Η μοναχή Ρωμύλα
Μέσα στη Ρώμη και κάτω από την πνευματική καθοδήγησι της γεροντίσσης Ρεδέμπτας ασκήτευαν δύο μοναχές, εκ των οποίων η μία λεγόταν Ρωμύλα. Η Ρωμύλα ξεπερνούσε πολύ στην αρετή την παραδελφή της. Ήταν πράγματι υποδειγματικά υπάκοη, ακοίμητη φρουρός της σιωπής, εξαιρετικά επιμελής στην καλλιέργεια της συνεχούς ευχής!
Όμως πολλές φορές αυτοί, που οι άνθρωποι τους θεωρούν ήδη τελείους, στα μάτια του Υψίστου έχουν ακόμα κάποιες ατέλειες. Εμείς οι αμύητοι άνθρωποι συχνά κοιτάζουμε ορισμένα αγάλματα και τα επαινούμε σαν τέλεια. Όμως ο τεχνίτης ακόμη τα επεξεργάζεται και τα σμιλεύει. Ακούει που οι άλλοι ήδη τα επαινούν και ωστόσο αυτός δεν σταματά να τα σμιλεύη, για να τα βελτιώση. Αυτό συνέβη και στη Ρωμύλα: Ασθένησε κατά παραχώρησι Θεού και έμεινε παράλυτη! Μένοντας ξαπλωμένη στο κρεββάτι για πολλά χρόνια, σταμάτησε σχεδόν κάθε λειτουργία των μελών της.
Ωστόσο ούτε αυτή η μάστιγα ωδήγησε τον λογισμό της στην ανυπομονησία. Η ίδια η βλάβη των μελών της τη βοήθησε στην αύξησι των αρετών, γιατί όσο δεν είχε τη δυνατότητα να κάνη τίποτε άλλο, τόσο επιμελέστερα επιδιδόταν στην καλλιέργεια της ευχής.
Κάποια νύχτα λοιπόν, η μοναχή Ρωμύλα κάλεσε την γερόντισσα Ρεδέμπτα:
- Μητέρα έλα, μητέρα έλα.
Αυτή αμέσως σηκώθηκε μαζί με την παραδελφή και πλησίασαν την άρρωστη. Αντίκρισαν τότε ένα φως, σταλμένο από τον ουρανό, που γέμισε το φτωχικό κελλάκι και αστραποβόλησε έντονα! Ανείπωτος φόβος διαπέρασε τις καρδιές τους και απόμειναν θαμπωμένες. Άρχισε τότε ν’ ακούγεται θόρυβος σαν να έμπαινε μέσα πλήθος πολύ, και η είσοδος του σπιτιού τους σειόταν, σαν να συνθλιβόταν από τις μάζες των εισερχομένων. Ένιωθαν να εισέρχεται πλήθος, αλλά δεν μπορούσαν να δουν, γιατί τα μάτια τους είχαν θαμπωθή με την ακτινοβολία του φωτός. Το φως αυτό το ακολούθησε θαυμαστή ευωδία, έτσι ώστε κι αν στην αρχή τρόμαξαν με τη λαμπρότητα του, αναθάρρυναν μετά με τη γλυκύτητα της ευωδίας!
Καθώς λοιπόν δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν την έντασι αυτής της λάμψεως, άρχισε η Ρωμύλα να παρηγορή τη γερόντισσα της Ρεδέμπτα, που στεκόταν δίπλα και έτρεμε:
- Μη φοβάσαι μητέρα! Δεν πεθαίνω αμέσως.
Κι ενώ το επαναλάμβανε αυτό συνέχεια, λίγο- λίγο το φως αποτραβήχθηκε, αλλά η ευωδία παρέμεινε. Έτσι πέρασε η δεύτερη και τρίτη μέρα, και η σκορπισμένη οσμή ευωδίας παρέμενε.
Την τέταρτη νύχτα κάλεσε ξανά τη γερόντισσά της. Όταν εκείνη ήρθε, ζήτησε εφόδιο για τον δρόμο προς την αιωνιότητα τα Άχραντα Μυστήρια… Μόλις κοινώνησε, εμφανίσθηκαν στο δρόμο, μπροστά στην είσοδο του σπιτιού τους δύο χοροί ψαλλόντων! Διέκριναν φωνές και των δύο φύλων: Οι άνδρες έλεγαν τις ωδές της ψαλμωδίας και οι γυναίκες αντιφωνούσαν. Κι ενώ μπροστά στην πόρτα παρατάχθηκε η ουράνια πομπή, η αγία εκείνη ψυχή λύθηκε από τη σάρκα.
Καθώς υψωνόταν στον ουρανό, όσο ψηλότερα ανέβαιναν μαζί της οι χοροί των ψαλλόντων, τόσο σιγανότερη ακουγόταν η ψαλμωδία, έως ότου, ξεμακρυσμένος πια ο ήχος της, έσβησε.
(Βίοι αγνώστων ασκητών)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 209-211)