ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας πήγε μια μέρα να επισκεφθεί ένα νέο μοναχό, που πριν λίγο καιρό είχε εγκατασταθεί σ’ ένα γειτονικό κελλί. Όταν πλησίασε, τον άκουσε να μιλάει δυνατά. Νόμιζε πως διάβαζε και στάθηκε ν’ ακούσει.
Ο δυστυχισμένος νέος όμως τόσο πολύ είχε εξαπατηθεί από τον δαίμονα της κενοδοξίας, που αυτοχειροτονούνταν Διάκονος και την στιγμή εκείνη έδινε την απόλυση στους κατηχουμένους, που έβλεπε μπροστά του με την φαντασία του.
Ακούγοντας αυτά ο Γέροντας, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μεσα στο κελλί του μοναχού, χωρίς να χτυπήσει. Σαστισμένος εκείνος σηκώθηκε να τον υποδεχτεί και τον ρώτησε ανήσυχος αν περίμενε πολλή ώρα εξω.
- Μολις πρόλαβα την απολυση, του αποκρίθηκε αδιάφορα τάχα ο Γέροντας.
Καταντροπιασμένος ο κενόδοξος μοναχός, επεσε στα πόδια του Γέροντα κι αφού εξομολογήθηκε, τον παρακάλεσε να προσευχηθεί γι’ αυτόν ν’ απαλλαγεί από το καταραμένο πάθος της κενοδοξίας, που τόσο τον βασάνιζε και στην έρημο ακόμη, μακριά από τις αφορμές του κόσμου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 167-168)