνεια από αυτό το ίδιο τους το χειρονακτικό επάγγελμα» (Κ).
(4) Τα ασύνδετα Λέγει αὐτοῖς… λέγουσιν αὐτῷ… ἐξῆλθον καὶ… είναι σύμφωνα με το ύφος του Ιωάννη (g).
(5) Υπάρχει και η γραφή ενέβησαν. Για την φράση δες στ 17. Στο πλοίο «του Πέτρου ή σε αυτό των γιων Ζεβεδαίου ή σε κάποιου από τους γνωστούς» (Ζ). Πιθανώς το πλοίο, το οποίο συνήθιζαν να χρησιμοποιούν, όταν έρχονταν με τον Ιησού στη λίμνη. Δες στ 1 (β). Ο σιναϊτικός, βατικανός και κάποιοι άλλοι μεγαλογράμματοι κώδικες αποσιωπούν το ευθύς.
(6) «Κατά θεία συγκατάβαση» (Ζ). Η Πρόνοια επέτρεψε αυτό, ώστε το θαύμα του επόμενου πρωινού να εμφανιστεί λαμπρότερο και τόσο πιο πολύ όσο κατά τη νύχτα η αλιεία σημειώνει τις μεγαλύτερες επιτυχίες (F). Ο άκαρπος για όλη τη νύχτα μόχθος επανέφερε αναμφίβολα στη μνήμη των αποστόλων τον άλλον εκείνον, αυτόν που προηγήθηκε της ημέρας, κατά την οποία κλήθηκαν από τον Ιησού στο αποστολικό αξίωμα (g). Δες και εδώ την ματαιότητα αυτού του κόσμου. Τα χέρια αυτών που αγαπούν την εργασία επιστρέφουν συχνά κενά. Και αγαθοί άνδρες είναι δυνατόν να μην έχουν τις επιθυμητές επιτυχίες στις έντιμες επιχειρήσεις τους. Είναι δυνατόν να βρισκόμαστε στην οδό του καθήκοντος, και όμως να μην ευτυχούμε και ευδαιμονούμε. Ο Θεός εδώ οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε οι προς αλιεία κόποι της νύχτας να αποβούν άκαρποι, ώστε το θαύμα της επιτυχίας που ακολούθησε το πρωί να παρουσιαστεί θαυμαστότερο και πιο ευπρόσδεκτο. Σε εκείνες τις αποτυχίες, οι οποίες είναι πολύ θλιβερές σε εμάς, ο Θεός συχνά υποκρύπτει ανέλπιστες και πλούσιες χάριτες. Ο άνθρωπος πλάστηκε αναμφίβολα για να έχει κυριαρχία και πάνω στα ψάρια της θάλασσας. Αλλά τα ψάρια δεν υπακούουν πάντοτε στα νεύματά του. Ο Θεός μόνος γνωρίζει «τους δρόμους της θάλασσας» και διατάζει ό,τι περνά από αυτούς.
(7) Το πιάζω συναντιέται έξι φορές ακόμη στο τέταρτο ευαγγέλιο, χωρίς να συναντιέται πουθενά στους συνοπτικούς (Hengstenberg).
Ιω. 21,4 πρωΐας(1) δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν(2)· οὐ μέντοι(3) ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι(4).
Ιω. 21,4 Όταν δε πλέον έγινε πρωϊ, εστάθηκεν ο Ιησούς εις την παραλίαν. Οι μαθηταί όμως δεν αντελήφθησαν ότι αυτός είναι ο Ιησούς.
(1) Ο Ιωάννης ουδέποτε στο ευαγγέλιο χρησιμοποιεί τον τύπο πρωΐα (Ματθ. κζ 1), αλλά πρωΐ, δες ιη 28, κ 1 (β). Δηλώνεται ο χρόνος του λυκαυγούς ανάμεσα στην αυγή και την ανατολή του ήλιου (ο). «Άρχισε ήδη να απλώνεται το φως και οι ακτίνες του ήλιου» (Κ). Και η γραφή· Πρωΐας… γινομένης. Όταν έγινε πρωί, μετά από άκαρπο κόπο ολόκληρης νύχτας, ο Ιησούς στεκόταν στην ακτή. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο Χριστός κάνει τον εαυτό του γνωστό στο λαό του, είναι όταν αυτός βρίσκεται σε αμηχανία. Όταν νομίζουν ότι χάθηκαν κοπιάζοντας, τότε θα γνωρίσει σε αυτούς, ότι δεν έχασαν αυτόν. Τα κλάματα είναι δυνατόν να διαρκέσουν για ολόκληρη νύχτα, αλλά επακολουθεί χαρά, εάν ο Χριστός έλθει το πρωί.
(2) Η θαλάσσια ακτή (Ματθ. ιγ 2, 48, Πράξ. κα 5, κζ 39,40). Παράγουν τη λέξη οι περισσότεροι από το άγνυμι και το αλς δηλαδή η ακτή, όπου τα κύματα σπάνε, άλλοι από το αιγες και αλς, και άλλοι από το αΐσκω και αλς (G). Και η γραφή: επί τον αιγιαλόν.
(3) Ιωάννεια λέξη· δες ιβ 42 (β). Και η γραφή: Ου μέντοι έγνωσαν.
(4) «Ίσως επειδή η μορφή του φαινόταν λαμπρότερη λόγω της αφθαρσίας ή κατά θεία συγκατάβαση αγνοούνταν από αυτούς» (Ζ). Δεν τον αναγνώρισαν ακόμη και όταν απηύθυνε σε αυτούς τα λόγια στους στίχους 5-6. Αυτό ίσως οφειλόταν στην απόσταση από τη μία η οποία χώριζε τους μαθητές από την ακτή και στο αμυδρό του φωτός του πρωινού από την άλλη. Αλλά το ότι και οι προς Εμμαούς οδοιπορήσαντες μαθητές δεν αναγνώρισαν αυτόν αμέσως (Λουκ. κδ 31), αλλά και η Μαρία η Μαγδαληνή δεν αντιλήφθηκε αυτόν (Ιω. κ 14) μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη, ότι ο αναστημένος Κύριος δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστεί, εφ’ όσον ο ίδιος δεν φανέρωνε τον εαυτό του (β). Ο Χριστός είναι πολλές φορές πιο κοντά σε εμάς από όσο φανταζόμαστε και έτσι θα βρούμε αυτόν μετά από λίγο για παρηγοριά και ανακούφισή μας.
Ιω. 21,5 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· παιδία(1), μή τι(2) προσφάγιον(3) ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· οὔ.
Ιω. 21,5 Λέγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς σαν άγνωστος διαβάτης και με την συνηθισμένην τότε οικειότητα μεταξύ των ανθρώπων, “παιδιά, μήπως έχετε κανένα ψάρι για προσφάγι;” Του απήντησαν• “όχι• δεν έχομεν τίποτε”.
(1) «Επειδή ήθελε να πιάσουν κουβέντα» (Σχ). «Τους αποκάλεσε παιδιά χρησιμοποιώντας τη συνήθεια. Διότι συνηθίζεται σε αυτούς που εργάζονται έτσι να τους ονομάζουν επειδή είναι ακμαίοι και νεανικοί στους κόπους» (Ζ). Ονομασία οικειότητας, την οποία κάποιος ξένος μπορούσε να χρησιμοποιήσει απευθυνόμενος προς ταπεινούς ψαράδες (F). Η λέξη δεν είναι τελείως ξένη με τη γλώσσα του Ιωάννη (δες Α΄ Ιω. β 13,18). Εάν τώρα ο Ιησούς δεν χρησιμοποιεί εδώ τον τρυφερότερο όρο τεκνία (όπως στο ιγ 33), αυτό οφείλεται διότι θέλει να αποφύγει κάθετί που θα συντελούσε στο να αναγνωριστεί από τους μαθητές (g).
(2) Η αρνητική έννοια της ερωτηματικής μορφής «μή τι» μπορεί όπως στο στ 67 να αποδοθεί έτσι: Δεν έχετε λοιπόν τίποτα…; (g). Αναμένεται απάντηση αρνητική.
(3) Λέγεται μία φορά = Ό,τι μαζί με το ψωμί παίρνεται για φαγητό. Και στην περίπτωση αυτή ψάρι (G). Ή, ο Ιησούς δεν αποβλέπει σε αλιεία όπως στο Λουκά ε, αλλά σε κάποιο πρωινό γεύμα (g).=Παιδιά, μήπως έχετε τίποτα να φάμε; Ή, «κατ’ αρχήν συνομιλεί μαζί τους με πιο ανθρώπινο τρόπο, σαν να επρόκειτο να αγοράσει κάτι από αυτούς» (Χ). Εμφανίζεται σαν να θέλει να αγοράσει κάποιο ψάρι (F).
Ιω. 21,6 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· βάλετε(1) εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου(2) τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε(3). ἔβαλον οὖν(4), καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι(5) ἴσχυσαν(6) ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων(7).
Ιω. 21,6 Εκείνος τότε τους είπε• “ρίξτε το δίκτυ εις τα δεξιά μέρη του πλοίου και θα βρήτε ψάρια”. Ερριξαν τότε το δίκτυ και επιασαν τόσον πολλά, ώστε δεν ημπόρεσαν πλέον να σηκώσουν το δίκτυον και να το τραβήξουν επάνω στο πλοίον από το πλήθος των ψαριών.
(1) Μιλά προς αυτούς σαν φίλος δίνοντας σε αυτούς συμβουλή (F).
(2) «Τους διέταξε ξεκάθαρα να ρίξουν στα δεξιά για να μην νομιστεί η αλιεία ότι έγινε κατά τύχη» (Ζ). Εκείνος, από τον οποίο τίποτα δεν είναι κρυμμένο, ούτε αυτά που κατοικούν κάτω από τα νερά (Ιώβ κστ 5), γνώριζε σε ποια πλευρά του πλοίου υπήρχε το πλήθος των ψαριών και προς την πλευρά αυτή κατευθύνει τους μαθητές. Η Θεία Πρόνοια εκτείνεται και στα ελάχιστα. Και είναι ευτυχείς εκείνοι, οι οποίοι μπορούν να διακρίνουν τις νύξεις της, για να οδηγούνται από αυτές στη διεξαγωγή των υποθέσεών τους, και οι οποίοι αναγνωρίζουν αυτήν σε όλους τους δρόμους τους.
(3) Ο πειστικός τόνος, με τον οποίο υπόσχεται σε αυτούς την επιτυχία, δεν ήταν δυνατόν παρά να προκαλέσει σε αυτούς εντύπωση (F). Οι απόστολοι υποθέτουν κατ’ αρχάς, ότι ο ξένος αυτός έχει κάποια πείρα της αλιείας και ότι διέκρινε κάποιο σημάδι στα δεξιά του πλοίου που δικαιολογούσε τη συμβουλή που έδωσε (g).
(4) «Απλώς τον υπάκουσαν ή και υποπτεύθηκαν ότι από κάποιο τεκμήριο ήξερε ότι εκεί κολυμπούσαν κάποια ψάρια ή ότι και τα είδε που πήδηξαν από το νερό» (Ζ). Οι μαθητές δεν θεώρησαν τον νομιζόμενο ξένο ότι ακαίρως αναμιγνύεται στο έργο τους και δεν παραθεώρησαν τη συμβουλή του ως ασύστατη και μάταιη, αφού για νύχτα ολόκληρη κοπιάζοντας «δεν έπιασαν τίποτα». Υπακούοντας σε αυτήν πέτυχαν. Όσοι είναι ταπεινοί, επιμελείς και καρτερικοί, στο τέλος θα επιστεφθούν με επιτυχία. Μετά πολλούς αγώνες και άκαρπες απόπειρες επιζούν κάποιες φορές, για να δουν τις υποθέσεις τους να λαμβάνουν αίσιο πέρας. Όταν μάλιστα υπακούει κάποιος με υπομονή στο Χριστό, δεν χάνει ποτέ.
(5) Στο πλοίο (ο). Ο,τι γίνεται με υπακοή στο παράγγελμα του Κυρίου, ακόμη και όταν αυτός που δίνει το παράγγελμα δεν έχει αναγνωριστεί, καταλήγει σε καταπληκτική επιτυχία (τ).
(6) Υπάρχει και η γραφή ίσχυον, που μαρτυρείται αρκετά.
(7) «Όταν απουσίαζε μεν ο Σωτήρας δεν έπιασαν τίποτα· όταν όμως ήταν παρών μάζεψαν πλήθος, για να μάθουμε, ότι χωρίς μεν αυτόν, τίποτα ωφέλιμο δεν κατορθώνουμε· μαζί με αυτόν όμως, πολλά» (Ζ). Η θαυμάσια αυτή αλιεία συμβόλιζε, όπως και η πρώτη (στο Λουκ ε) τους άφθονους καρπούς της μελλοντικής διακονίας των αποστόλων (F). «Οι μαθητές ψαρεύουν όχι με άλλο τρόπο, αλλά με τα λόγια του Σωτήρα μας και τα ευαγγελικά προστάγματα… Και είναι αναρίθμητοι αυτοί που ψαρεύτηκαν και πίστεψαν και το θαύμα σχετικά με αυτό, φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερο και ανώτερο όντως από την δύναμη των αγίων αποστόλων. Διότι είναι του Χριστού η ενέργεια, ο οποίος συγκεντρώνει με τη δική του δύναμη το πλήθος αυτών που σώζονται σαν ακριβώς σε κάποιο δίχτυ αποστολικό την επι γης Εκκλησία» (Κ). Ας μην αποθαρρύνονται οι λειτουργοί και διάκονοι του Χριστού. Είναι δυνατόν για πολύ να κοπιάζουν και να μην βλέπουν κανένα καρπό ως ανταμοιβή των κόπων τους. Ας εξακολουθούν με επιμέλεια το έργο τους. Μία τελικά επιτυχής ψαριά είναι αρκετή να αποδώσει στο ευαγγελικό δίχτυ πολλών ετών κόπους.
Ιω. 21,7 λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς(1), τῷ Πέτρῳ· ὁ Κύριός ἐστι(2). Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην(3) διεζώσατο(4)· ἦν γὰρ γυμνός(5)· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν(6)·
Ιω. 21,7 Ο μαθητής εκείνος, τον οποίον αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς, εθυμήθηκε τότε και άλλην, προ τριών ετών, θαυμαστήν αλιείαν πλήθους ψαριών και λέγει στον Πετρον• “αυτός είναι ο Κυριος”. Οταν, λοιπόν, ο Σιμων Πετρος ήκουσε ότι αυτός που στέκεται εκεί είναι ο Κυριος, έρριξε επάνω του και εζώστηκε τον επενδύτην. Διότι ήτο σχεδόν γυμνός κατά τας ώρας του ψαρέματος. Ερρίφθη εις την θάλασσαν, δια να έλθη όσον ημπορούσε συντομώτερα προς τον Κυριον.
(1) Έχουμε εδώ οπωσδήποτε σαφή ένδειξη, ότι ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς είναι ο Ιωάννης, εφ’ όσον μεταξύ των παρόντων στην αλιεία αυτή σύμφωνα με το στίχο 2 ήταν και οι γιοι Ζεβεδαίου.
(2) «Μόλις τον αναγνώρισαν πάλι οι μαθητές Πέτρος και Ιωάννης δείχνουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του χαρακτήρα τους» (Χ). «Είναι πιο διορατικός μεν ο Ιωάννης λόγω της πολλής του καθαρότητας· ενώ πιο θερμός ο Πέτρος, από τη σφοδρότητα της αγάπης του» (Ζ). «Για αυτό ο μεν Ιωάννης πρώτος αναγνώρισε τον Ιησού» (Χ), «επειδή είχε όπως φαίνεται μεγαλύτερη ετοιμότητα πνεύματος και καθαρότητα νου και οξύτητα των ματιών της καρδιάς» (Κ). Η θερμή αγάπη έχει το πρώτο και βεβαιότατο ένστικτο του αντικειμένου που αγαπιέται (Stier). «Ο Πέτρος όμως πρώτος ήλθε σε αυτόν» (Χ), «και τρέχει πριν από τους άλλους… επειδή κατάλαβε ότι θα αργήσει κάπως η άφιξη με το σκάφος· διότι ήταν πάντα θερμός σε προθυμία και δραστήριος στην ευτολμία» (Κ).
(3) Λέγεται μία φορά. «Λένε ότι είναι ένας μικρός χιτώνας χωρίς χέρια, που καλύπτει το σώμα μέχρι τα γόνατα. Είναι συνηθισμένο αυτό σε αυτούς που είναι στη θάλασσα, αφού τους εξασφαλίζει ταυτόχρονα ευκινησία και σεμνότητα στο νερό» (Ζ). Ο επενδύτης ήταν ένα ένδυμα ανάμεσα στο χιτώνα, το εσωτερικό ένδυμα, και το ιμάτιο, το εξωτερικό αντίστοιχο ή μανδύα (g).
(4) «Μόλις λοιπόν τον αναγνώρισε, όλα τα έριξε, και τα ψάρια και τα δίχτυα και ζώστηκε ο Πέτρος. Βλέπεις και την ντροπή και τον πόθο του;»(Χ). «Με το ότι ζώστηκε μεν, απέδειξε την ντροπή· ενώ με το ότι έριξε τον εαυτό του στη θάλασσα, φανέρωσε τον πόθο» (Θφ). Το διεζώσατο σημαίνει ή «ήταν γυμνός μεν από την άλλη στολή του· αλλά φορούσε στο σώμα του μόνο αυτόν [τον επενδύτη] άζωστο… Ζώστηκε όμως αυτόν, από ντροπή προς τον Κύριο» (Ζ), ή, πιο σωστά, σημαίνοντας κατά γράμμα ζώστηκε, εμπερικλείει και τις δύο ιδέες και αυτήν του φόρεσε τον επενδύτη και αυτήν του έζωσε τον εαυτό του (g). Έσφιξε το ένδυμα γύρω του και το έδεσε με ζώνη, για να μην τον εμποδίζει την ώρα που θα διέσχιζε το νερό της θάλασσας (ο).
(5) Πρέπει να εκλάβουμε αυτό με σχετική έννοια. «Διότι είναι ανάρμοστο να είναι αυτός τελείως γυμνός, λόγω της ασχημοσύνης» (Ζ). Χωρίς τον επενδύτη ο Πέτρος ήταν πράγματι γυμνός, εκτός από κάποια ποδιά ή εσώρουχο που επιβάλλει η ευσχημοσύνη. Μπορούμε όμως να δεχτούμε, ότι ο Πέτρος φορούσε πριν από αυτό και τον χιτώνα, διότι η χρήση της ελληνικής λέξης γυμνός επιτρέπει την έννοια αυτή (g). Και στην καθομιλουμένη η λέξη χρησιμοποιείται και με ευρύτερη έννοια. Ο Πέτρος αισθάνθηκε ντροπή στην παρουσία του Διδασκάλου, ενώ πριν ασχολούνταν με τους συμμαθητές με οικειότερο τρόπο (b).
(6) «Αν και βρίσκονταν μακριά από την όχθη διακόσιους πήχεις, αλλά ούτε έτσι περίμενε να έλθει προς αυτόν με το πλοίο, αλλά έφθασε κολυμπώντας» (Χ). Η αγάπη του Ιησού τραβά μέσα από φωτιά και κύματα (b). Η Συριακή μετάφραση του Σινά προσθέτει «καί ἦλθε νηχόμενος (=κολυμπώντας)». Πρόκειται για γλώσσα (παρέμβλητο κείμενο). Και η παράφραση του Νόννου μιλά για τον Πέτρο να κολυμπά. Πιθανότερο όμως φαίνεται, ότι τα νερά ήταν μάλλον αβαθή και ο Πέτρος θα μπορούσε να βαδίζει πάνω στο βυθό. Αυτό συμβιβάζεται και με το «τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο». Αλλιώς θα εμποδιζόταν από τον επενδύτη, εάν επρόκειτο να κολυμπά.
Ιω. 21,8 οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ(1) ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν(2) ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ(3) πηχῶν διακοσίων(4)· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων.
Ιω. 21,8 Οι άλλοι όμως μαθηταί ήλθαν με το πλοιάριον, διότι δεν απείχαν πολύ από την ξηράν, αλλά περίπου διακόσιες πήχες, δηλαδή εκατό περίπου μέτρα. Και ήλθαν σύροντες το δίκτυ, που ήτο γεμάτο ψάρια.
(1) Δοτική του οργάνου. Πιθανώς δεν είναι αυτό το ίδιο με το πλοίο στο στίχο 3. Πρόκειται ίσως για βάρκα βοηθητικής που ακολουθούσε το πλοίο. Εφ’ όσον το πλοίο δεν μπορούσε να προχωρήσει στα αβαθή νερά, οι μαθητές χρησιμοποίησαν το πλοιάριο (β). Μεγάλη διαφορά μπορεί να σημειωθεί ανάμεσα σε αυτούς και εκείνους τους ευσεβείς στις εκδηλώσεις της τιμής τους και του σεβασμού τους προς τον Κύριο, οι οποίες όμως όλες είναι ευπρόσδεκτες σε αυτόν. Μερικοί υπηρετούν τον Κύριο με πράξεις αφοσίωσης και με έκτακτες εκφράσεις θρησκευτικού ζήλου. Ο Πέτρος δεν πρέπει να επικριθεί, διότι έριξε τον εαυτό του στη θάλασσα, αλλά αντίθετα πρέπει να επαινεθεί για τον ζήλο του και την δύναμη της αγάπης του. Αξιέπαινοι λοιπόν είναι και εκείνοι, οι οποίοι για την αγάπη του Χριστού εγκαταλείπουν τον κόσμο μαζί με τη Μαρία, για να κάτσουν δίπλα στα πόδια του. Άλλοι πάλι υπηρετούν τον Κύριο ανάμεσα στις εγκόσμιες υποθέσεις. Εξακολουθούν να παραμένουν στο πλοίο, να σύρουν το δίχτυ και να το φέρνουν στην ακτή, όπως εδώ οι άλλοι μαθητές. Αλλά και αυτοί δεν πρέπει να επικριθούν ως κοσμικοί, διότι υπηρετούν και αυτοί τον Κύριο «διακονώντας σε τραπέζια». Εάν και οι άλλοι μαθητές έκαναν ό,τι και ο Πέτρος, τι θα γίνονταν τα ψάρια που πιάστηκαν και το δίχτυ τους; Πολλοί δρόμοι οδηγούν τους μαθητές από τη θάλασσα του κόσμου αυτού κοντά στον Κύριο, που στέκεται στην ακτή. Άλλοι οδηγούνται προς αυτόν με βίαιο θάνατο, όπως οι μάρτυρες, οι οποίοι ρίχνονται στη θάλασσα από ζήλο προς τον Χριστό. Άλλοι οδηγούνται προς τον Ιησού με φυσικό θάνατο σέρνοντας το δίχτυ. Και αυτοί όμως και εκείνοι καταφθάνουν στην ήσυχη και ασφαλή ακτή, όπου αναμένει αυτούς ο Χριστός.
(2) Αιτιολογεί ή το γιατί χρησιμοποίησαν πλοιάριο (=τα νερά ήταν αβαθή, διότι η ακτή ήταν κοντά) (β). Ή (εάν το πλοιάριο το πάρουμε ως ταυτόσημο με το πλοίο) δικαιολογεί γιατί έσυραν το δίχτυ προς την ακτή και όχι πάνω στο πλοίο (ο).
(3) Σύμφωνα με μεταγενέστερη στους Ελληνες χρήση μπαίνει μπροστά από τα ονόματα που δηλώνουν τοπική απόσταση. Έτσι και στο ια 18 «ἦν ἐγγὺς ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε» = απείχε δεκαπέντε στάδια (G).
(4) Δηλαδή 105 μέτρα, αφού ο πήχυς ισοδυναμεί με 0,525 του μέτρου (F).
Ιω. 21,9 ὡς οὖν ἀπέβησαν(1) εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν(2) ἀνθρακιὰν(3) κειμένην καὶ ὀψάριον(4) ἐπικείμενον καὶ ἄρτον(5).
Ιω. 21,9 Αμέσως δε μόλις εβγήκαν εις την ξηράν, βρεγμένοι και πεινασμένοι, βλέπουν αναμμένα κάρβουνα σωρόν και επάνω εις αυτά ψάρι και κοντά εις την φωτιά ψωμί.
(1) Εδώ μόνο συναντιέται στον Ιωάννη· με την ίδια έννοια όμως και στο Λουκ. ε 2, κατά την αφήγηση του ομοίου θαύματος που έγινε κατά το χρόνο της κλήσης των τεσσάρων μαθητών.
(2) Ανέλπιστα (b). Ο ενεστώτας εκφράζει την έκπληξη των μαθητών (F). Όταν αποβιβάστηκαν στην ξηρά μουσκεμένοι και παγωμένοι, κατάκοποι και πεινασμένοι βρήκαν εκεί ανθρακιά, η οποία θα τους θέρμαινε και θα στέγνωνε τα ρούχα τους, και ψάρι και ψωμί, τα οποία ήταν αρκετή προμήθεια για ένα καλό πρωινό φαγητό. Από την περίπτωση αυτή, στην οποία καταφαίνεται η ιδιαίτερη φροντίδα, την οποία ο Χριστός λαμβάνει για τους μαθητές του ενισχυόμαστε και γεμίζουμε από ελπίδα και εμείς. Θα προνοήσει και για μας ο Κύριος στις ανάγκες μας, διότι γνωρίζει ποιά πράγματα έχουμε ανάγκη.
(3) Δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Κ.Δ. και μόνο στον Ιωάννη εδώ και στο ιη 18. Ο Μάρκος και ο Λουκάς χρησιμοποιούν τις λέξεις πυρ και φως (g).
(4) Στο στίχο 10 τα ψάρια που μόλις πιάστηκαν τα αποκαλεί οψάριον. Η λέξη δηλώνει τα νωπά ή και αποξηραμένα ψάρια όπως πιθανότατα στο Ιω. στ 9 (β).
(5) «Που ήταν παραδίπλα σε ιδιαίτερο μέρος» (Ζ). Από πού βρέθηκαν αυτά; Η μόνη λογική εξήγηση «Κατά τρόπο παράδοξο ο Χριστός και φωτιά άναψε και ψάρι έβαλε το οποίο έπιασε εννοείται με δύναμη που δεν μπορεί να εκφραστεί, «διότι δεν τα έκανε αυτά πλέον από ύλη που προϋπήρχε, όπως ακριβώς πριν στην έρημο από τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια» (Θφ), αλλά κατά τρόπο θαυμαστό και αυτό» (Κ)· «τα έφτιαξε οπωσδήποτε όλα όχι από προϋπάρχοντα στοιχεία, ώστε και από εδώ να δείξει την δύναμή του, και επειδή ήταν κουρασμένοι να τους δυναμώσει με πολλή στοργή με τροφή» (Ζ). Τι συμβόλιζε αυτό το πρωινό; Εάν αυτή εδώ η αλιεία είναι για τους μαθητές το σύμβολο και η εγγύηση της επιτυχίας του κηρύγματός τους, το πρωινό είναι αναμφίβολα το έμβλημα της πνευματικής επιστασίας και βοήθειας, πάνω στην οποία μπορούν αυτοί να υπολογίζουν εκ μέρους του δοξασμένου Κυρίου τους σε όλη τη διάρκεια αυτού του έργου τους (g). Η φωτιά και το ψάρι και ο άρτος δηλώνουν την από την Πρόνοια προμήθεια σε κάθετί που θα τους χρειαζόταν. Και η μεγάλη αλήθεια, που συμβολίζεται εδώ, επαναλήφθηκε και στην περιληπτική ευλογία: «Να, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες έως τη συντέλεια του αιώνος» (Ματθ. κη 20) (ο).
Ή, λιγότερο πιθανώς. «Τους διδάσκει δηλαδή, ότι μετά από τους κόπους και τους ιδρώτες χάριν αυτών που καλέστηκαν και σώθηκαν, θα καθίσουν πάλι μαζί με αυτόν… και θα είναι για πάντα μαζί του, και θα είναι δίπλα τους η ανέκφραστη απόλαυση, η οποία είναι εννοείται πνευματική και θεία και πάνω από το νου μας» (Κ).
Ιω. 21,10 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν(1).
Ιω. 21,10 Λέγει εις αυτούς ο Ιησούς• “φέρτε και από τα ψάρια, που επιάσατε τώρα”.
(1) «Σαν να ξέρει ότι έπιασαν, λέει… και για να μην φανεί το πράγμα ότι είναι φαντασία, και ώστε, αφού δουν και το πλήθος και το μέγεθος των ψαριών, και το πώς δεν σχίστηκε το δίχτυ, να θαυμάσουν περισσότερο» (Ζ). Έτσι οι μαθητές θα μπορούσαν να καταλάβουν και ότι το ψάρι εκείνο ήταν πραγματικό όπως και τα άλλα ψάρια που έπιασαν (b). Επιπλέον τα από τον Ιησού προσφερόμενα τρόφιμα έπρεπε να συμπληρωθούν και από τα προϊόντα της αλιείας τους. Η λεπτομέρεια αυτή θα ήταν απολύτως ακατανόητη, εάν όλη αυτή η σκηνή δεν είχε συμβολικό χαρακτήρα. Ο Ιησούς θέλει να διδάξει αυτούς, ότι θα ασχολείται με τις ανάγκες τους, αλλά μαζί με την ευλογία και επιστασία του πρέπει να συντρέχει και η δική τους πιστή εργασία (g). «Σχεδόν θέλει να σημάνει ο Χριστός αυτό που λέγεται στους Ψαλμούς (ρκζ 2), ότι· Τους καρπούς των κόπων σου θα φας» (Κ). Το πρωινό λοιπόν, το οποίο τώρα προσφέρεται στους επτά μαθητές, αποτελείται μέρος μεν από εκείνο, το οποίο ο ίδιος ο Κύριος με θαυμαστό τρόπο παρουσίασε έτοιμο, και μέρος από τον καρπό του προσωπικού τους κόπου. Αυτό συμβολίζει, ότι ο Κύριος παρέχει σε μας αναψυχή για την διακονία, την οποία του προσφέρουμε, με δωρεές, οι οποίες προέρχονται μέρος μεν άμεσα από αυτόν, μέρος δε από τον δικό μας κόπο, που καταβάλλεται κάτω από την καθοδήγησή του. Όλα όμως είναι δικά του. Διότι και όλος ο καρπός του κόπου μας δεν είναι δικός μας, αλλά προέρχεται από την ευλογία του. Τότε λοιπόν θα απολαμβάνουμε αυτά δίκαια και σωστά, όταν δεχόμαστε αυτά με ευγνωμοσύνη σαν να παρέχονται από το χέρι του (τ).
Ιω. 21,11 ἀνέβη Σίμων Πέτρος(1) καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς(2), μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν(3)· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον(4).
Ιω. 21,11 Ανέβηκε ο Σιμων Πετρος στο πλοιάριον και ετράβηξε εις την ξηράν το δίκτυ, γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ τόσον πολλά και μεγάλα ήσαν τα ψάρια, δεν εσχίσθηκε το δίκτυον.
(1) «Ανέβηκε στο πλοίο ως εμπειρότερος και τον ακολούθησαν εννοείται και οι άλλοι» (Ζ). Με τη βοήθεια μεν των συμμαθητών τράβηξε το δίχτυ, αυτός όμως διηύθυνε το έργο (g). Ο σιναϊτικός και ένας άλλος από τους μεγαλογράμματους κώδικες γράφουν Ενέβη.
(2) Αρκετά μαρτυρημένη γραφή: Εἰς τήν γῆν.
(3) Ερμηνεύτηκε αλληγορικά με διάφορους τρόπους: «Το μεν εκατό… σημαίνει το σύνολο των εθνών· διότι ο αριθμός εκατό είναι πληρέστατος αφού αποτελείται από δέκα δεκάδες· διότι και ο ίδιος ο Κύριος… άλλοτε μεν λέει ότι είναι εκατό τα πρόβατα που έχει, δηλώνοντας με αυτό ότι τα λογικά κτίσματα είναι τέλεια στον αριθμό, άλλοτε πάλι λέει ότι η άριστη γη θα καρποφορήσει εκατό φορές… Τον αριθμό πενήντα πάλι τον βάζει για να εννοήσουμε κατά κάποιο τρόπο το εκλεγμένο υπόλειμμα της χάριτος από τους Ισραηλίτες, διότι είναι το μισό του εκατό τα πενήντα, και υπολείπεται του τέλειου στον αριθμό. Τα τρία επίσης μπορούν να δηλώνουν την αγία… Τριάδα, στη δόξα της οποίας αφιερώνεται και θεωρείται συνδεδεμένη η ζωή αυτών που με την πίστη ψαρεύτηκαν» (Κ). Ή, το ίδιο απίθανη: «Εάν ζητήσουμε αριθμό που δείχνει το νόμο, ποιόν άλλον θα καθορίζαμε παρά τον δέκα; Διότι έχουμε απόλυτη βεβαιότητα, ότι ο Δεκάλογος δηλαδή οι γνωστές σε όλους δέκα εντολές, γράφτηκαν πρώτα με το δάχτυλο του Θεού στις δύο πλάκες… Αλλά όταν η χάρη προστέθηκε στο νόμο, δηλαδή το πνεύμα στο γράμμα, κατά κάποιο τρόπο προστέθηκε στον αριθμό δέκα ο επτά. Διότι ο επτά διαπιστώνεται από τεκμήρια… σημαίνει το άγιο Πνεύμα… Ο Θεός αγίασε την έβδομη ημέρα, στην οποία κατέπαυσε από τα έργα του… Και ο προφήτης Ησαΐας… εφιστά την προσοχή μας στο επταδικό έργο ή τα επτά χαρίσματα του Πνεύματος [Ησ. Ια 2,3]… Και τι λέει η Αποκάλυψη; Δεν ονομάζονται και εκεί αυτά επτά Πνεύματα του Θεού [Αποκ. γ 1], ενώ είναι ένα μόνο και το αυτό Πνεύμα που διαιρεί στον καθένα διάφορα χαρίσματα, όπως θέλει… Συνεπώς, όταν στον αριθμό δέκα, που παριστάνει το νόμο, προσθέσουμε το άγιο Πνεύμα, που παριστάνεται από το επτά, έχουμε δέκα επτά. Και όταν χρησιμοποιήσουμε τον αριθμό αυτόν για να προσθέσουμε κάθε έναν από τους διάφορους αριθμούς, τους οποίους περιλαμβάνει, από τι 1 μέχρι το 17 [δηλαδή 1+2+3+4+5+6… +16=136] το άθροισμα θα είναι 136. Αν προσθέσουμε στο άθροισμα αυτό και τον 17 θα έχουμε τον αριθμό των ψαριών… Έτσι με το ζωοποιό Πνεύμα το γράμμα δεν σκοτώνει πλέον, αλλά ό,τι παραγγέλεται από το νόμο, εκπληρώνεται με τη βοήθεια του Πνεύματος και αν υπάρξει κάποια έλλειψη συγχωρείται. Όλοι λοιπόν όσοι συμμετέχουν σε τέτοια χάρη συμβολίζονται από τον αριθμό αυτόν. Ο αριθμός αυτός επιπλέον έχει 3 φορές τον αριθμό 50 και επιπροσθέτως τον αριθμό 3 σε αναφορά με το μυστήριο της Τριάδας· την ώρα που ο αριθμός 50 γίνεται με πολλαπλασιασμό του 7 επί 7 με προσθήκη του ένα… Και το ένα προστίθεται για να δηλώσει, ότι ένα είναι αυτό που εκφράζεται με την επταπλή ενέργειά του» δηλαδή το Πνεύμα (Αυ). Ή και κάπως πιθανώς ο Ιερώνυμος σημειώνει: Εκείνοι οι οποίοι έγραψαν για τη φύση και ιδιότητα των ζώων, αυτοί που έμαθαν αλιευτικά… από τους οποίους ο Οππιανός… είναι ποιητής πολυμαθέστατος, βεβαιώνουν, ότι υπάρχουν συνολικά 153 είδη ψαριών, τα οποία όλα συνελήφθησαν από τους αποστόλους και κανένα δεν παρέμεινε ασύλληπτο. Έτσι όλοι τόσο οι ευγενείς και οι ταπεινοί στην καταγωγή, οι πλούσιοι και οι φτωχοί και κάθε τάξης άνθρωποι ανελκύονται από τη θάλασσα του κόσμου στη σωτηρία (b). Ή, πιο σωστά, η απλούστερη εξήγηση του αριθμού 153 είναι ότι, όπως οι ψαράδες αναγκάζονται να κάνουν, επειδή τα πιασμένα ψάρια πρέπει να διαιρεθούν σε μερίδια, τα ψάρια μετρήθηκαν και ο αριθμός τους αναφέρθηκε ως αξιοσημείωτος (β). Έτσι σημειώνεται η αφθονία αυτής της αλιείας και το ζωηρό ενδιαφέρον, με το οποίο οι απόστολοι λογάριασαν τη λεία που έπιασαν (g). Η αρίθμηση έγινε από την επιθυμία τους να διατηρήσουν ακριβή ανάμνηση του μεγάλου θαύματος (ο).
(4) «Όχι επειδή ήταν ισχυρό, αλλά επειδή ο Κύριος δυνάμωσε αυτό» (Ζ). Η διατήρηση του διχτύου αναφέρθηκε ίσως σαν σύμβολο της ειδικής προστασίας του Κυρίου στη εκκλησία και σε όλους εκείνους, οι οποίοι είναι κλεισμένοι μέσα της (g).
Ιω. 21,12 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· δεῦτε ἀριστήσατε(1). οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι(2) αὐτὸν σὺ τίς εἶ(3), εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν(4).
Ιω. 21,12 Λέγει εις αυτούς ο Ιησούς• “ελάτε τώρα να φάτε το πρωϊνό σας φαγητό”. Κανείς δε από τους μαθητάς δεν ετολμούσε να τον εξετάση και να τον ερωτήση, ποιός είσαι συ, διότι όλοι εγνώριζαν πολύ καλά ότι αυτός είναι ο Κυριος.
(1) Αριστάω= παίρνω πρωινό, στους Αττικούς, έτσι και εδώ (G). Αν και κάποιος χρόνος πρέπει να καταναλώθηκε στο έργο της ανέλκυσης των ψαριών, όμως η πρωινή ώρα δεν είχε ακόμη περάσει (ο). «Ήδη είχε φτάσει η ώρα του πρωινού. Διότι επρόκειτο τους κόπους τους να τους διαδεχτεί η ανάπαυση» (Ζ).
(2) «Διότι δεν είχαν πλέον την ίδια παρρησία, ούτε το ίδιο θάρρος, ούτε τον πλησίαζαν πλέον μιλώντας προς αυτόν, αλλά με σιωπή και πολύ φόβο καθόντουσαν και τον πρόσεχαν» (Χ). Δεν υπάρχουν πλέον οι προηγούμενες οικείες σχέσεις (g). Ο Θεάνθρωπος στεκόταν πλήρως αποκαλυμμένος μπροστά τους· και ενώ οι καρδιές τους υπερπληρούνταν από αγάπη και χαρά, προσέβλεπαν όμως προς αυτόν με φόβο και σεβασμό (ο). Το τολμώ και εξετάζω δεν συναντιούνται αλλού στο τέταρτο ευαγγέλιο (β). Εξετάζω= πληροφορούμαι από κάποιον με άμεση ερώτηση (G).
(3) «Επειδή έβλεπαν τη μορφή του αλλοιωμένη και να προξενεί μεγάλη έκπληξη, είχαν εκπλαγεί πάρα πολύ, και ήθελαν να τον ρωτήσουν για αυτήν, αλλά ο φόβος και το ότι γνώριζαν ότι δεν είναι κάποιος άλλος, αλλά ο ίδιος, τους έκανε να αποφεύγουν την ερώτηση» (Χ).
(4) Δεν συνέβη εδώ όπως στην Εμμαούς, όπου δεν αναγνωρίστηκε έως ότου ευλόγησε και έκοψε τον άρτο (Λουκ. κδ 30). Εδώ αναγνωρίστηκε πριν ακόμη αρχίσει το φαγητό (β).
Ιω. 21,13 ἔρχεται(1) οὖν(2) ὁ Ἰησοῦς καὶ λαμβάνει(3) τὸν ἄρτον(4) καὶ δίδωσιν αὐτοῖς(5) καὶ τὸ ὀψάριον(4) ὁμοίως.
Ιω. 21,13 Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς και παίρνει το ψωμί εις τα χέρια του και τους το εμοίρασε, επίσης δε και το ψάρι.
(1) Από τη θέση που στεκόταν, όταν κάλεσε τους μαθητές (ο).
(2) Κατόπιν της πρόσκλησης, την οποία απηύθυνε στους μαθητές και της προσέλευσής τους.
(3) Αφού πλησίασε τον τόπο, όπου βρισκόταν η τροφή ετοιμασμένη, ως διδάσκαλος και οικοδεσπότης διανέμει αυτήν στους μαθητές. Κανείς υπαινιγμός δεν υπάρχει εδώ ότι έλαβε χώρα κλάση του άρτου με ευχαριστία. «Εδώ δεν στρέφει πλέον το βλέμμα του στον ουρανό, ούτε κάνει εκείνα τα ανθρώπινα, δείχνοντας ότι και εκείνα έγιναν από συγκατάβαση» (Χ). Ο Θεάνθρωπος εμφανίζεται μάλλον με τη θεία του εξουσία.
(4) Φαίνεται πιθανόν ότι «λογικά έψησαν και κάποια από τα ψάρια που έπιασαν για να φάνε όλοι οι μαθητές» (Ζ). Αξιόλογη η αλληγορία: «Ο Κύριος ετοίμασε το πρωινό για τους επτά αυτούς μαθητές του από το ψάρι, το οποίο είδαν πάνω στην ανθρακιά, αφού προστέθηκαν και κάποια από τα ψάρια που αυτοί έπιασαν, και από τον άρτο…, τον οποίο είδαν. Το ψάρι το ψημένο είναι ο Χριστός που πάσχει· και ο ίδιος επίσης είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό. Μαζί με αυτόν ενσωματώθηκε η εκκλησία, για να μετάσχει και της αιώνιας μακαριότητας» (Αυ).
(5) «Εδώ μεν δεν λέει ότι έφαγε μαζί τους, ενώ ο Λουκάς αλλού λέει ότι συναναστρεφόταν και συνέτρωγε μαζί τους (Πράξ. α 4). Το πώς γινόταν αυτό όμως εμείς δεν μπορούμε να το πούμε. Διότι αυτά γινόντουσαν με κάποιο παραδοξότερο τρόπο, όχι επειδή είχε η φύση του πλέον ανάγκη από τροφή, αλλά το έκανε από συγκατάβαση για απόδειξη της ανάστασης» (Χ). Το ότι ο Ιησούς πήρε και έδωσε σε αυτούς τον άρτο και το ψάρι όπως παλιά (δες Μάρκ. στ 41, η 6, Ματθ. ιδ 19, ιε 36, Λουκ. θ 16) σημαίνει μόνο, ότι προεξήρχε του φαγητού κατά την ανέκαθεν συνήθειά του.
Ιω. 21,14 Τοῦτο ἤδη τρίτον(1) ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
Ιω. 21,14 Αυτή ήτο η τρίτη φορά, που εφανερώθηκε ο Ιησούς εις συγκεντρωμένους μαθητάς του, από την ημέραν που ανεστήθη εκ νεκρών.
(1) Δες τις σχετικές φράσεις «ταύτην τὴν ἀρχὴν» (β 11)· «τοῦτο πάλιν δεύτερον σημεῖον ἐποίησεν» (δ 54). Όπως και εκείνες, έτσι και η παρούσα αποβλέπει στο να συμπληρώσει σιωπηλά την διήγηση των συνοπτικών. Κατά τον Ματθαίο η πρώτη εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές θα φαινόταν, ότι έγινε στη Γαλιλαία και όχι στην Ιουδαία. Καθόλου, λέει ο ευαγγελιστής. Όταν για πρώτη φορά εμφανίστηκε στη Γαλιλαία ήταν η τρίτη ήδη φορά, κατά την οποία φανερωνόταν στους μαθητές του (g). «Πρώτη μεν φορά λοιπόν το απόγευμα της ημέρας εκείνης, κατά την οποία αναστήθηκε· δεύτερη μετά από οχτώ ημέρες· και τρίτη τώρα. Φαίνεται λοιπόν, ότι μετά από αυτό ανέβηκαν οι μαθητές στο όρος που τους παρήγγειλε... Φανερώθηκε μεν λοιπόν και στις μαθήτριες και… στον Πέτρο και στον Κλεόπα και σε αυτόν που ήταν μαζί του. Αλλά στους μαθητές μαζί, αυτή ήταν η τρίτη φορά που φανερώθηκε» (Ζ). Μιλά για τις επισημότερες εμφανίσεις, δηλαδή για εκείνες οι οποίες έγιναν στους μαθητές συναθροισμένους (b). Και δεν ήταν μεν εδώ όλοι οι μαθητές παρόντες, ήταν όμως επτά κάτω από την ηγεσία του Πέτρου, άλλωστε και στο Ιω. κ 19 και εξής, δεν ήταν πάλι όλοι παρόντες (g). Ή, λιγότερο πιθανώς «αριθμούνται οι εμφανίσεις σύμφωνα με τις ημέρες· διότι ως πρώτη πρέπει να αριθμηθούν όλες όσες έγιναν σε μία ημέρα, επειδή περικλείονται σε μία ημέρα οσοδήποτε πολλές φορές και αν εμφανίστηκε κατά την ημέρα της ανάστασής του· ως δεύτερη αυτή που έγινε μετά από οκτώ ημέρες, και αυτή εδώ ως τρίτη» (Αυ).
Ιω. 21,15 Ὅτε οὖν ἠρίστησαν(1), λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ Ἰησοῦς(2)· Σίμων Ἰωνᾶ(3), ἀγαπᾷς με(4) πλεῖον τούτων(5); λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε(6). λέγει αὐτῷ· βόσκε(7) τὰ ἀρνία μου(8).
Ιω. 21,15 Αφού, λοιπόν, επήραν το πρωϊνό τους φαγητό, λέγει στον Σιμωνα Πετρον ο Ιησούς• “Σιμων, παιδί του Ιωνά, με αγαπάς περισσότερο από αυτούς, όπως είχες ισχυρισθή κατά την νύκτα της συλλήψεώς μου;” Ο Πετρος, χωρίς τώρα να υποτιμήση την αγάπην των άλλων μαθητών, με ταπεινοφροσύνην πολλήν λέγει• “ναι, Κυριε, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ”. Του λέγει ο Ιησούς• “βόσκε τα λογικά αρνιά μου της πνευματικής μου ποίμνης.
(1) Όταν το πρωινό φαγητό τελείωσε. Είναι χαρακτηριστικά του Ιωάννη οι σημειώσεις και οι καθορισμοί αυτοί του χρόνου (β). Κατά τη διάρκεια του φαγητού τους επικρατούσε μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη σιωπή. Η σιγή στην αρχή κάποιου γεύματος δεν είναι μόνο σημάδι ευγένειας, αλλά και κοσμιότητας και αυτοκυριαρχίας (b). Η αποστολική ευθύνη δεν εξαντλείται με την αποστολή σε αυτούς που δεν επέστρεψαν ακόμη. Καθήκον του αποστόλου είναι να λάβει και πρόνοια για αυτούς που επέστρεψαν. Η σκηνή για αυτό, στην οποία εξιστορείται η σύλληψη των ψαριών, συμπληρώνεται με περιγραφή της αποστολικής διακονίας με την εικόνα του ποιμένα και της ποίμνης των αρνιών και των προβάτων. Το αρνί παίρνει τη θέση του ψαριού, διότι, από τη στιγμή που το ψάρι πιαστεί, πεθαίνει και δεν παρέχει συνεπώς ανάλογο και επαρκές παράδειγμα της ζωής του χριστιανού μετά την επιστροφή του. Ο Πέτρος λοιπόν είναι συγχρόνως ψαράς και ποιμένας. Αλλά έχει ήδη αρνηθεί τρεις φορές τον Κύριο (χ). Ο ακόλουθος διάλογος λοιπόν συμπληρώνει την προηγούμενη σκηνή (g). Αφού έφαγαν, τότε ο Κύριος απευθύνεται στον Πέτρο. Αποφεύγει να μιλήσει προηγουμένως στον Πέτρο, για να μην ταράξει τον όμιλο των επτά μαθητών κατά τη διάρκεια του φαγητού. Αλλά και στον Πέτρο τον ίδιο θα προκαλούσε δυσαρέσκεια και λύπη ό,τι ο Κύριος θα έλεγε προς αυτόν. Δεν θέλει λοιπόν να αναγκάσει αυτόν να διακόψει το φαγητό του.
(2) Δεν μέμφεται ο Ιησούς τον Πέτρο για την άρνηση, για την οποία είχε ήδη ο Πέτρος συγχωρεθεί· αλλά η ερώτησή του για την αγάπη του ήταν ευγενέστατος και στοργικότατος έλεγχος (Stier). «Επομένως με την τριπλή μεν ομολογία του μακάριου Πέτρου καταργήθηκε το αμάρτημα που έγινε με την τριπλή άρνηση. Και με το να πει ο Κύριος Βόσκε τα αρνία μου, εννοείται ότι έγινε μία ανανέωση κατά κάποιο τρόπο της αποστολής που ήδη δόθηκε σε αυτόν, η οποία σταματούσε την ντροπή για τα αμαρτήματα που συνέβη στο μεταξύ και η οποία εξαφάνιζε την μικροψυχία λόγω της ανθρώπινης ασθένειας» (Κ). Όπως υπάρχει σχέση όχι τυχαία ανάμεσα στην εξωτερική τοποθεσία, στην οποία ο Πέτρος είχε κληθεί την πρώτη φορά στο να γίνει απόστολος και σε αυτήν, στην οποία σημειώθηκε η εμφάνιση του Ιησού, έτσι υπάρχει σχέση ανάμεσα στον τόπο στον οποίο ο Πέτρος εξέπεσε (δίπλα στην ανθρακιά της αυλής του αρχιερέα) με την άρνησή του, και στην ανθρακιά αυτή δίπλα στην οποία ξαναπαίρνει το αξίωμά του (g). Στην τριπλή ερώτηση του Κυρίου προς τον Πέτρο κρύβεται γλυκός και στοργικός έλεγχος, ικανός όχι να πληγώσει και να πικράνει, αλλά να μαλάξει την καρδιά. Επιπλέον με αυτήν ο Πέτρος υποβάλλεται σε δοκιμή και εξέταση. Οι ερωτήσεις υποβάλλονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί καθαρά, εάν ο Πέτρος κατέχεται ακόμη από το πνεύμα εκείνο της καυχησιολογίας και αλαζονείας, το οποίο εκδήλωσε, όταν στο δείπνο διακήρυττε ότι «αν όλοι σκανδαλιστούν με σένα, εγώ ουδέποτε θα σκανδαλιστώ». Και πράγματι, στις απαντήσεις του Πέτρου βλέπουμε, πόσο από την άρνησή του διδάχτηκε αυτός και πόσο άλλαξε και μεταβλήθηκε.
(3) Υπάρχει και η γραφή Σίμων Ιωάννου. Η ονομασία αυτή, με την οποία υπενθυμίζεται στον Πέτρο η φυσική του καταγωγή δεν αντιτίθεται άσκοπα με αυτήν που χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής («λέει στον Σίμωνα Πέτρο») (g). Υπενθυμίζει σε αυτόν ολόκληρο το παρελθόν του, από τη φυσική γέννησή του, και ειδικότερα την αξιοθρήνητη πτώση, η οποία γεννήθηκε στον Σίμωνα και όχι στον Πέτρο (Stier). Υπενθυμίζεται η ασθένεια η οποία μεταδίδεται σε όλους μας με τη φυσική καταγωγή ή την επίγεια συγγένεια (ο).
(4) Σύμφωνα με κάποιους μεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο αγαπώ και το φιλώ. Το αγαπώ λέγεται εδώ με την ανώτερη και πνευματική έννοια της λέξης –αγαπώ από σεβασμό· ενώ το φιλώ με την έννοια της προσωπικής αφοσίωσης (g). Για αυτό για τους ανθρώπους λέγεται ότι αγαπούν και όχι φιλούν το Θεό. Το αγαπώ επίσης ουδέποτε χρησιμοποιείται για την αγάπη από σαρκικό έρωτα. Το φιλώ χρησιμοποιείται για τους λάτρεις του Χριστού στο Ιω. ιστ 27 (G). Το φιλώ λέγεται για φυσική τρυφερότητα, το αγαπώ για αγάπη περισσότερο εξυψωμένη (F). Σύμφωνα με τη διάκριση αυτή ο Πέτρος ερωτώμενος από τον Ιησού εάν αγαπά αυτόν, δεν απαντά με μεγαλύτερη έμφαση (b), αλλά χρησιμοποιεί, αποφεύγοντας την προηγούμενη αλαζονεία, το ρήμα φιλώ με πιο μέτρια διάθεση (g). Ο Ιησούς ρωτά: Με αγαπάς με την υψηλή και άγια αγάπη, η οποία οφείλεται σε μένα ως Υιό του Θεού και Σωτήρα των ανθρώπων; Και ο Πέτρος συναισθανόμενος ήδη την ασθένειά του απαντά· Ξέρεις, ότι σε αγαπώ όπως ένας φτωχός ασθενής θνητός μπορεί να αγαπά τους αρίστους του φίλους, αν και η αγάπη αυτή είναι πολύ πιο κάτω από την αγία αγάπη, που οφείλεται σε Σένα (ο). Σύμφωνα με άλλους όμως (β, Αυ), καμμία διάκριση δεν πρέπει να γίνεται ανάμεσα στα δύο ρήματα και από την τρίτη ερώτηση του Χριστού «έχουμε αποδεδειγμένο ότι αγαπώ και φιλώ είναι ένα και το αυτό. Διότι ο Κύριος στην τελευταία ερώτησή του δεν είπε με αγαπάς, αλλά φιλεις με» (Αυ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(5) Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι το «τούτων» αναφέρεται στους μαθητές, διότι το να αναφέρουμε αυτό στα ψάρια ή στα σκεύη και όργανα της αλιείας (δες β) είναι πολύ ταπεινό και χονδροειδές σε σχέση με τα συμφραζόμενα (ο). «Με αγαπάς περισσότερο από όσο αυτοί;» (Ζ), δηλαδή οι συμμαθητές σου. Πριν ο Πέτρος είχε πει ότι θα δειχνόταν περισσότερο πιστός από αυτούς (Ματθ. κστ 33) (b). Και ο Ιησούς υπενθυμίζει σε αυτόν την υπεροχή την οποία αλαζονικά ο Πέτρος διεκδίκησε όταν είπε τα λόγια στο Ματθ. κστ 33 (g). «Και ζητά να πει, εάν και περισσότερο από τους άλλους αγαπά… επειδή θα πάρει και περισσότερη από τους άλλους την άφεση… Διότι σύμφωνα με το λόγο του Σωτήρα, αυτός στον οποίο πολύ συγχωρείται, πολύ και θα αγαπήσει» (Κ).
(6) «Συμφωνεί ο Πέτρος, και ομολογεί ότι αγαπά, λέγοντας ότι αυτός ο ίδιος (ο Ιησούς) είναι μάρτυρας της διάθεσης που υπάρχει μέσα του» (Κ), «αυτός που ξέρει τα απόρρητα της καρδιάς» (Χ). Ο Πέτρος είχε δώσει απόδειξη του αντίθετου με την τελευταία άρνησή του· τώρα αντί για απόδειξη κάνει επίκληση της παντογνωσίας του Ιησού. Τώρα όμως λέει απλώς: σε αγαπώ. Δεν προσθέτει: περισσότερο από αυτούς (b). Από ταπεινοφροσύνη που υπαγορεύεται σε αυτόν από την πτώση του παραλείπει τις λέξεις αυτές στην απάντησή του (g). Ο Πέτρος παρέλειψε το «περισσότερο από αυτούς», αποφεύγοντας να συγκρίνει τον εαυτό του με τους αδελφούς του, και πολύ περισσότερο να υπερτιμήσει τον εαυτό του από αυτούς. Μπορούμε και εμείς να πούμε, ότι Αγαπάμε το Χριστό, δεν επιτρέπεται όμως σε μας να λέμε, ότι αγαπάμε αυτόν περισσότερο από κάθε άλλον. Οφείλουμε μεν να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι από τους άλλους, συγχρόνως όμως έχουμε καθήκον, ώστε «με την ταπεινοφροσύνη να θεωρούμε τους άλλους ότι υπερέχουν από εμάς». Διότι γνωρίζουμε όλες τις δικές μας ελλείψεις και παραβάσεις, ενώ των αδελφών μας μόνο από τις εξωτερικές εκείνες, οι οποίες πέφτουν στην αντίληψή μας.
(7) Το ρήμα βόσκω σημαίνει την φροντίδα για ένα ποίμνιο από την άποψη της διατροφής. «Ζητά απόδειξη της αγάπης σε αυτόν, την φροντίδα αυτών» (Ζ). Εμπιστεύεται αυτούς που αγαπά σε αυτόν που τον αγαπά (Λούθηρος). «Χειροτονήθηκε μεν ήδη για τη θεία αποστολή μαζί με τους άλλους μαθητές ο θεσπέσιος Πέτρος· διότι ο ίδιος ο Κύριος τους ονόμασε αποστόλους σύμφωνα με αυτό που έχει γραφτεί. Επειδή όμως… κυριευμένος από ασυγκράτητο φόβο ο θεσπέσιος Πέτρος αρνήθηκε τρεις φορές τον Κύριο, θεραπεύει αυτό που έπαθε και απαιτεί και αυτός με τη σειρά του την τριπλή ομολογία, θέτοντας αυτό σαν αντιστάθμισμα για εκείνο και ετοιμάζοντας την επανόρθωση ισοδύναμη με τα αμαρτήματα» (Κ). Ξεχώρισε κάτι στον Πέτρο ιδιαίτερα σε σύγκριση με τους άλλους μαθητές, αλλά τίποτα από το οποίο οι άλλοι επρόκειτο να αποκλειστούν· διότι αληθινά και εκείνοι αγαπούσαν τον Ιησού. Δες ιστ 27. Ας παύσει ο Πάπας, στο όνομα της αλήθειας, με την πρόφαση της διαδοχής του Πέτρου να διεκδικεί αυτό το προνόμιο για τον εαυτό του… Η Ρώμη δεν μπορεί να αξιώνει τον Πέτρο ως δικό της περισσότερο από όσο η Ιερουσαλήμ ή η Αντιόχεια ή οποιοσδήποτε άλλος τόπος, όπου ο Πέτρος ενήργησε ως απόστολος. Τι λέω; Η Ρώμη ως πρωτεύουσα των Εθνών, μπορεί λιγότερο από όλους να αξιώσει αυτόν. Διότι ο Πέτρος υπήρξε ένας από τους αποστόλους της περιτομής (b). Ο Χριστός τόσο στοργικά αγαπά την ποίμνη του, ώστε δεν εμπιστεύεται αυτήν παρά μόνο σε εκείνους, οι οποίοι τον αγαπούν και για αυτό θα αγαπούν για αυτόν και κάθετί που είναι δικό του. Εκείνοι οι οποίοι δεν αγαπούν το Χριστό, ούτε τις ψυχές των ανθρώπων αγαπούν, και κατά φυσικό λόγο ούτε για την κατάσταση των ψυχών αυτών θα ενδιαφερθούν. Τίποτα άλλο παρά η αγάπη προς τον Χριστό δεν ενισχύει τους λειτουργούς και διακόνους του να βαδίζουν ακούραστοι δια μέσου των δυσκολιών και αποθαρρύνσεων, τις οποίες συναντούν συχνά στο έργο τους. Η αγάπη αυτή κάνει το έργο τους εύκολο και γεμίζει αυτούς με προθυμία σε αυτό. Πράγματι· η αγάπη αυτή κάνει υπομονετικό και μακρόθυμο τον διδάσκαλο του ευαγγελίου απέναντι στη δυστροπία, την απροσεξία, την αχαριστία, την βραδύνοια και τις ιδιοτροπίες αυτών τους οποίους διδάσκει. Και η αγάπη αυτή κατέστησε τον Παύλο τόσο προνοητικό, για να μην σκανδαλιστούν τα ασθενή πρόβατα του Χριστού, ώστε να υφίσταται για χάρη τους τόσες θυσίες, αναλαμβάνοντας τόσους σωματικούς κόπους και αγρυπνίες, ώστε να μην επιβαρύνει κάποιον από αυτούς με τη διατροφή του. Πόσα υπέμεινε από τους ψευδαδέλφους! Και πόσο στοργική δειχνόταν η καρδιά του, όταν έγραφε: Παιδάκια μου, τους οποίους πάλι κοιλοπονώ!
(8) Σημαίνουν σύμφωνα με τους περισσότερους από τους ερμηνευτές ειδική τάξη μελών της εκκλησίας δηλαδή τους αρχάριους. «Με το να πει Βόσκε τα αρνία μου, ονόμασε έτσι τους νεογέννητους στην πίστη» (Β). Στη δεύτερη ερώτηση σύμφωνα με τους κώδικες βατικανού και του Εφραίμ χρησιμοποιήθηκε η λέξη προβάτια και στην τρίτη πρόβατα. Οι διαφορές αυτές δείχνουν, όπως φαίνεται, ότι δύο ή τρεις Αραμαϊκές λέξεις υπάρχουν πίσω από τις αντίστοιχες λέξεις του ελληνικού πρωτοτύπου (β). Στις τρεις αυτές παραγγελίες, το ποίμνιο που εμπιστεύεται στον Πέτρο κατανέμεται σε τρεις ηλικίες· και το ποίμνιο της πρώτης ηλικίας δηλώνεται με την ονομασία αρνία, ενώ αυτό της τρίτης ηλικίας με την ονομασία πρόβατα· αυτό της δεύτερης λοιπόν περιλαμβάνεται στα πιο τρυφερά από τα πρόβατα (b). «Αρνία μεν είναι οι πιο ατελείς, ενώ πρόβατα οι τελειότεροι» (Ζ). «Εκείνοι οι οποίοι με το να βόσκουν το ποίμνιο του Χριστού αποβλέπουν στο να έχουν αυτό ως δικό τους και όχι ως ποίμνιο του Χριστού, ας είναι πεπεισμένοι ότι αγαπούν όχι το Χριστό, αλλά τους εαυτούς τους, από επιθυμία είτε να καυχηθούν, είτε να αποκτήσουν δύναμη ή κέρδη υλικά και όχι από αγάπη να υπακούσουν, να υπηρετήσουν και να αρέσουν στο Θεό. Διότι τι άλλο σημαίνουν τα λόγια Με αγαπάς; Βόσκε τα αρνία μου, παρά ότι και αν έλεγε Εάν με αγαπάς, μη σκέφτεσαι να βοσκήσεις τον εαυτό σου αλλά τα αρνία μου σαν δικά μου και όχι σαν δικά σου· να ζητάς τη δόξα μου σε αυτά και όχι τη δική σου· την κυριότητά μου και όχι τη δική σου» (Αυ). Βόσκε τα αρνία μου δηλαδή τρέφε αυτά, δίδασκε αυτά, διότι η διδασκαλία του ευαγγελίου είναι πνευματική τροφή. Βόσκε τα αρνία μου δηλαδή να οδηγείς αυτά σε παχειά βοσκοτόπια, πρωτοστατώντας στις θρησκευτικές τους συναθροίσεις και διακονώντας αυτά σύμφωνα με όλα τα διατεταγμένα. Βόσκε αυτά με προσωπική προσαρμογή της διδασκαλίας στην κατάσταση και τις ανάγκες καθενός από αυτά. Όχι απλώς παράθετε σε αυτά την τροφή, αλλά βόσκε εσύ με αυτήν φροντίζοντας για τα ασθενή και αυτά που δεν έχουν όρεξη να δίνεις τροφή προσαρμοσμένη στην κατάστασή τους.
Ιω. 21,16 λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον(1)· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με(2); λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· ποίμαινε(3) τὰ πρόβατά μου(4).
Ιω. 21,16 Λέγει εις αυτόν πάλιν δευτέραν φοράν ο Κυριος• “Σιμων, παιδί του Ιωνά, με αγαπάς;” Λεγει εις αυτόν ο Πετρος• “ναι, Κυριε, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ”. Του λέγει• “ποίμαινε τα λογικά μου πρόβατα”.
(1) Η επανάληψη αποσκοπεί να προσδώσει έμφαση στην εξέταση και να προκαλέσει βαθειά εντύπωση στον Πέτρο (ο). Ο Ιησούς ζητά να ωθήσει τον Πέτρο σε αυστηρότερη έρευνα του εαυτού του (Weiss).
(2) Εφ’ όσον με τη φράση «περισσότερο από αυτούς» επιτεύχθηκε ο σκοπός, για τον οποίο χρησιμοποίησε αυτήν ο Κύριος, δεν επαναλαμβάνεται τώρα αυτή. Αλλά επιμένει στη χρήση του ρήματος αγαπώ. Ο Πέτρος όμως δεν παίρνει θάρρος να εφαρμόσει στον εαυτό του ένα τέτοιο ρήμα και εξακολουθεί να διαβεβαιώνει με τη μετριότερη έννοια του ρήματος φιλώ την προς τον διδάσκαλο αγάπη του (g).
(3) Το ρήμα ποιμαίνω έχει ευρύτερη έννοια από το ρήμα βόσκω, διότι δεν εκφράζει μόνο την έννοια της φροντίδας για διατροφή του ποιμνίου, την οποία εκφράζει το βόσκω, αλλά και γενικώς όλα τα έργα του ποιμένα (F). Αντικαθιστά λοιπόν το βόσκω, το οποίο αναφερόταν προ παντός στην διδασκαλία με το λόγο, με το ποιμαίνω, το οποίο σημαίνει μάλλον την διοίκηση της εκκλησίας στο σύνολό της (g). «Διότι τον μεν ποιμαίνω που λέει τώρα φανερώνει πιο σκληρή φροντίδα, ενώ το βόσκω την ηπιότερη» (Θφ). Η προμήθεια της κατάλληλης και πρόσφορης τροφής στα πρόβατα δεν καλύπτει ολόκληρο το ποιμαντικό έργο. Μέρος του ποιμαντικού έργου είναι ο ποιμένας να βγάζει το ποίμνιό του και να προπορεύεται από αυτό. Όχι μόνο με το λόγο να διδάσκει και να τρέφει αυτό πνευματικά, αλλά να δίνει αυτός πρώτος το παράδειγμα της εφαρμογής και καρποφορίας των διδασκομένων αληθειών. Εκείνος είναι καλός ποιμένας στη διδασκαλία, ο οποίος δεν δείχνει μόνο στα πρόβατα την ευθεία οδό, αλλά βαδίζει πρώτος σε αυτήν, για να ακολουθεί η ποίμνη στα ίχνη του. Αυτό είναι το βόσκε τα αρνία μου. Αλλά ο καλός ποιμένας είναι και γεμάτος συμπάθεια και στοργή για το καθένα από τα πρόβατά του. Υποστηρίζει το συντετριμμένο, δένει τις πληγές του, ενισχύει το ασθενές και αισθάνεται ως ίδιο προσωπικό του πόνο την αστάθεια και παραπλάνηση οποιουδήποτε πιστού φωνάζοντας με καρδιά που πονά μαζί με τον Παύλο: Ποιός ασθενεί και δεν ασθενώ, ποιος σκανδαλίζεται και δεν καίγομαι εγώ; Ο καλός ποιμένας, όταν αντιληφθεί, ότι κάποιο πρόβατο απομακρύνθηκε από την ποίμνη, αφήνει τα πρόβατα που τρέφονται με ασφάλεια στη βοσκή, και αναζητά το χαμένο, το οποίο στοργικά αγκαλιάζει, όταν το ξαναβρεί, και χωρίς να κακομεταχειριστεί αυτό, το παίρνει πάνω στους ώμους του. Αυτό είναι το Ποίμαινε τα πρόβατά μου.
(4) Ο βατικανός κώδικας και ο του Βέζα γράφουν προβάτιά μου=προβατάκια μου. Η γραφή αυτή ίσως είναι η πιο σωστή. Διότι το υποκοριστικό αυτής εκφράζει κάποιο υπαινιγμό ασθένειας, όπως και η λέξη αρνία και συνεπώς δηλώνει κατάσταση προχωρημένη μεν από αυτήν των αρνίων, που υπολείπεται όμως από αυτήν των προβάτων και τάξη ενδιάμεση μεταξύ αυτών και εκείνων (g).
Ιω. 21,17 λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον(1)· Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με(2); ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον(3), φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας(4), σὺ γινώσκεις(5) ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· βόσκε(6) τὰ πρόβατά μου(7).
Ιω. 21,17 Λέγει εις αυτόν τρίτην φοράν ο Κυριος• “Σιμων, υιέ του Ιωνά, με αγαπάς;” Ο Πετρος ελυπήθηκε, διότι τρεις φορές του είπε ο Ιησούς, “αγαπάς με;” επειδή ενόμισε ότι αμφέβαλλεν ο Κυριος δια την αγάπην του, και του είπε• “Κυριε, συ γνωρίζεις τα πάντα, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ”. Και έπειτα από την τριπλήν αυτήν ομολογίαν, ο Κυριος του λέγει• “βόσκε τα πρόβατά μου”.
(1) «Η τριπλή ερώτηση του Κυρίου προς τον Πέτρο για την αγάπη δεν υπονοεί άγνοια του Δεσπότου… αλλά ο αγαθός ιατρός απομάκρυνε το τριπλό της άρνησης με το τριπλό της συμφωνίας» (Ι).
(2) Χρησιμοποιεί τώρα το ρήμα, το οποίο και ο Πέτρος, εκφράζοντας έτσι αμφιβολία και για το αν όντως εφίλει αυτόν ο μαθητής. Είναι σαν να έλεγε σε αυτόν: Είσαι βέβαιος ότι με αγαπάς έστω και με την προσωπική, με την ανθρώπινη εκείνη αγάπη, την οποία υποδηλώνεις με την λέξη, με την οποία απαντάς; Δεν ρωτώ πλέον τώρα, εάν έχεις τον υψηλότερο βαθμό της αγάπης, στον οποίο αναφέρονταν οι προηγούμενες δύο ερωτήσεις μου. Είσαι όμως βέβαιος για το αν όντως με φιλείς; (ο).
(3) «Ο Πέτρος επειδή φοβήθηκε με την τριπλή ερώτηση και υποπτεύτηκε μήπως νομίζει μεν ότι αγαπά, αλλά δεν αγαπά· διότι και προηγουμένως, νόμιζε μεν ότι ουδέποτε θα τον απαρνηθεί, αλλά τον απαρνήθηκε· και το πάθημα εκείνο τον έκανε πιο σώφρονα και καλύτερο· για αυτό λυπήθηκε, ταράχτηκε, θορυβήθηκε» (Ζ). Το τριπλό της ερώτησης του Ιησού φαινόταν όντως να εκφράζει δυσπιστία (F).
(4) «Επειδή πάλι φοβάται τα προηγούμενα (διότι και τότε επιμένοντας στη γνώμη του, αποδεικνυόταν στη συνέχεια ανίκανος να την πραγματοποιήσει) για αυτό πάλι καταφύγει σε αυτόν· διότι το να πει Εσύ τα ξέρεις όλα, σημαίνει τα παρόντα και τα μέλλοντα. Βλέπεις πώς έγινε καλύτερος και σωφρονέστερος, χωρίς πλέον να αυθαδιάζει και να αντιλέγει;» (Χ). Βάζει τον εαυτό του κάτω από το μάτι της υπερφυσικής γνώσης του Ιησού λέγοντας κατά κάποιο τρόπο: Δες λοιπόν μόνος σου, εάν σε αγαπώ. Η επίκληση αυτή της ανώτερης γνώσης του Ιησού προέρχεται από το θλιβερό συναίσθημα των μεγάλων πλανών για τον εαυτό του, στις οποίες ο Πέτρος είχε παρασυρθεί (Weiss).
(5) Το γινώσκεις είναι πιο έντονο εδώ από το οἶδας, σημαίνοντας γνώση άμεση για κάποιο πράγμα ή πρόσωπο. Δείχνει με την απάντησή του ο Πέτρος σε κάποιο μέτρο την φυσική του ορμητικότητα. Διότι η χρήση των δύο ρημάτων Σὺ… οἶδας, Σὺ γινώσκεις… προσδίδουν ιδιαίτερο τόνο στη διαμαρτυρία της αγάπης του (ο).
(6) «Τρίτη φορά ρωτά και τρίτη φορά διατάζει τα ίδια, δείχνοντας πόση σημασια δίνει στην προστασία των προβάτων του και ότι αυτό είναι κατ’ εξοχήν δείγμα της αγάπης προς αυτόν» (Χ). «Αφού πρώτα μεν λοιπόν ξέπλυνε ο Πέτρος με τα πικρά εκείνα δάκρυα την κηλίδα της άρνησης, και αφού τώρα πάλι πρόσφερε αντί για την τριπλή άρνηση τριπλή ομολογία, και τότε μεν με έργο, ενώ τώρα με λόγο θεραπεύει το σφάλμα που έγινε με λόγο, τού αναθέτει την ποιμαντική φροντίδα της οικουμένης» (Ζ).
(7) Οι δύο προαναφερθέντες κώδικες μαζί με τον Αλεξανδρινό γράφουν πάλι προβάτια. Ίσως πρόκειται για λάθος των αντιγραφέων που δεν κατάλαβαν τη λεπτή διαφορά ανάμεσα στις λέξεις προβάτια και πρόβατα. Με το πρόβατα ο Κύριος δηλώνει πάλι το ποίμνιο πλήρες, θεωρούμενο όμως στην κανονική του κατάσταση. Ο Ιησούς ξαναπαίρνει το ρήμα βόσκω, με το οποίο δίνει στον Πέτρο να καταλάβει, ότι η γενική κυβέρνηση της εκκλησίας δεν πρέπει να εμποδίζει τον ποιμένα από το να ασχολείται και με τη διδασκαλία των προβάτων, και την κατ’ ιδίαν στο καθένα από αυτά και την ομαδική. Δες Πράξ. κ 31, όπου δείχνεται ότι οι απόστολοι είχαν κατανοήσει την έννοια του παραγγέλματος. Το χωρίο επίσης Α΄ Πέτρ. ε 1-4 φαίνεται ως ηχώ των λόγων αυτών του Κυρίου (g). Αξιόλογη και η ερμηνεία: Στο τέλος ζητείται από τον Πέτρο να βόσκει όχι τα αρνία, όπως στην πρώτη περίπτωση, ούτε τα προβάτια όπως στη δεύτερη, αλλά τα πρόβατα· δηλαδη να γίνει αυτός τελειότερος από τον εαυτό του, ώστε να μπορεί να κυβερνά τους τελειότερους (b). Εάν ρωτήσεις τους υπερασπιστές του πρωτείου του Πάπα, θα σού πουν, ότι με την τριπλή αυτή ερώτηση ο Κύριος αποσκοπούσε να δώσει στον Πέτρο και μέσω αυτού στους διαδόχους του στη Ρώμη απόλυτη κυριαρχία και αρχηγία πάνω στην όλη χριστιανική εκκλησία. Λες και το καθήκον του να υπηρετεί τα πρόβατα, έδωσε δικαίωμα τού να κυριαρχεί πάνω σε όλους τους άλλους ποιμένες, ενώ είναι σαφές, ότι ούτε ο Πέτρος ο ίδιος αξίωσε ποτέ τέτοιο δικαίωμα, ούτε οι υπόλοιποι απόστολοι τού αναγνώρισαν αυτό. Η τριπλή αυτή ερώτηση του Κυρίου έγινε ολοφάνερα, για να αποκατασταθεί ο Πέτρος στο αποστολικό αξίωμα, το οποίο απαρνήθηκε με την τριπλή άρνηση και για να ανανεώσει σε αυτόν την αποστολή παρόντων και των υπόλοιπων συμμαθητών του. Εμείς για εκείνους, οι οποίοι μάς εξαπάτησαν και διέψευσαν τις ελπίδες μας που στηρίξαμε πάνω τους, λέμε: «Παρόλο που τους συγχωρούμε, δεν τους εμπιστευόμαστε πλέον». Ο Χριστός όμως, όταν συγχώρησε τον Πέτρο, εμπιστεύτηκε σε αυτόν τον πολυτιμότερο θησαυρό, τον οποίο είχε πάνω στη γη. Και με τον έλεγχό του αυτόν, με τον οποίο αποκαθιστούσε τον μαθητή στο αποστολικό αξίωμα, δείχνεται ο Κύριος, όπως ήδη είπαμε, γεμάτος συμπάθεια. Από αυτό διδασκόμαστε, ότι και σε εμάς ο Ιησούς δεν υπάρχει φόβος να συμπεριφερθεί με λιγότερη συμπάθεια, εάν αμαρτάνοντας με οποιοδήποτε τρόπο προς αυτόν επιστρέψουμε με μετάνοια και ζητήσουμε το έλεός του. Ο όμοιός μας άνθρωπος είναι δυνατόν να μας μεμφθεί, να μας επικρίνει με λόγους πικρούς και να ευχαριστηθεί από την αγωνία μας. Αλλά ο Ιησούς ουδέποτε μέμφεται· και αν κάποτε τα λόγια του εμφανίζουν κάποια μομφή, είναι όμως πάντοτε γεμάτα αγάπη, όπως και οι τιμωρίες του είναι τιμωρίες στοργικής παιδαγωγίας. Ο όμοιός μας είναι δυνατόν να μας χτυπήσει άγρια και όταν μάλιστα πέσουμε κάτω από τα χτυπήματά του είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να μάς χτυπά. Ο Κύριος Ιησούς όμως χτυπά ως ιατρός πάνσοφος αποβλέποντας στο να μάς θεραπεύσει.
Ιω. 21,18 ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι(1), ὅτε ἦς νεώτερος(2), ἐζώννυες σεαυτὸν(3) καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· ὅταν δὲ γηράσῃς(2), ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει(4), καὶ οἴσει(5) ὅπου οὐ θέλεις(6).
Ιω. 21,18 Και πληροφορών αυτόν ο Κυριος, ότι θα μείνη πλέον πιστός μέχρι θανάτου, του λέγει• “σε διαβεβαιώνω και σε πληροφορώ, ότι όταν ήσουν νεώτερος έζωνες τον εαυτόν σου και επήγαινες, όπου ήθελες. Οταν όμως γηράσης θα απλώσης τα χέρια σου και άλλος θα σε ζώση και θα σε φέρη εκεί, όπου δεν θέλεις• (θα σε οδηγήση δηλαδή εις σκληρόν μαρτύριον, το οποίον θα δεχθής, παρά την φυσικήν αποστροφήν προς τον θάνατον)”.
(1) Ιωάννεια φράση που συναντιέται 25 φορές στο δ΄ευαγγέλιο (F). Με αυτήν τραβά με έμφαση την προσοχή του Πέτρου σε αυτά που θα ειπωθούν (ο). Όταν ο Ιησούς προανήγγειλε στον Πέτρο τα σχετικά με την άρνησή του με την ίδια φράση άρχισε να τού μιλά (β). Προλέγεται τώρα το μαρτύριο του Πέτρου. Η σχέση με τα προηγούμενα: «Πολύ χρήσιμα… προανήγγειλε το τέλος του Πέτρου, έτσι ώστε με αυτά τα οποία επρόκειτο να πάθει να επισφραγίσει κατά κάποιο τρόπο και να αποδείξει αληθινό αυτό που του είπε: Ναι, Κύριε, εσύ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ» (Κ). «Η αγάπη στο να βόσκουμε τα πρόβατα του Κυρίου πρέπει να αυξάνει σε τόσο μεγάλη πνευματική θερμότητα ώστε να υπερνικά και το φυσικό φόβο του θανάτου, ο οποίος μάς κάνει να μην θέλουμε να πεθάνουμε και όταν ακόμη επιθυμούμε να ζήσουμε μαζί με το Χριστό» (Αυ).
(2) Σε αυτό ανταποκρίνεται το «όταν όμως γεράσεις» που ακολουθεί· όπως και στο «έζωνες τον εαυτό σου» ανταποκρίνεται το «και άλλος θα σε ζώσει»· όπως και στο «όπου ήθελες» το «θα σε φέρει όπου δεν θέλεις» (g). Νεώτερος… γηράσῃς. «Αυτό δείχνει ότι δεν ήταν τότε νέος, (διότι πράγματι δεν ήταν) αλλά ούτε και γέρος, αλλά άνδρας τέλειος» (Χ). Ο Πέτρος έπρεπε να διάγει την μέση ηλικία. Αυτό συμφωνεί με το μαρτυρούμενο από τους συνοπτικούς γεγονός ότι ήταν ήδη έγγαμος (Λουκ. δ 38).
(3) Υπαινίσσεται την ζώνη, με την οποία οι κάτοικοι της Ανατολής περισφίγγουν και ανασηκώνουν τον μακρύ τους χιτώνα, όταν βαδίζουν ή εργάζονται (F). Αυτόματη, ελεύθερη, ανεμπόδιστη κίνηση δηλώνεται εδώ σε αντίθεση με τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας που σημαίνεται με την ακόλουθη φράση «και άλλος θα σε ζώσει» (ο). «Για ποιό λόγο λοιπόν υπενθύμισε σε αυτόν την προηγούμενη ζωή του; Για να δείξει ότι έτσι έχουν τα πράγματα σε αυτόν (το Χριστό). Διότι στα μεν βιοτικά πράγματα ο μεν νέος είναι χρήσιμος, ενώ ο γέρος άχρηστος· ενώ στα πράγματα που έχουν σχέση με μένα, λέει, δεν είναι έτσι, αλλά όταν έλθουν τα γηρατειά, τότε η ανδρεία είναι λαμπρότερη, τότε η ανδραγαθία πιο περιφανής, χωρίς να εμποδίζεται σε τίποτα από την ηλικία» (Χ). Σύμφωνα με την επικρατούσα ερμηνεία η έννοια είναι: «θα απλώσεις τα χέρια σου στο σταυρό, και άλλος θα σε σφίξει με τα καρφιά [ή θα σε έχει δέσμιο με τις αλυσίδες] και θα σε οδηγήσει σε θάνατο τον οποίο… δεν θέλεις από τη φύση σου» (Ζ). Θα απλώσεις τα χέρια σου όπως αυτοί που σταυρώνονται, ώστε να στερεωθούν αυτά στο οριζόντιο ξύλο του σταυρού (b). Το ἐκτενεῖς δηλώνει θεληματική ενέργεια, κατά διαταγή όμως των εκτελεστών. Εκφράζεται η ιδέα, ότι ο Πέτρος δεν θα έδειχνε κάποιο δισταγμό να πεθάνει για τον Κύριο. Θα άπλωνε θεληματικά τα χέρια του, κατανικώντας την φυσική του αποστροφή προς το θάνατο (ο). Το άπλωμα των χεριών του Μωϋσή (Εξοδ. ιζ 12) θεωρήθηκε από παλιά τύπος του σταυρού (Επιστολή Βαρνάβα 12, Ιουστίνου Διάλογος προς Τρύφωνα 90,91, Ειρηναίου κατά Αιρέσεων V,17,4)· ομοίως και η φράση στο Ησαΐου ξε «άπλωσα τα χέρια μου όλη την ημέρα σε λαό ανυπάκουο» (Βαρνάβα 12, Ιουστίνου Α΄ Απολογία 35). Αξιολογότατη και η ερμηνεία: Το άπλωμα των χεριών δεν αναφέρεται στη σταύρωση. Διότι πώς το χαρακτηριστικό αυτό θα έμπαινε μπροστά από τα ακόλουθα («και άλλος θα σε ζώσει και θα σε οδηγήσει όπου δεν θέλεις»), τα οποία παρουσιάζουν τον απόστολο να οδηγείται στον τόπο της ποινής; Το άπλωμα των χεριών είναι μάλλον η χειρονομία της παθητικότητας απέναντι στη βία. Η ζώνη αυτή (δες Πράξ. κα 11) θα είναι η αλυσίδα του κακοποιού. Ο λόγος αυτός δηλώνει την εξουδετέρωση της προσωπικής θέλησης, η οποία αποτελούσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του φυσικού χαρακτήρα του Πέτρου (g). Υπάρχει και η γραφή: ἄλλοι ζώσουσι.
(5) Από το ρήμα φέρω, το οποίο είναι εδώ πιο έντονο και ενεργητικό από το άγω. Ο σιναϊτικός αντί για το «οἴσει ὅπου» γράφει «Ποιήσουσί σοι όσα»
(6) «Σε θάνατο τον οποίο, αν και θέλεις με την προαίρεσή σου, δεν τον θέλεις με τη φύση σου» (Ζ). «Διότι κανείς από τους αγίους δεν πάσχει επειδή το θέλει. Αλλά αν και είναι πικρός ο θάνατος, και τους έρχεται παρόλο που καθόλου δεν τον θέλουν αυτοί, αλλά βεβαίως επειδή ποθούν πάρα πολύ τη δόξα που δίνει ο Θεός, καταφρονούν την επίγεια ζωή» (Κ). «Διότι κανείς δεν εγκαταλείπει το σώμα με απάθεια, διότι ο Θεός το ρύθμισε αυτό σύμφωνα με το συμφέρον μας, ώστε να μην συμβαίνουν πολλοί βίαιοι θάνατοι. Διότι αν ο διάβολος κατόρθωσε να το πετύχει αυτό, αν και τα πράγματα έχουν έτσι, και οδήγησε άπειρους σε γκρεμούς και βάραθρα, εάν δεν ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία του σώματος για την ψυχή, τότε από την τυχαία λύπη οι περισσότεροι θα ορμούσαν στο να πράξουν αυτό (=την αυτοκτονία). Το «όπου δεν θέλεις» λοιπόν φανερώνει τη φυσική συμπάθεια» (Χ). Και ο Πέτρος «ακούσια μεν ήλθε στο θάνατο, αλλά εθελούσια κατέκτησε αυτόν και άφησε πίσω το αίσθημα αυτό της ασθένειας, το οποίο κάνει τον καθένα να μην θέλει να πεθάνει· αίσθημα τόσο επίμονα φυσικό, ώστε και αυτή η προχωρημένη ηλικία δεν μπόρεσε να ελευθερώσει από την επίδρασή της τον μακάριο Πέτρο… Αλλά οσοδήποτε μεγάλη και αν είναι η θλίψη του θανάτου, υπερνικάται από τη δύναμη της αγάπης εκείνης, την οποία αισθάνεται κάποιος προς αυτόν, ο οποίος ενώ είναι η ζωή μας, θέλησε να υποστεί τον θάνατο για χάρη μας» (Αυ).
Ιω. 21,19 τοῦτο δὲ εἶπε(1) σημαίνων ποίῳ θανάτῳ(2) δοξάσει τὸν Θεόν(3). καὶ τοῦτο εἰπὼν λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι(4).
Ιω. 21,19 Είπε δε αυτά τα λόγια ο Κυριος δηλώνων, με ποίον θάνατον έμελλε να δοξάση ο Πετρος τον Θεόν. Και αφού είπε τούτο ο Κυριος του λέγει• “ακολούθησε με”.
(1) Ιωάννεια φράση που εισάγει επεξήγηση. Δες ζ 39, ια 51, ιβ 6, 33, κλπ. (F).
(2) Με ποιο είδος θανάτου (ο). Αναφέρεται γενικώς στο μαρτύριο και όχι στο είδος του μαρτυρίου (g).
(3) «Δεν είπε θα πεθάνει, αλλά θα δοξάσει το Θεό, για να μάθεις ότι το να πάθει κάποιος για τον Χριστό είναι δόξα» (Χ), «όχι μόνο του μαθητή που πεθαίνει, αλλά και του Θεού… αυτού που πεθαίνει μεν, διότι πεθαίνει για το Θεό, ενώ του Θεού, διότι έχει τέτοιο μαθητή» (Ζ). Και επιπλέον «αν δεν είχε πληροφορία η ψυχή, ότι είναι Θεός αληθινός, δεν θα πέθαινε για αυτόν. Επομένως ο θάνατος των αγίων είναι βεβαίωση της δόξας του Θεού» (Θφ). Η φράση που συναντιέται και στο Α΄ Πέτρου δ 16 έγινε συνηθισμένη στα μαρτυρολόγια (β). Από την όλη φράση έπεται, ότι ο Πέτρος είχε υποστεί ήδη το μαρτύριο (F), αλλά ο συγγραφέας δεν σταματά να πει ξεκάθαρα ότι ο Πέτρος πέθανε, διότι ο θάνατός του ήταν γνωστός σε όλη την εκκλησία (β).
(4) Ή, λιγότερο πιθανώς «ακολούθησέ με, με το να σταυρωθείς και συ ο ίδιος δηλαδή και να υποστείς τον ίσο θάνατο» (Ζ). «Ελα στα χνάρια των δικών μου κινδύνων και βαδίζοντας τον ίδιο κατά κάποιο τρόπο δρόμο, αφού ωφελήσεις με έργα και λόγια τις ψυχές των καλεσμένων, μην διστάσεις καθόλου να προχωρήσεις και σε αυτόν τον θάνατο πάνω στο ξύλο» (Κ). Ή, πιο σωστά, όπως φαίνεται από το στίχο 20 («αφού γύρισε πίσω ο Πέτρος βλέπει τον μαθητή… να ακολουθεί») το ακολούθησέ με πρέπει να το πάρουμε κατά γράμμα. Ο Ιησούς απομακρύνθηκε από τον όμιλο των μαθητών, και ο Πέτρος και μετά από αυτόν και ο Ιωάννης τον ακολουθούν. Αλλά οι λέξεις θα θύμισαν στον Πέτρο την πρόσκληση, που απηύθυνε την πρώτη φορά προς αυτόν ο Ιησούς («ελάτε πίσω μου…» (Ματθ. δ 19, Μάρκ. α 17), καθώς και την πρόσφατα εκδηλωμένη ένθερμα από τον ίδιο τον Πέτρο προσφορά να ακολουθήσει αυτόν όπου πάει (Ιω. ιγ 36), την οποία ο διδάσκαλος ανέβαλε να δεχτεί (β). Το ακολούθησέ με λοιπόν πρώτα μεν πρέπει να εννοηθεί κυριολεκτικά, και έπειτα και συμβολικά (F). Στην ίδια λίμνη άκουσε ο Πέτρος τον ίδιο λόγο «Ακολούθησέ με», όταν την πρώτη φορά τον καλούσε ο Ιησούς να γίνει μαθητής του. Τα δίχτυα σύρονταν και τώρα γεμάτα ψάρια πάνω στην άμμο, όπως και τότε παρόμοια θαυμάσια αλιεία μετά από άκαρπο κόπο ολόκληρης της νύχτας, όπως και τώρα, γέμισε τα πλοιάρια με ψάρια, ώστε να βυθίζονται αυτά. Οι ίδιοι συνέταιροι, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης είναι και τώρα, όπως και τότε στο πλευρό του Πέτρου. Κατά την πρώτη εκείνη συνάντηση μετά από εξομολόγηση που έγινε στον Κύριο («βγες από μένα, διότι είμαι αμαρτωλός άνδρας») δείχνει την προς αυτόν αγάπη του ο Πέτρος αφήνοντας τα πάντα και ακολουθώντας τον. Παρόμοια λύπη συντριβής δοκιμάζει και τώρα ο Πέτρος («λυπήθηκε ο Πέτρος…») εκδηλώνει και τώρα στερεωμένη για πάντα την προς τον Κύριο αγάπη του, την οποία θα επισφράγιζε όχι με άρνηση πλέον, αλλά με αυτόν τον μαρτυρικό θάνατό του.
Ιω. 21,20 ἐπιστραφεὶς(1) δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς(2) ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν(2) ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε(3);
Ιω. 21,20 Καθώς δε επροχωρούσαν, εγύρισε ο Πετρος πίσω την κεφαλήν και βλέπει τον μαθητήν, που αγαπούσε ο Ιησούς, να τους ακολουθή. Ο μαθητής αυτός ήτο εκείνος, που είχε πέσει κατά τον μυστικόν δείπνον στο στήθος του Ιησού και είπε• “Κυριε, ποιός είναι αυτός που θα σε παραδώση;”
(1) Υπενθυμίζει το κ 14 και 16. Μορφή λόγου Ιωάννεια (g).
(2) «Ο θεσπέσιος ευαγγελιστής, φανερώνει πάλι τον εαυτό του, αφανέστερα μεν, αλλά τον φανερώνει πάντως» (Κ). Με αυτά δηλώνεται η οικειότητα του Ιωάννη και με τον Ιησού και με τον Πέτρο, με προτροπή του οποίου έπεσε ο Ιωάννης στο δείπνο στο στήθος του Ιησού. Αυτά δικαιολογούν το θάρρος του Ιωάννη να ακολουθεί τώρα τον Ιησού και τον Πέτρο αν και δεν προσκλήθηκε. Η στενή σχέση που υφίσταται ανάμεσα στο Διδάσκαλο και σε αυτόν, κάνει ηθικά αδύνατον, ώστε ο ένας να αναχωρήσει και ο άλλος να μην τον ακολουθήσει (ο). Ή, λιγότερο πιθανώς «Για ποιό λόγο μας υπενθύμισε τότε που έπεσε στο στήθος του; Όχι απλώς και ως έτυχε, αλλά για να δείξει πόση παρρησία είχε ο Πέτρος μετά την άρνηση. Διότι αυτός που τότε δεν τολμούσε να ρωτήσει αλλά ανέθετε αυτό σε άλλον, αυτός αναλάμβανε και την προστασία των αδελφών» (Χ), «αλλά και για τον αγαπημένο μαθητή θαρραλέα ρωτά» (Ζ).
(3) Η υπενθύμιση του ότι αυτός που ακολουθεί τώρα απρόσκλητος τον Ιησού είναι ο αγαπημένος μαθητής, που έπεσε στο στήθος του Διδασκάλου στο δείπνο, δικαιολογεί την πράξη αυτή του αγαπημένου. Δεν μπορεί κάποιος να μεμφθεί αυτόν, διότι δείχνει απληστία στο να ακούει τα γεμάτα χάρη λόγια του αγαπημένου Διδασκάλου κατά τις λίγες εκείνες και πολύτιμες στιγμές, κατά τις οποίες φανέρωσε τον εαυτό του στους μαθητές. Και στο δείπνο μεν ο Ιωάννης είχε την εξέχουσα και τιμητική θέση δίπλα στο Διδάσκαλο και άρπαξε την ευκαιρία να υποχρεώσει με την αγάπη του τον Πέτρο. Τώρα ο Πέτρος κατέχει την θέση αυτή και από αγάπη και αυτός θέτει στον Κύριο το ακόλουθο ερώτημα για τον Ιωάννη. Εφόσον έχουμε παρρησία στο θρόνο της χάριτος, ας χρησιμοποιούμε αυτήν για ωφέλεια μεταξύ μας. Εκείνοι οι οποίοι μάς βοηθούν με τις προσευχές τους αυτή την ώρα, πρέπει να βοηθιούνται και από τις δικές μας προσευχές την άλλη ώρα. Αυτή είναι η κοινωνία των αγίων.
Ιω. 21,21 τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, οὗτος δὲ τι(1);
Ιω. 21,21 Αυτόν όταν τον είδε ο Πετρος, λέγει στον Ιησούν• “Κυριε, αυτός τι θα γίνη; Τι θα του συμβή στο μέλλον;”
(1) Τι θα τού συμβεί; (ο). Ποιά τύχη επιφυλάσσεται σε αυτόν; (F). Τι θα συμβεί μετά σε αυτόν; (g). Τι θα πάθει (δ). «Δεν θα σε ακολουθήσει; Δεν θα βαδίσει τον ίδιο με μας δρόμο του θανάτου; Δεν θα πεθάνει ομοίως;» (Ζ). Γεννήθηκε ζήτημα για το ελατήριο που ώθησε τον Πέτρο στην ερώτηση αυτή. Κάποιοι (Olshausen, Meyer κλπ.) απέδωσαν αυτήν σε ένα είδος ζήλειας του Πέτρου προς τον Ιωάννη. Είναι όμως δυνατόν να αποδώσουμε χαρακτήρα τόσο ελάχιστα ευγενικό σε άνθρωπο, στον οποίο ο Ιησούς εμπιστεύθηκε τα πρόβατά του; Ο Πέτρος μαζί με την ανδρική του φύση δοκίμαζε για τον Ιωάννη δειλότερα και πιο ευαίσθητα ό,τι και ένας μεγαλύτερος αδελφός αισθάνεται για τον τρυφερότερο και λεπτότερο νεώτερό του αδελφό. Η συμπάθεια λοιπόν εμπνέει στον Πέτρο το ερώτημα αυτό (g). Ο Πέτρος «δείχνει και εδώ την αγάπη που είχε προς αυτόν· διότι πράγματι αγαπούσε πάρα πολύ τον Ιωάννη ο Πέτρος· και αυτό είναι φανερό και από αυτά που έγιναν μετά. Αλλά και σε όλο το ευαγγέλιο δείχνεται ο στενός δεσμός αυτών, και στις Πράξεις» (Χ). Παρόλ’ αυτά δύσκολα θα δίσταζε κάποιος να αποδώσει τουλάχιστον εν μέρει την ερώτηση αυτή και σε περιέργεια (ο), της οποίας κάποιο ιδιαίτερο είδος βρίσκουμε σε ανθρώπους πολύ δραστήριας διάνοιας (Latham). Για αυτό και «η ερώτηση φαινόταν ότι ήταν έξω από τον πρέποντα λόγο, και ήταν έργο περιέργειας μάλλον παρά διάθεσης να μάθει κάτι ωφέλιμο, ενώ έμαθε αυτά που τον αφορούσαν, να ζητά αυτά που θα γίνουν στους άλλους. Για αυτήν λοιπόν την αιτία, νομίζω, ο Κύριος απάντησε μεν κάτι σε αυτό που ερωτήθηκε όχι όμως με ευθεία απάντηση» (Κ), «διδάσκοντας να μην πολυεξετάζει τίποτα παραπάνω» (Ζ).
Ιω. 21,22 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐὰν αὐτὸν θέλω(2) μένειν(3) ἕως ἔρχομαι(4), τί πρὸς σε(5); σὺ ἀκολούθει μοι(6).
Ιω. 21,22 Λέγει ο Ιησούς στον Πετρον• “εάν εγώ θέλω να μένη αυτός εις την ζωήν, έως ότου θα έλθω πάλιν κατά την δευτέραν παρουσίαν, τι σε ενδιαφέρει αυτό; Τι έχεις να ωφεληθής από απόψεως πνευματικής, εάν μάθης τι θα γίνη με τον μαθητήν αυτόν; Συ ακολούθησέ με και φρόντισε δια τον εαυτόν σου, δι' αυτά που σου λέγω εγώ και που αφορούν εσέ”.
(1) «Επειδή πάντα ο Πέτρος ήταν θερμός σε τέτοιου είδους ερωτήσεις και βιαζόταν να τις κάνει, κόβοντάς του πάλι την θερμότητα και διδάσκοντας αυτόν να μην ασχολείται με τίποτα παραπάνω… λέει» (Χ).
(2) Το θέλω εδώ είναι το θέλω της κυρίαρχης εξουσίας. Δες ιζ 24. Η έμφαση είναι στο ε ά ν θ έ λ ω. Ο Ιησούς δεν παρουσιάζεται να λέει, ότι η θέλησή του είναι να μένει ο αγαπημένος του μαθητής «έως ότου έρχομαι», αλλά ότι εάν αυτή ήταν η θέλησή του, αυτό δεν ήταν μέλημα του Πέτρου (β).
(3) «Ζωντανό» (Ζ)· «και αν θέλω αυτόν να μένει εδώ» (Χ)· «αν θα ήθελα να ζήσει μέχρις ότου έλθω» (Κ).
(4) Όσον αφορά στην έλευση αυτή του Χριστού, υπάρχουν τρεις τρόποι ερμηνείας ο καθένας από τους οποίους παρουσιάζεται να υποστηρίζεται από σοβαρούς ερμηνευτές. Οι τρόποι αυτοί της ερμηνείας στηρίζονται στις τρεις ελεύσεις του Κυρίου, δηλαδή στην έλευση του Κυρίου για τον καθένα κατά την ώρα του θανάτου του· στην έλευσή του κατά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και στην τρίτη κατά την έσχατη ημέρα, όταν θα έλθει να κρίνει τον κόσμο. Ο Αυγουστίνος, Βέδας, Γρότιος και άλλοι αναφέρουν το «έρχομαι» αυτό στην έλευση του Κυρίου κατά την ώρα του θανάτου. Αλλά με την έννοια αυτή δεν θα ερχόταν ο Χριστός και για τον Πέτρο και για τους υπόλοιπους αποστόλους; (ο). Ή, ο Κύριος θα ήθελε να πει, ότι δεν έρχεται παρά μόνο για εκείνους από τους δικούς του, οι οποίοι πεθαίνουν θάνατο φυσικό, και όχι και για εκείνους οι οποίοι πεθαίνουν μαρτυρικά; Αυτό θα ήταν ιδέα παράδοξη και παράλογη, με την οποία αντιτίθεται η αφήγηση για το θάνατο του Στεφάνου (g), η οποία παρουσιάζει τον Κύριο ότι εμφανίστηκε στον Στέφανο. Δεύτερη ερμηνεία: «Κάποιοι έτσι εννόησαν το στίχο, έως ότου, λέει, έρχομαι εναντίον των Ιουδαίων που με σταύρωσαν, όταν πρόκειται να χτυπήσω αυτούς με την ράβδο των Ρωμαίων και να καταστρέψω την πόλη τους» (Θφ). Ο Ιησούς με τα λόγια αυτά προανήγγειλε ότι ο Ιωάννης θα ζούσε μέχρι τη μεγάλη κρίση της καταστροφής των Ιεροσολύμων, η οποία μπορεί να ονομαστεί σαν η πρώτη πράξη της έλευσης του Χριστού. Δες Ματθ. ι 23, κστ 64. Ο Πέτρος δεν είδε την μεγάλη αυτή φανέρωση του δοξασμένου Χριστού. Ο Ιωάννης όμως επέζησε αυτής. Εάν όμως επέζησε μακρό χρόνο, δεν έχει κάποια σημασία το πόσο χρόνο έζησε μετά το γεγονός αυτό (g). Εφ’ όσον παρόλ’ αυτά πολλοί πιστοί, που ήλθαν σε προσωπική γνωριμία με τον Ιησού, επέζησαν να δουν το γεγονός αυτό, και εφ’ όσον φαίνεται εδώ ότι ο Ιησούς υπονοούσε, ότι κάποια ιδιαίτερη εύνοια δόθηκε στον Ιωάννη, μπορεί κάποιος να δεχτεί μαζί με τον Stier, ότι οι αποκαλύψεις στην Πάτμο, το «ναι, έρχομαι γρήγορα» (Αποκ. κβ 20), οι οποίες βρίσκουν την πρώτη εκπλήρωσή τους στην έλευση του Χριστού για να πάρει εκδίκηση κατά των Ιουδαίων εχθρών του, περιλαμβάνονται στη φράση αυτή («έως έρχομαι» ) (ο). Την έλευση αυτή, [για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ] ο Ιωάννης έλαβε το προνόμιο να περιγράψει στην Αποκάλυψη… Και ο μεν Πέτρος ακολουθεί τον Ιησού κατά την αναχώρησή του από τον κόσμο αυτόν, ο Ιωάννης όμως μένει στον κόσμο έως ότου ο Ιησούς έρχεται. Αληθινά η διακονία του Ιωάννη που έγραψε και έστειλε την Αποκάλυψη είναι ίση [από άποψη παθημάτων με υπομονή] με τον σταυρό, τον οποίο υπέμεινε ο Πέτρος, λόγω των σκληρών βασανιστικών δοκιμασιών, τις οποίες ο Ιωάννης επρόκειτο να υποστεί στο μεταξύ (b). Τρίτη ερμηνεία: «έως ότου έρχομαι, κατά την δευτέρα μου παρουσία» (Ζ). «Να ζει μέχρι τη συντέλεια του κόσμου» (Θφ). Ο λόγος υποθετικός, όπου η έμφαση, όπως είπαμε, είναι στο «εάν θέλω» = «Διότι και αν ακόμη δεν πέθαινε καθόλου, άραγε αυτό σε τι θα παρηγορήσει την δική σου φροντίδα;» (Κ). Οι δύο τελευταίες εκδοχές σοβαρές.
(5) «Τι σχέση έχει με σένα;» (Ζ). «Δηλαδή άκουσες, Πέτρε, τα σχετικά με τον εαυτό σου, για ποιό λόγο αρέσκεσαι στο να ρωτάς τα των άλλων και ξεσκάβεις την γνώση των θείων κριμάτων όχι στον κατάλληλο καιρό;» (Κ).
(6) Εσύ συμμορφώσου σε ό,τι σου παρήγγειλα και άφησε στο Θεό τις μυστικές βουλές του (g). «Εσύ δες προσεχτικά και φρόντισε τα δικά σου» (Χ), «χωρίς να περιεργάζεσαι καθόλου το θάνατο εκείνου» (Ζ)
Ιω. 21,23 ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος(1) εἰς τοὺς ἀδελφοὺς(2) ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει(3)· καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει(4), ἀλλ᾿ ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σε(5);
Ιω. 21,23 Διαδόθηκε λοιπόν η φήμη αυτή μεταξύ των αδελφών, ότι ο μαθητής εκείνος δεν πεθαίνει. Και δεν είπεν στον Πετρον ο Ιησούς ότι ο μαθητής αυτός δεν πεθαίνει, αλλά εάν υποθέσωμεν, ότι θέλω να μένη αυτός εις την ζωήν, μέχρις ότου έλθω, αυτό τι ενδιαφέρει εσένα;
(1) «Διαφημίστηκε ο λόγος αυτός» (Ζ).
(2) Οι αδελφοί είναι οι Χριστιανοί, που αποτελούν τη χριστιανική κοινότητα οι οποίοι υπήρξαν μεταξύ τους αδελφοί. Η λέξη πρώτη και μόνη φορά χρησιμοποιείται με την έννοια αυτή στα ευαγγέλια, διότι η έννοια της χριστιανικής αδελφότητας πραγματοποιήθηκε μετά την ανάσταση. Χρησιμοποιείται όμως συχνά στις Πράξεις (α 16, θ 30, ι 23 κλπ.) και στις επιστολές (Εφεσ. στ 23, Α΄ Ιω. γ 14, 16, Γ΄ Ιω. 3,5) (β).
(3) Λείψανα της εσφαλμένης αυτής αντίληψης από την παρερμηνεία των λόγων του Κυρίου, υπήρξαν οι παραδόσεις που κυκλοφόρησαν και κατά τους μετέπειτα αιώνες ότι «ο Ιωάννης ζει ακόμη και κοιμάται μάλλον παρά είναι νεκρός στον τάφο του στην Εφεσο… Έχουμε επίσης την παράδοση, η οποία βρίσκεται σε κάποιες απόκρυφες γραφές, ότι ήταν παρών σε καλή υγεία όταν διέταξε να κατασκευαστεί για αυτόν ένας τάφος. Και όταν αυτός σκάφτηκε και ετοιμάστηκε με κάθε δυνατή φροντίδα, έριξε τον εαυτό του κάτω ο Ιωάννης σαν σε κρεβάτι και πέθανε αμέσως. Παρόλ’ αυτά, όπως νομίζουν αυτοί που παρανόησαν τα λόγια του Κυρίου, δεν πέθανε πράγματι, αλλά μοιάζει με πεθαμένο. Και ενώ νομίζεται νεκρός, μπήκε στον τάφο κοιμώμενος και θα μείνει έτσι εκεί μέχρι την έλευση του Χριστού. Στο μεταξύ γνωστοποιεί το γεγονός της ζωής του με παλμικές κινήσεις του χώματος του τάφου, που προκαλούνται από την αναπνοή αυτού που κοιμάται, η οποία ανεβαίνει από το βάθος στην επιφάνεια του τάφου. Νομίζω, ότι είναι τελείως περιττό να ασχοληθεί κανείς με μία τέτοια γνώμη» (Αυ).
(4) «Εσύ όμως, να σκεφτείς, σε παρακαλώ, και εδώ την έλλειψη υπερηφάνειας του ευαγγελιστή. Διότι αφού είπε την γνώμη των μαθητών, διορθώνει αυτήν» (Χ), «ότι πλανήθηκαν και δεν κατάλαβαν τον σκοπό του λόγου» (Ζ).
(5) Εδώ τελειώνουν και τα σχετικά με τον διάλογο του Κυρίου με τον Πέτρο, του οποίου η απόδοση γίνεται με τρόπο αξιοσημείωτα λεπτό, το οποίο συνηγορεί για το ότι αυτός που αφηγείται είναι αυτόπτης και αυτήκοος.
Ιω. 21,24 Οὗτός(1) ἐστιν ὁ μαθητὴς(2) ὁ μαρτυρῶν(3) περὶ τούτων(4) καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν(5) ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ.
Ιω. 21,24 Αυτός είναι ο μαθητής εκείνος, που δίδει την μαρτυρίαν δι' όλα αυτά και που τα έγραψεν στο Ευγγέλιόν του. Και γνωρίζομεν καλά ότι είναι αληθινή η μαρτυρία του.
(1) Για την προέλευση των δύο αυτών στίχων διατυπώθηκαν διάφορες γνώμες. Άλλοι (Hengstenberg, Weitzel, Hoelemann κλπ.) απέδωσαν αυτούς στον ίδιο συγγραφέα του όλου ευαγγελίου. Άλλοι (Lange, Scaff) αποδίδουν μόνο την φράση «ξέρουμε ότι είναι αληθινή η μαρτυρία του» ότι προέρχεται από άλλο χέρι. Άλλοι (Meyer, Tischendorf κλπ.) αποδίδουν τον στίχο 24 στον συγγραφέα του όλου ευαγγελίου, ενώ θεωρούν τον στίχο 25 ως παρεμβολή μεταγενέστερη. Άλλοι (Tholuck, Luthardt, Keil) θεωρούν και τους δύο στίχους ότι προέρχονται από άλλο χέρι. Και άλλοι (De Wette,Lucke, Weiss) αποδίδουν αυτούς στον συγγραφέα του κεφαλαίου κα, τον οποίον δεν θεωρούν τον Ιωάννη (g). Κατά τον Δαμαλά αποτελούν αυτοί επίσημη μαρτυρία των μαθητών της Εφέσου και της εκκλησίας της Εφέσου για τη γνησιότητα του ευαγγελίου εδώ και στον επόμενο στίχο.
(2) Ο στίχος 24 αποτελεί επεξηγηματικό σχόλιο αυτών που προηγήθηκαν, και είναι ταιριαστό εξ’ ολοκλήρου στο Ιωάννειο ύφος. Ο Ιωάννης δηλαδή εξηγεί, ότι οι αναφερόμενες στο βιβλίο αυτό αφηγήσεις προέρχονται από τη μαρτυρία του αγαπημένου μαθητή (β).
(3) Ως επιζών ακόμη (b). Δεν αναφέρεται αυτό στην μαρτυρία που μένει στο σύγγραμμα αυτό, διότι σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε το γράψας να προηγηθεί: «αυτός που έγραψε αυτά και μαρτυρεί για αυτά». Το ότι μπαίνει πρώτα το μαρτυρῶν και μάλιστα σε ενεστώτα, ενώ η ακόλουθη μετοχή είναι σε αόριστο (γράψας) δεν επιτρέπουν άλλη έννοια από την: ο οποίος μαρτυρεί ήδη, ακόμη και κατά την ώρα αυτή. Η υποσημείωση λοιπόν αυτή (δηλαδή οι στίχοι 24-25) προστέθηκαν στο ευαγγέλιο ενώ ζούσε ο Ιωάννης (g). Αυτοί που συνέγραψαν τον βίο του Κυρίου έγραψαν από άμεση γνώση και αντίληψη αυτού, όχι από ακρόαση από άλλους και από μαρτυρία τρίτων, αλλά ό,τι αυτοί με τα δικά τους μάτια είδαν και ό,τι με τα ίδια τους τα αυτιά άκουσαν. Ο συγγραφέας του τετάρτου ευαγγελίου υπήρξε αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, που έπεσε στο στήθος του, ο οποίος άκουσε από το στόμα του όσα δίδαξε και παρέστη μάρτυρας αυτόπτης των θαυμάτων του και των αποδείξεων της αναστάσεώς του. Αυτός είναι που μαρτυρεί για αυτά, ο οποίος και σχημάτισε απόλυτη βεβαιότητα για αυτά, για τα οποία παρέχει τη μαρτυρία του.
(4) Αναφέρεται στο όλο περιεχόμενο του ευαγγελίου.
(5) Ανήκει και αυτό στο ύφος του Ιωάννη. Δες Α΄ Ιω ε 18,19,20 και δ 14,16. Εφ’ όσον ακολουθείται από το «οἶμαι (νομίζω)» του στίχου 25 καμμία απόδειξη δεν παρέχει, ότι το υποκείμενο στο οποίο αναφέρεται είναι πολλά πρόσωπα και όχι ένα (ο). Ο Ιωάννης μπορούσε να χρησιμοποιήσει πληθυντικό. Μπορούσε ο ίδιος ο Ιωάννης να παραγγείλει την πρόταση αυτή στην εκκλησία, η οποία θα διαβαζόταν, όχι χωρίς τη θέλησή του, δημόσια και θα αναγνωριζόταν ότι υποχρεωτικά θα έπρεπε να πιστευθεί (b). Αξιόλογη και η γνώμη: «Γνωρίζουμε, αυτοί που γνωρίζουμε αυτά, ότι αληθινά μαρτυρεί. Φαίνεται δηλαδή ότι και άλλοι γνώριζαν αυτά» (Ζ). Δεδομένου, ότι σύμφωνα με το απόσπασμα του Muratori ο Ιωάννης προτράπηκε σε συγγραφή του ευαγγελίου του από τους συναποστόλους του, και μάλιστα από τον Ανδρέα, που ήταν παρόντες τότε στην Ασία, και από τους επισκόπους του δηλαδή τους επισκόπους που εγκαταστάθηκαν από αυτόν κατά την Ασία, το «γνωρίζουμε» μπορεί να λέγεται και εξ’ ονόματος αυτών και να σημαίνει, εφ’ όσον μεν πρόκειται για τους συναποστόλους του Ιωάννη = γνωρίζουμε και εμείς οι ίδιοι τα γεγονότα που εξιστορήθηκαν και μαρτυρούμε για την ακρίβειά τους· εφ’ όσον πάλι πρόκειται για τους χριστιανούς της Εφέσου = ζήσαμε προσωπικά μαζί με τον Ιωάννη και γνωρίζουμε την ειλικρίνεια και φιλαλήθειά του (g). Και αν λοιπόν υποθέσουμε, ότι «η εκκλησία πρόσθεσε αυτό» ζώντος ακόμη του Ιωάννου, «δεν αφαιρεί κάτι από το κύρος του έργου, όπως ούτε ο στίχος (Ρωμαίους ιστ 22) τον οποίο ο Τέρτιος συνύφανε στην προς Ρωμαίους επιστολή (b). Η αλήθεια του ευαγγελίου επιβεβαιώνεται από όλα τα τεκμήρια, τα οποία θα ζητούσε καθένας που κρίνει λογικά και απροκατάληπτα. Το ότι ο Ιησούς κήρυξε τέτοιες διδασκαλίες και έκανε τέτοια θαύματα και αναστήθηκε τελικά από τους νεκρούς αποδεικνύεται αναντίλεκτα από τέτοιες αποδείξεις, οι οποίες ικανοποιούν κάθε ειλικρινή και αμερόληπτο αναζητητή της αλήθειας. Ο ευαγγελιστής που έγραψε για αυτά ήταν πλήρως πεπεισμένος για την αλήθειά τους και ήταν εξ’ ολοκλήρου ικανοποιημένος από την αλήθεια αυτή, την οποία με τη συγγραφή του μεταβίβαζε σε εμάς. Δεν ζητά να πιστέψουμε κάτι, το οποίο αυτός δεν πίστευε. Γνώριζε ότι η μαρτυρία του είναι αληθινή, διότι διακινδύνευε κάθε ημέρα την ίδια τη ζωή του για τη μαρτυρία αυτή.
Ιω. 21,25 ἔστι δὲ(1) καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς(2), ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν(3), οὐδὲ αὐτὸν(4) οἶμαι(5) τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία(6). ἀμήν(7).
Ιω. 21,25 Υπάρχουν δε και πολλά άλλα, όσα έκαμεν ο Ιησούς, τα οποία εάν ήθελαν γραφή ένα προς ένα, νομίζω ότι ολόκληρος ο κόσμος με τας βιβλιοθήκας του δε θα εχωρούσε τα βιβλία, που θα εγράφοντο. Πράγματι”.
(1) Ο στίχος αυτός επειδή δεν υπάρχει στο αρχικό κείμενο του Σιναϊτικού κώδικα, θεωρήθηκε από τον Tischendorf ως μη αυθεντικός, αλλά ό Tregelles και ο Gwynn απέδειξαν τη γνησιότητά του. Όλοι οι κώδικες περιλαμβάνουν τον στίχο αυτόν και μόνο στον 63 μικρογράμματο δεν συναντιέται, διότι του κώδικα αυτού έχει χαθεί το τελευταίο φύλλο (β). Ο g θεωρεί αυτόν ότι γράφτηκε από εκείνον, ο οποίος αποτελώντας μέλος του ομίλου, στον οποίο αναφέρεται το «γνωρίζουμε» του προηγούμενου στίχου, έγραψε σε συμφωνία με αυτόν τον στίχο εκείνο. Ακολούθως αυτός πρόσθεσε από μόνος του και τον στίχο αυτόν, οπότε και η μεταβολή του πρώτου πληθυντικού προσώπου (γνωρίζουμε) σε πρώτο ενικό (νομίζω), το οποίο ακριβώς αποδεικνύει την καλή του πίστη. Για υποστήριξη της γνώμης του αυτής επικαλείται ο g και το ότι η γραμματική και συντακτική μορφή του στίχου πιο πολύπλοκη από αυτήν του στίχου 24 και ότι η μη απαλλαγμένη έμφασης υπερβολή, που χαρακτηρίζει τον στίχο αυτόν, αντιτίθεται με την απλή σοβαρότητα του στίχου 24. Πάντως δέχεται ο g ότι και ο στίχος προστέθηκε κατά τη στιγμή της δημοσίευσης του ευαγγελίου. Σύμφωνα με την παρατήρηση όμως του β δεν είναι αναγκαίο για εξήγηση του ενικού οἶμαι (νομίζω) να προσφύγουμε στην υπόθεση αυτή. Ο συγγραφέας του δ΄ ευαγγελίου στη μαρτυρία του στίχου 24 βάζει μαζί με τον εαυτό του και άλλους, αλλά στη συγγραφική σκέψη του στίχου 25 μιλά μόνο από τον εαυτό του. Ο ενικός λοιπόν δείχνει ότι και τον στίχο αυτόν συνέγραψε ο Ιωάννης (b). Στον όλο στίχο εκφράζεται η έννοια, ότι το ευαγγέλιο του Ιωάννη, το οποίο ολόκληρο είναι αλήθεια (σ. 24), δεν περιέχει «όλη» την αλήθεια. Διότι πλήρης ευαγγελική εξιστόρηση αποτελεί έργο μη πραγματοποιήσιμο, λόγω του ότι το υλικό είναι εκτάκτως ευρύ (g).
(2) «Είναι πάρα πολύ μεγάλο μεν το πλήθος των θεϊκών θαυμάτων και θα φανεί εντελώς αναρίθμητος ο κατάλογος των κατορθωμάτων… Έγραψαν τουλάχιστον όμως οι κήρυκες των ευαγγελίων τα λαμπρότερα από τα γεγονότα… και αυτά με τα οποία κατεξοχήν θα μπορούσαν οι ακροατές να βεβαιωθούν στην αδιάφθορη πίστη και να έχουν διδασκαλία και ηθική και δογματική» (Κ). Κάθετί που ο Κύριος είπε και έπραξε, ήταν άξιο να καταγραφεί. Ουδέποτε είπε κάποιο αργό λόγο, ούτε έπραξε κάτι μη σοβαρό και περιττό. Ουδέποτε είπε κάτι μικρό, το οποίο να μην είναι ανώτερο από ό,τι κάθε σοφός της γης θα μπορούσε να πει. Τα θαύματά του υπήρξαν αναρίθμητα, ποικίλα και επαναλήφθηκαν πολλές φορές τα ίδια, όπως οι περιστάσεις των διαφόρων ασθενών και αναπήρων ζητούσαν αυτά. Παρόλο που και ένα μόνο θαύμα θα επαρκούσε να αποδείξει την θεία του αποστολή, η επανάληψη των θαυμάτων σε διάφορα πρόσωπα, σε διάφορες περιστάσεις και μπροστά στα μάτια διάφορων μαρτύρων αποδείκνυαν την αλήθειά τους. Κάθε νέο θαύμα του έκανε περισσότερο αξιόπιστο κάθε προηγούμενο θαύμα του και το πλήθος αυτών έκανε την όλη για αυτά αφήγηση αδιαμφισβήτητη. Οι ευαγγελιστές σε πολλές περιπτώσεις παρέχουν γενική μαρτυρία για τη διδασκαλία και τις υπερφυσικές θεραπείες του Κυρίου, χωρίς να αφηγούνται αυτά λεπτομερώς, όπως π.χ. ο Ματθαίος στα δ 23, 24, θ 35, ια 1, ιδ 36, ιε 30, ιθ 2. Κάποια ελάχιστα από εκείνα, τα οποία είπε και ενήργησε, περισώθηκαν σε εμάς. Ο θείος Παύλος παραθέτει στο Πράξ. κ 35 κάποιο λόγο του Κυρίου, που δεν αναφέρεται από τους ευαγγελιστές. Και αναμφίβολα υπήρξαν και πολλοί άλλοι, οι οποίοι δεν γράφτηκαν. Παρόλ’ αυτά όσα γράφτηκαν είναι αρκετά να μας αποκαλύψουν τη διδασκαλία του Χριστού και περισώθηκε σε μας ό,τι απαραίτητο για τη σωτηρία μας είπε και ενήργησε ο Κύριος.
(3) Όσον αφορά στα γεγονότα και τα διάφορα περιστατικά τους (b).
(4) «Είναι υπερβολικός ο λόγος και φανερώνει την υπερβολή του πλήθους αυτών που έπραξε ο Κύριος. Και χρησιμοποιούν το λόγο της υπερβολής και αυτοί που γράφουν και αυτοί που μιλούν, όταν θελήσουν να παραστήσουν την υπερβολή κάποιου πράγματος» (Ζ). «Διότι συνηθίζει η Γραφή να χρησιμοποιεί υπερβολές· όπως ακριβώς το Είδαμε πόλεις που έφθαναν μέχρι τον ουρανό (Δανιήλ δ 17)· και το Είδαμε άνδρες και ήμασταν μπροστά τους σαν ακρίδες (Ησαΐου μ 22), και όσα τέτοια παρόμοια» (Θφ).
(5) «Προσθέτοντας το «νομίζω» μετρίασε την υπερβολή και περιόρισε αυτό που φαινόταν απίθανο, υποδηλώνοντας, ότι λόγω του μεγάλου πλήθους τους μίλησε έτσι» (Ζ).
(6) «Διότι πράγματι, αν γραφόταν το κάθε ένα από αυτά που έγιναν χωρίς να παραληφθεί τίποτα, θα γέμιζε την οικουμένη το αχώρητο πλήθος των βιβλίων… Διότι μύρια όντως θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί θαύματα που συντελέστηκαν με τη δύναμη του Σωτήρα μας» (Κ). «Διότι είναι πιο εύκολο σε αυτόν [τον Κύριο] το να πράττει από ότι σε μας το να λέμε» (Ζ). Εάν γράφονταν όλα λεπτομερώς, θα απαρτιζόταν αφήγηση τόσο μεγάλη και εκτεταμένη, που ουδέποτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει. Πόσοι τόμοι θα συγγράφονταν από τις προσευχές του Χριστού, ο οποίος νύχτες ολόκληρες αφιέρωνε επικοινωνώντας με τον Πατέρα του και προσευχόμενος χωρίς κάποια βαττολογία (πολυλογία) ή άκαιρες επαναλήψεις. Πάλι πόσο πολυπληθέστεροι τόμοι θα μαζεύονταν από τους λόγους του, τους οποίους είτε σε συνέχεια κήρυξε μπροστά στο πλήθος, είτε κατ’ ιδίαν είπε σε διάφορα πρόσωπα είτε στο δρόμο είτε σε πλοίο είτε σε σπίτια είτε κατά την ώρα του φαγητού. Ή, «δεν χωρά αυτά… ο κόσμος… όχι λόγω του πλήθους των συγγραμμάτων, αλλά λόγω του μεγέθους των πραγμάτων· ούτε τοπικά, αλλά τροπικά» (Ζ). Ο κόσμος θα περιερχόταν σε σύγχυση (b), διότι τα βιβλία αυτά «δεν θα ήταν δυνατόν να κατανοηθούν από την ικανότητα των αναγνωστών» (Αυ). Ο Χριστός, όπως είπε στους μαθητές, είχε πολλά να πει σε αυτούς «αλλά δεν μπορούσαν να τα βαστάξουν τώρα». Για τον ίδιο λόγο και οι ευαγγελιστές έγραψαν μόνο μέρος από εκείνα, τα οποία ο Χριστός είπε και ενήργησε. Πόσα από αυτά τα λίγα, τα οποία έγραψαν οι ευαγγελιστές, λησμονούνται από εμάς! Πόσα παραβλέπονται και αγνοούνται! Πόσα γίνονται αντικείμενο αμφισβητήσεων και άκαιρων συζητήσεων! Αλλά και πόσα διαστρέφονται και συσκοτίζονται από το κοσμικό πνεύμα και τις παχυλές διάνοιες!
(7) Δεν είναι αυθεντικό. Το Αμήν πρόσθεσε κάποιος από τους μαθητές (ότι είναι αρχαίο και αυτό φαίνεται από το ότι υπάρχει ήδη στη συριακή Πεσιττώ) για βεβαίωση του περιεχομένου του στίχου, ότι εδώ = βεβαίως (δ)
Σημείωση: Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με την προϋπόθεση της ρητής αναφοράς στην ιστοσελίδα προέλευσης www.sostis.gr και στα ονόματα του συγγραφέα των υπομνημάτων και του μεταφραστή τους.