108. Ποιός είναι ο ανώτατος φορέας της εκκλησιαστικής εξουσίας;
Φυσικά ο επίσκοπος, δυνάμει του αξιώματος της αρχιεροσύνης του. Στη βάση αυτοί όλοι οι επίσκοποι είναι ίσοι μεταξύ τους. Την ισότητα αυτή δεν παραβλάπτουν εκκλησιαστικές διακρίσεις που απονέμονται σε επισκόπους διοικητικών περιφερειών, τους μητροπολίτες, η επίσημων πρωτευουσών πόλεων, τους Πατριάρχες, τέσσερις μετά το σχίσμα: Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων. Οι Πατριάρχες διαφέρουν από τους μητροπολίτες και αυτοί από τους επισκόπους μόνο κατά την καθέδρα και αλλά διοικητικά προνόμια (με αυτά ασχολείται το κανονικό δίκαιο). Ως γνωστό, σε κάθε αυτοκέφαλη Εκκλησία διοικητική αρχή είναι το συνοδικό σύστημα.
Η ανώτατη αρχή των τοπικών Εκκλησιών είναι η σύνοδος των επισκόπων, όλων δε των ορθόδοξων Εκκλησιών το σύνολο των επισκόπων, συνερχομένων σε σύνοδο Οικουμενική. Σ’ αυτή εκφράζεται το αλάθητο της Εκκλησίας, που αυτή έχει από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο μένει σ’ αυτή, τη φωτίζει και την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν» (’Ιωαν. 16,13). Οι δογματικές αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων ως εν Αγίω Πνεύματι ειλημμένες είναι αλάθητες, αιώνιες και ακατάλυτες, δεσμεύουσες την πίστη της Εκκλησίας. Οτι δε είναι αποφάσεις λαμβανόμενες με το φωτισμό και την επιστασία του Αγίου Πνεύματος, φανερώνει ο τρόπος με τον οποίο οι συνοδικοί επίσκοποι υπογράφουν τα θεσπίσματα των οικουμενικών συνόδων: «Έδοξε τω αγίω Πνεύματι» και «ταύτα ορίσας υπέγραψα». Παρόλο όμως ότι οι επίσκοποι στην οικουμενική σύνοδο αποφαίνονται jure divino (θείω δικαίω) και όχι ως απλοί εντολοδόχοι των πιστών, εντούτοις η αποδοχή των αποφάσεων τους από το πλήρωμα της Εκκλησίας αποτελεί το εξωτερικό κριτήριο ότι δογματίζοντες χειραγωγούνταν από το Άγιο Πνεύμα και ερμήνευαν ορθώς την πίστη της Εκκλησίας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στις οικουμενικές συνόδους δεν είναι φανέρωση νέων δογμάτων, γιατί η θεία αποκάλυψη έκλεισε οριστικά στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού, αλλ΄ απλή επιστασία, δηλαδή προφύλαξη των συνοδικών από κάθε πλάνη, και χειραγωγία στην αλάθητη διατύπωση των δογμάτων της πίστεως. Αυτό διαπιστώνεται και από το γεγονός ότι οι επίσκοποι στη σύνοδο δεν αναμένουν μηχανικά την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, αλλά συζητούν ελεύθερα τα ζητήματα και εργάζονται με όσες δυνάμεις ο καθένας διαθέτει, το δε επιστατούν Πνεύμα, χωρίς να καταργεί την ανθρώπινη προσπάθειά τους, την ενισχύει και την καθοδηγεί στη διατύπωση της θείας αλήθειας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 152-154)