Τα πουλιά και οι λύκοι
Στα μέσα του περασμένου αιώνος ασκήτευε στο δάσος της ρωσικής περιοχής Όπτινα μια ευλογημένη μορφή. Λεγόταν π. Ελισσαίος. Χαρακτηριζόταν για την πραότητα, την απλότητα, την αθωότητα και την βαθειά ταπείνωσι.
Από την πολλή του ταπείνωσι δεν θέλησε να γίνη μοναχός και έτσι έμεινε για πενήντα δύο ολόκληρα χρόνια δόκιμος! Οι μοναχοί του μοναστικού κέντρου της Όπτινα τον τιμούσαν υπερβολικά και τον αποκαλούσαν «πάτερ», ενώ δεν είχε καρή μοναχός.
Απομονωμένος στο ήσυχο δάσος, με το διακόνημα του δασοφύλακος, και βυθισμένος στην προσευχή, εξαϋλώθηκε. Τόση παιδική και αγγελική χάρι είχε πάνω του, που τα ζώα του δάσους τον αγαπούσαν. Τον χειμώνα όταν χιόνιζε, έβγαινε έξω από το κελλί του, έριχνε στο κεφάλι, στους ώμους, στα γένεια και στα χέρια του καναβούρι και έδινε το σύνθημα:
-Πτίτσκι, πτίτσκι, πτίτσκι! ( Πουλάκια, πουλάκια,πουλάκια!)
Και αμέσως ακούγονταν αναρίθμητα φτερουγίσματα και σφυρίγματα χαράς. Το κεφάλι του, το πρόσωπό του, τα χέρια του γέμιζαν πουλιά. Ο χαριτωμένος ερημίτης, οι φτερωτοί φίλοι του που τσιμπούσαν με λαιμαργία τους σπόρους, το χιόνι που εξακολουθούσε να πέφτη, τα λευκοντυμένα δέντρα… αποτελούσαν μια εξωτική σκηνή! Πολλοί αδελφοί της Όπτινα, που έτυχε ν’απολαύσουν αυτό το θέαμα, νόμιζαν πως αντίκρυζαν θεϊκή οπτασία.
Κάποια φορά, προχωρώντας ο π. Ελισσαίος στο δάσος, βρέθηκε αντιμέτωπος με λύκους! Τον προσπέρασαν σαν γνώριμο φίλο τους, χωρίς να τον ενοχλήσουν καθόλου! Στον ταπεινό ειρηνικό ερημίτη, έμψυχα και άψυχα, ήμερα και άγρια, όλα του φέρονταν ειρηνικά. Γράφει σχετικά ο αββάς Ισαάκ: « Ειρήνευσον εν σεαυτώ και ειρηνεύσει σοι ο ουρανός και η γη».
( Στάρετς Αμβρόσιος)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.267-268)