Το επάγγελμα δεν κάνει τον άνθρωπο
-Γέροντα, όταν κάποιος ζορίζεται σε μια δουλειά, τί φταίει;
-Μήπως δεν την αντιμετωπίζει με καλούς λογισμούς; Αν την αντιμετωπίζη όμορφα,
τότε, όποια δουλειά και αν κάνη, θα είναι πανηγύρι.
-Γέροντα, και όταν κανείς στενοχωριέται, γιατί κάνει μια δουλειά βαρειά ή καταφρονητική,
λ.χ. χτίζει ή πλένει κατσαρόλες σε κάποιο μαγειρείο κ.λπ., πώς πρέπει να τοποθετηθή;
-Αν σκεφθή ότι ο Χριστός έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, θα πάψη να στενοχωριέται.
Με αυτό που έκανε ο Χριστός ήταν σαν να μας έλεγε: «Έτσι πρέπει να κάνετε και εσείς».
Είτε κατσαρόλια πλένει κανείς είτε σκάβει, να χαίρεται. Αλλος καθαρίζει υπονόμους,
γιατί δεν έχει άλλη δουλειά και είναι ο καημένος συνέχεια μέσα στα μικρόβια.
Αυτός δεν είναι άνθρωπος; Δεν είναι εικόνα Θεού; Ήταν ένας οικογενειάρχης που είχε σαν επάγγελμα
να καθαρίζη υπονόμους και είχε φθάσει σε μεγάλη πνευματική κατάσταση.
Είχε πάθει φυματίωση καί, ενώ είχε την δυνατότητα να φύγη, δεν ήθελε, επειδή σκεφτόταν,
γιατί να παιδεύεται κάποιος άλλος; Αγαπούσε την περιφρονημένη ζωή, γι’ αυτό ο Θεός τον χαρίτωσε.
Το επάγγελμα δεν κάνει τον άνθρωπο. Εγώ γνώρισα έναν αχθοφόρο που είχε αναστήσει νεκρό.
Όταν ήμουν δικαίος, στην Σκήτη των Ιβήρων, με επισκέφθηκε μια μέρα κάποιος που ήταν περίπου πενήντα πέντε χρονών.
Είχε έρθει αργά το απόγευμα και δεν χτύπησε, για να μην ενοχλήση τους Πατέρες και κοιμήθηκε έξω.
Όταν τον είδαν οι Πατέρες, τον πήραν μέσα και με ειδοποίησαν.
«Καλά, του είπα, γιατί δεν χτύπησες το καμπανάκι, για να σού ανοίξουμε και να σε τακτοποιήσουμε;».
«Τί λές, Πάτερ μου, πώς να ενοχλήσω τους Πατέρες;», μου είπε. Βλέπω, το πρόσωπό του είχε μία λάμψη.
Κατάλαβα ότι θα ζούσε πολύ πνευματικά. Μου είπε μετά ότι είχε μείνει μικρός ορφανός από πατέρα και γι’ αυτό,
όταν παντρεύτηκε , αγαπούσε πάρα πολύ τον πεθερό του.
Πρώτα περνούσε από το σπίτι των πεθερικών του και μετά πήγαινε στο σπίτι του.
Στενοχωριόταν όμως, γιατί ο πεθερός του έβριζε πολύ.
Πολλές φορές τον είχε παρακαλέσει να μη βρίζη, αλλά εκείνος γινόταν χειρότερος.
Κάποτε αρρώστησε βαριά ο πεθερός του. Τον πήγαν στο νοσοκομείο και μετά από λίγες μέρες πέθανε.
Εκείνος δεν ήταν κοντά του την ώρα που ξεψύχησε, γιατί έπρεπε να ξεφορτώση ένα πλοίο.
Όταν πήγε στο νοσοκομείο και τον βρήκε στο νεκροστάσιο, προσευχήθηκε με πολύ πόνο:
«Θεέ μου, Σε παρακαλώ, είπε, ανάστησέ τον, για να μετανοήση, και μετά πάρ’ τον».
Αμέσως ο νεκρός άνοιξε τα μάτια του και άρχισε να κουνάη τα χέρια του.
Το προσωπικό, μόλις τον είδαν, εξαφανίσθηκαν. Τον τακτοποίησε και τον πήγε στο σπίτι του εντελώς καλά.
Έζησε πέντε χρόνια με μετάνοια και μετά πέθανε. «Πάτερ μου, μου είπε, ευχαριστώ πολύ τον Θεό,
που μου έκανε αυτήν την χάρη. Ποιός είμαι εγώ, για να μου κάνη ο Θεός τέτοια χάρη;».
Είχε πολλή απλότητα και τέτοια ταπείνωση, που ούτε καν του περνούσε από το μυαλό ότι ανέστησε νεκρό.
Είχε διαλυθή από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό γι’ αυτό που του έκανε.
Πολλοί άνθρωποι βασανίζονται, γιατί δεν κατορθώνουν να δοξασθούν με μάταιες δόξες ή να πλουτίσουν με μάταια πράγματα.
Δεν σκέφτονται ότι αυτά στην άλλη, την αληθινή, ζωή ούτε χρειάζονται, αλλά ούτε και μεταφέρονται.
Εκεί μόνον τα έργα μας θα μεταφέρουμε, τα οποία θα μας βγάλουν από εδώ και το ανάλογο διαβατήριο
για το μεγάλο και αιώνιο ταξίδι μας.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 174-176)