Ο επίσκοπος Αθανάσιος και τα βατράχια
Ο άγιος επίσκοπος Χριστιανουπόλεως Αθανάσιος (+1735) σε μια περιοδεία του έφθασε στην Μεγαλόπολι της Πελοποννήσου. Υπήρχε εκεί ένας ναός της θείας Μεταμορφώσεως και κοντά του μια λίμνη μεγάλη, γεμάτη βατράχια.
Ο αρχιερεύς, μετά τον εσπερινό, θέλησε να διανυκτερεύση εκεί χάριν της ησυχίας. Μόλις όμως σκοτείνιασε άρχισαν να κοάζουν τα βατράχια, όπως κάθε καλοκαιρινή νύχτα. Έκαναν τόσο θόρυβο, εφ’ όσον ήσαν χιλιάδες, που ο άγιος δεν έκλεισε μάτι! Την επομένη, μετά τη θεία λειτουργία, οι ιερείς τον ρώτησαν, πώς πέρασε την νύχτα στην εξοχή. Κι εκείνος αποκρίθηκε:
-Τί να σας πω, τέκνα μου… Αυτά τα βατράχια έκαναν τόσο θόρυβο απόψε που δεν μπόρεσα να κοιμηθώ.
Στα λόγια αυτά του δεσπότη, τα βατράχια αυτομάτως έπαψαν να κράζουν. Αλλά τότε κανείς δεν το πρόσεξε αυτό, γιατί την ημέρα δεν θορυβούν τόσο πολύ, όσο την νύχτα.
Το περίεργο και εκπληκτικό ήταν ότι έκτοτε τα βατράχια δεν ξαναλάλησαν ούτε την ημέρα ούτε την νύχτα και μια νεκρική σιγή απλώθηκε στην μεγάλη εκείνη λίμνη! Οι περίοικοι θαύμαζαν το γεγονός.
Έπειτα από δύο χρόνια ο άγιος ήρθε πάλι ένα δειλινό και δεν άκουσε κανένα θόρυβο από τα βατράχια. Έχοντας πολύ κακές αναμνήσεις από την προηγούμενη επίσκεψι, απόρησε για την ησυχία και ρώτησε το επόμενο πρωί έναν ιερέα:
-Τί έγινε εκείνο το θορυβοποιό πλήθος των βατράχων, που άλλοτε δεν μας άφηναν σε ησυχία;
-Δέσποτα μου, απήντησε ο ιερεύς, από την ημέρα που είπατε ότι δεν σας άφησαν να κοιμηθήτε, ουδέποτε πλέον ακούσθηκαν.
Τότε ο άγιος είπε χαμογελώντας:
-Και με άκουσαν αυτά τα ευλογημένα;
Μόλις τελείωσε την φράσι αυτή, όλα τα βατράχια άρχισαν πάλι να κοάζουν, όπως και πριν!
( Συναξαριστής Ε΄)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.261-263)