111. Τί φρονούν περί Εκκλησίας οι Διαμαρτυρόμενοι;
Η περί Εκκλησίας προτεσταντική εκδοχή είναι αντίθετη από την ορθόδοξη και τη ρωμαιοκαθολική. Θα λέγαμε ότι είναι μόνο κατά το ήμισυ αληθής. Το κυριότερό της γνώρισμα είναι ο τονισμός του αόρατου στοιχείου της Εκκλησίας σε βάρος του ορατού και του εξωτερικού. Κατά την Αυγουσταία Ομολογία η Εκκλησία είναι «societas fidei et spiritus sancti in cordibus (κοινωνία πίστεως και αγίου Πνεύματος στις καρδιές) ή κατά έναν άλλο ορισμό «κοινωνία των αγίων στην οποία διδάσκεται ορθώς το ευαγγέλιο και τελούνται τα μυστήρια». Είναι φανερό ότι μια τέτοια κοινωνία αγίων διακεχυμένη σε όλο τον κόσμο και αποτελούμενη από μέλη άγια γνωστά μόνο στο Θεό, δεν μπορεί να είναι η ορατή και εξωτερική Εκκλησία, η ιεραρχικώς διοργανωμένη και έχουσα σταθερό σύστημα δογματικών, ηθικών και τελετουργικών διατάξεων, αλλά κάτι άλλο εσωτερικό, πνευματικό και αόρατο. Φυσικά μια τέτοια Εκκλησία, στο βαθμό που τα μέλη της, έστω ενωμένα μυστικώς με τον Κύριο, δεν παύουν ωστόσο να είναι άνθρωποι ιστορικοί και ορατοί, δεν μπορεί παρά να λαμβάνει και ορατή μορφή. Όμως σ’ αυτή δεν μπορεί ν’ ανακλά η αληθινή Εκκλησία, καθόσον στους κόλπους της δεν περιλαμβάνονται μόνο πιστοί και άγιοι, αλλά και ασεβείς και υποκριτές. Στην ορατή αυτή Εκκλησία δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι ιδιότητες του ιερού Συμβόλου της πίστεως: «μία, αγία, καθολική και αποστολική».
Στην ιδέα της αόρατης Εκκλησίας κατέληξαν οι Διαμαρτυρόμενοι από μια μεγάλη εκκλησιολογική ανάγκη. ‘Ως γνωστό, δια της Διαμαρτυρήσεως αυτοί βρέθηκαν έξω από τα όρια της ορατής Εκκλησίας. Αυτό τους έκανε μεγάλη ζημιά. Έπρεπε να βρουν κάποιο τρόπο να στεγασθούν και πάλι κάτω από την ιστορική Εκκλησία. Τί να έκαναν; Να γύριζαν πίσω στην ορατή Εκκλησία από την οποία αποσπάσθηκαν, θα ήταν η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Να ίδρυαν εξαρχής νέα Εκκλησία μετά πάροδο τόσων αιώνων, θα ήταν καθαρή απόνοια. Έπρεπε λοιπόν, να βρουν μια τέτοια όψη της Εκκλησίας στην οποία εντασσόμενοι αφενός μεν θα πετύχαιναν τους σκοπούς της Διαμαρτυρήσεως, τη ρήξη δηλαδή με την ορατή Εκκλησία του Ρωμαιοκαθολικισμού, αφετέρου δε θα διατηρούσαν την αίσθηση είναι ενταγμένοι μέσα στην αληθινή Εκκλησία του Κυρίου. Τέτοια Εκκλησία ήταν μόνο η αόρατη και πνευματική. Σ’ ένα τέτοιο ακαθόριστο και ομιχλώδες καταπέτασμα, χωρίς εξωτερικά σύνορα και διαχωριστικές γραμμές, θα μπορούσαν θαυμάσια να ενταχθούν με το στοιχείο της πίστεως και τον εσωτερικό φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Και το έκαναν.
Τα γνωματεύματα όμως αυτά των Διαμαρτυρομένων είναι αυθαίρετα και αναληθή. Όπου η Γραφή ομιλεί περί Εκκλησίας εννοεί κοινωνία ανθρώπων ευρισκομένων σε ενότητα μετά του Χριστού, γνώρισμα της θείας αποστολής του Κυρίου. Ότι είναι κοινωνία συγκεκριμένη εκφράζουν οι περί Εκκλησίας εικόνες της Γραφής ως οίκου Θεού, ως σώματος και ως νύμφης Χριστού. Ένα τέτοιο καθίδρυμα οικοδόμησε ο Χριστός, το οποίο θα άντεχε στο χρόνο και θα νικούσε και αυτόν ακόμη τον Άδη, ίδρυμα ορατό και περιγραπτό, ιεραρχικό συγκροτημένο, το οποίο θα αντιμαχόταν την κακότητα του κόσμου και στο οποίο ο πιστός είχε την υποχρέωση να καταγγέλλει τον αμαρτάνοντα αδελφό του. Όλα αυτά —και αλλά ακόμη— δεν συμβιβάζονται με την προτεσταντική εκδοχή. Βέβαια κι εμείς δεχόμαστε την αόρατη όψη της Εκκλησίας, την οποία όμως πάντοτε εναρμονίζουμε με την ορατή. Επιλήψιμος είναι μόνο ο υπερτονισμός της όψεως αυτής σε βάρος του ορατού στοιχείου της Εκκλησίας, που υιοθετούν για λόγους ευνόητους, όπως είδαμε, οι Διαμαρτυρόμενοι.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 157-159)