107. Πόσοι είναι οι βαθμοί της ιερωσύνης;
Είναι τρεις, ο του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου, όλοι μαρτυρούμενοι στην Αγία Γραφή. Και ο μεν επίσκοπος είναι το κέντρο της πνευματικής εξουσίας και η ορατή κεφαλή της κατά τόπους Εκκλησίας. Χωρίς αυτόν δεν μπορεί να νοηθεί η Εκκλησία. Στο αξίωμά του καθίσταται δια χειροτονίας από άλλους επισκόπους, αυτός δε πάλι δια χειροτονίας καθιστά στον οικείο βαθμό τους διακόνους και τους πρεσβυτέρους. Οι διάκονοι είναι απλοί βοηθοί των επισκόπων και των πρεσβυτέρων, χωρίς ευρύτερη μυστηριακή δικαιοδοσία. Οι δε πρεσβύτεροι τελούν ό,τι και ο επίσκοπος εκτός από τη μετάδοση της ιερωσύνης και τον καθαγιασμό του άγιου μύρου, η τέλεση των οποίων ανήκει μόνο στον επίσκοπο. Καλούνται δε και ιερείς, επειδή προσφέρουν τη θυσία της θείας Ευχαριστίας.
Αληθεύει βέβαια ότι στην Κ. Διαθήκη οι όροι επίσκοπος και πρεσβύτερος ήταν κατ’ άρχάς ισοδύναμοι και εναλλάσσονταν. Έτσι οι πρεσβύτεροι στην Έφεσο και τους Φιλίππους ονομάζονταν και επίσκοποι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ταύτιση των δυο ιερατικών βαθμών. Παρά την εναλλαγή των ονομάτων, άλλοι ήταν οι πρεσβύτεροι και άλλοι οι επίσκοποι. Πρώτοι επίσκοποι της Εκκλησίας ήταν οι Απόστολοι, οι μαθητές του Χριστοί, οι οποίοι χειροτονούσαν τους ιδίως επισκόπους ως διαδόχους των στο έργο της εκκλησιαστικής διακονίας. Ως τέτοιοι επίσκοποι μνημονεύονται ο Τιμόθεος στην Έφεσο και ο Τίτος στην Κρήτη, όπως επίσκοποι ήταν και οι επτά άγγελοι των Εκκλησιών της Αποκαλύψεως.
Το τρισσόν της εκκλησιαστικής ιεραρχίας μαρτυρείται περιφανώς από τη χορεία των ιερών Πατέρων της Εκκλησίας. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του άγιου Ιγνατίου Αντιόχειας: «Ομοίως πάντες εντρεπέσθωσαν τους διακόνους ως εντολήν Ιησού Χριστού και τον επίσκοπον ως Ιησούν Χριστόν τους δε πρεσβυτέρους ως συνέδριον Θεού και ως σύνδεσμον των Αποστολων».
Διατυπώθηκε βέβαια και η ιδέα (Ιερώνυμος) ότι στην αρχή την Εκκλησία κυβερνούσαν οι πρεσβύτεροι και ότι προς αποφυγή ερίδων εξέλεξαν ένα εξ αυτών για να τους κυβερνά, τον οποίον ονόμασαν επίσκοπο. Στην άποψη αυτή στηρίζουν ορισμένοι εκ των Διαμαρτυρομένων τη γένεση του επισκοπικού αξιώματος. Αυτό όμως δεν είναι σωστό, γιατί, κι αν αλήθευε η γνώμη αυτή, δεν εξηγείται πώς σε όλα τα μέρη και κατά τον ίδιο τρόπο κανονίσθηκε το πράγμα. Ούτε πάλι είναι σωστή η άλλη προτεσταντική θεωρία κατά την οποία πρώϊμα ορισμένοι φίλαρχοι πρεσβύτεροι σφετερίσθηκαν το επισκοπικό αξίωμα, δηλαδή ανακηρύχθηκαν οι ίδιοι επίσκοποι. Ένα τέτοιο «πραξικόπημα» θα δημιουργούσε οπωσδήποτε αντιδράσεις, οι οποίες όμως δεν μαρτυρούνται πουθενά, ούτε το φαινόμενο της υφαρπαγής μαρτυρείται από την ιστορία της αρχαίας Εκκλησίας. Τουναντίον οι επισκοπικοί κατάλογοι των ορθόδοξων Εκκλησιών ανέρχονται αδιάκοπα μέχρι των Αποστόλων.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 151-152)