λα'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη τον Θηβαίο, ότι έμεινε στον Καλαμώνα του Αρσενοΐτη. Και ένας άλλος γέρων ήταν άρρωστος στην άλλη λαύρα. Και μόλις το άκουσε, λυπήθηκε. Επειδή δε επί δυο μέρες νήστευε και ήταν μέρα οπού δεν έτρωγε, λέγει μέσα του σαν το πληροφορήθηκε: «Τί να κάμω; Αν πάω, ίσως με αναγκάσουν οι αδελφοί να φάω. Και αν περιμένω έως αύριο, ίσως τελευτήση. Λοιπόν, αυτό θα κάμω. Πηγαίνω και δεν τρώγω». Και έτσι ξεκίνησε νηστικός. Συμμορφώθηκε με την εντολή του Θεού, αλλά και την άσκηση του, οπού έκανε για τον Θεό, δεν την κατέλυσε.
λβ’ . Διηγήθηκε ένας από τους πατέρες για τον Αββά Σισώη του Καλαμώνος, ότι, θέλοντας κάποτε να νικήση τον ύπνο, έμεινε κρεμασμένος από τον κρημνό της Πέτρας. Αλλά ήλθε Άγγελος και τον έλυσε. Και τον πρόσταξε να μη το ξανακάμη αυτό, ούτε σε άλλους να αφήση τέτοια παράδοση.
λγ’ . Ρώτησε κάποιος από τους πατέρες τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Αν είμαι στην έρημο και έλθη ένας βάρβαρος θέλοντας να με σκοτώση και τον καταβάλω, να τον σκοτώσω;». Και είπε ο γέρων: «Όχι. Αλλά ας τον παραδώσης στον Θεό. Όποιος πειρασμός και αν έλθη στον άνθρωπο, ας λέγει ότι εξ αιτίας των αμαρτιών μου συνέβη αυτό. Αν δε κάτι το καλό, ότι είναι οικονομία Θεού».
λδ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη τον Θηβαίο, λέγοντας: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Και του λέγει: «Τί να σου πω; Την Καινή Διαθήκη διαβάζω και στην Παλαιά γυρίζω ξανά».
λε'. Ο ίδιος αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη της Πέτρας για τον λόγο οπού είπε ο Αββάς Σισώης ο Θηβαίος. Και λέγει ο γέρων: «Εγώ στην αμαρτία κοιμάμαι και στην αμαρτία σηκώνομαι».
λστ’ . Έλεγαν για τον Αββά Σισώη τον Θηβαίο, ότι, μόλις απέλυε η εκκλησία, έφευγε στο κελλί του. Και έλεγαν: «Δαίμονα έχει». Αυτός όμως το έργο του Θεού έκανε.
λζ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Τί να κάμω, Αββά, οπού έπεσα;». Του λέγει ο γέρων: «Να σηκωθής πάλι». Λέγει ο αδελφός: «Σηκώθηκα και πάλι έπεσα». Και λέγει ο γέρων: «Να σηκωθής πάλι και πάλι». Λέγει τότε ο αδελφός: «Έως πότε;». Λέγει ο γέρων: «Έως ότου σε βρή ο θάνατος είτε στο καλό είτε στην πτώση. Σε όποια κατάσταση βρίσκεται ο άνθρωπος, σ’ αυτή και φεύγει».
λη’ . Ένας αδελφός ρώτησε γέροντα, λέγοντας: «Τί να κάμω; Θλίβομαι με το εργόχειρο. Γιατί αγαπώ την πλεξούδα και δεν μπορώ να τη δουλέψω». Του λέγει ο γέρων: «Ο Αββάς Σισώης έλεγε, ότι δεν πρέπει να κάνουμε μια εργασία οπού μας αναπαύει».
λθ'. Είπε ο Αββάς Σισώης: «Να ζητάς τον Θεό και να μη ζητάς που κατοικεί».
μ'. Είπε πάλι, ότι αιδώς και αφοβία πολλές φορές φέρνουν την αμαρτία.
μα'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Τί να κάμω;». Του λέγει: «Αυτό οπού ζητάς, είναι να σιωπάς πολύ και η ταπείνωση. Γιατί είναι γραμμένο, ότι μακάριοι όσοι μένουν σ’ αυτό. Έτσι θα μπορής να σταθής».
μβ’ . Είπε ο Αββάς Σισώης: «Γίνε εξουδενωμένος, απόρριψε το θέλημά σου και γίνε αμέριμνος. Έτσι θα έχης ανάπαυση».
μγ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Και εκείνος είπε: «Τί με αναγκάζεις να μιλήσω μάταια; Να, ό,τι βλέπεις, κάμε».
με'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Αβραάμ, ο μαθητής του Αββά Σισώη, σε κάποιο διακόνημα. Και επί μέρες δεν ήθελε να διακονηθή από άλλον, αλλά έλεγε: «Μπορώ να αφήσω άλλον άνθρωπο να με συντροφεύη εκτός του αδελφού μου;». Και δεν δέχθηκε, αλλά υπέμεινε την ταλαιπωρία ώσπου ήλθε ο μαθητής του.
μστ'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, εκεί οπού καθόταν, φώναξε δυνατά: «Ω ταλαιπωρία!». Του λέγει ο μαθητής του: «Τί έχεις, πάτερ;». Και του απαντά ο γέρων: «Έναν άνθρωπο ζητώ να μιλήσω και δεν βρίσκω».
μζ’ . Βγήκε κάποτε ο Αββάς Σισώης από το όρος του Αββά Αντωνίου στο εξώτερο όρος της Θηβαΐδος και εγκαταστάθηκε εκεί. Ήταν δε εκεί Μελιτιανοί, οπού έμεναν στον Καλαμώνα του Αρσενοΐτη. Μερικοί δε, ακούοντας ότι βγήκε στο εξώτερο όρος, δοκίμασαν την επιθυμία να τον δουν. Έλεγαν δε: «Τί να κάμουμε; Γιατί στο Όρος είναι Μελιτιανοί. Και ξέρουμε ότι ο γέρων δεν βλάπτεται απ’ αυτούς. Για μας είναι φόβος, θέλοντας να συναντήσουμε τον γέροντα, μη πέσουμε στον πειρασμό των αιρετικών». Και για να μη συναντήσουν τους αιρετικούς, δεν πήγαν να δουν τον γέροντα.
μη'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι αρρώστησε. Και εκεί οπού κάθονταν γέροντες γύρω του, μίλησε σε κάποιους. Και του λέγουν: «Τί βλέπεις, Αββά;». Και τους λέγει: «Βλέπω κάποιους οπού ήλθαν σ’ εμένα και τους παρακαλώ να με αφήσουν λίγο να μετανοήσω». Του λέγει ένας από τους γέροντες: «Και αν σ’ αφήσουν, μπορείς τώρα πλέον να κάμης κάτι για μετάνοια;». Του λέγει ο γέρων: «Αν και δεν μπορώ να κάμω, στενάζω όμως για την ψυχή μου λίγο και αυτό μου αρκεί».
μθ'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, σαν ήλθε στο Κλύσμα, αρρώστησε. Και ενώ έμενε με τον μαθητή του στο κελλί, κάποιος χτύπησε τη θύρα. Και καταλαβαίνοντας ο γέρων, λέγει στον μαθητή του Αβραάμ: «Πες σ’ αυτόν οπού χτύπησε: Εγώ ο Σισώης στο όρος, εγώ ο Σισώης στο χράμι». Και ακούοντάς το εκείνος, έγινε άφαντος.
ν'. Είπε ο Αββάς Σισώης ο Θηβαίος στον μαθητή του: «Πες μου τί βλέπεις σ’ εμένα και εγώ σου λέγω τί βλέπω σ’ εσένα». Του λέγει ο μαθητής του: «Συ καλός είσαι στον νου και σκληρός λίγο». Του λέγει ο γέρων: «Συ καλός είσαι, αλλά μαλθακός στον νου».
να'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη τον Θηβαίο, ότι δεν έτρωγε ψωμί. Και κατά την εορτή του Πάσχα, τον παρακάλεσαν ταπεινά οι αδελφοί να φάγη μαζί τους. Και αποκρίθηκε και τους είπε: «Ένα από τα δυο έχω να κάμω: Ή ψωμί να φάγω ή όσα φαγητά μαγειρέψατε». Και εκείνοι του είπαν: «Ψωμί μόνο φάγε». Και έκαμε έτσι.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)