Ο όσιος Βενέδικτος
Τον καιρό που ο όσιος Βενέδικτος επρόκειτο να φύγη από την πρόσκαιρη αυτή ζωή, προμήνυσε την ημέρα της τελευτής του στους μαθητές του που κατοικούσαν μαζί του, και στους άλλους που ζούσαν μακριά.
Έξι μέρες πριν από την κοίμησί του, πρόσταξε ν’ ανοιχθή το μνήμα του κι ευθύς τον έπιασε πυρετός μεγάλος, που ολοένα έκανε τις δυνάμεις της ζωής μέσα του να λιγοστεύουν. Έτσι, από ώρα σε ώρα χάνοντας τις δυνάμεις του, την έκτη μέρα είπε να τον σηκώσουν και να τον φέρουν μέσα στην εκκλησία. Εκεί στήριξε την έξοδό του από τον παρόντα κόσμο με την υποδοχή του δεσποτικού Σώματος κι Αίματος.
Μετά σήκωσε στον ουρανό τα χέρια, βλέποντας κατά την ανατολή, και μαζί με την προσευχή ανάπεμψε στους ουρανούς την αγιασμένη και καθαρώτατη ψυχή του.
Την ημέρα εκείνη, σε δύο αδελφούς, που ο ένας ησύχαζε στο κελλί του μέσα στο μοναστήρι κι ο άλλος κατοικούσε μακριά, φάνηκε το ίδιο όραμα. Είδαν δηλαδή, χωριστά ο καθένας ν’ ανοίγεται δρόμος από τη γη έως τον ουρανό, στρωμένος με βαρύτιμα υφάσματα, και σε όλο το μήκος του να καίγωνται λαμπάδες!... Και να, ένας άνθρωπος ασπροντυμένος, με φαιδρό παρουσιαστικό, τους ρωτούσε:
- Τι είναι αυτός ο εξαίσιος δρόμος;
Κι ενώ εκείνοι δεν ήξεραν τι να του απαντήσουν, τους λέει:
- Αυτός είναι ο δρόμος, απ’ όπου ο αγαπημένος του Θεού Βενέδικτος ανεβαίνει στον ουρανό!
Όπως λοιπόν οι παρόντες μαθητές είδαν, έτσι κι οι απόντες πληροφορήθηκαν την κοίμησι του οσίου.
Ενταφιάσθηκε το αγιασμένο σώμα του στην εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου που ο ίδιος είχε χτίσει, αφού κατέστρεψε βωμό του Απόλλωνος.
(Βίος οσίου Βενεδίκτου)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 206-207)