119. Δύναται ο άνθρωπος ν’ απορρίψει τη χάρη του Θεού;
Βεβαίως μπορεί στη βάση που είναι όν ελεύθερο και αυτεξούσιο. Έτσι και ο Αδάμ στον παράδεισο, παρόλο που η φύση του ήταν αγαθή και καθαρή από το σπέρμα της αμαρτίας, εντούτοις, επειδή ως εικόνα του Θεού είχε το αυθαίρετο και αυτεξούσιο, απομακρύνθηκε από το Θεό, καταπατήσας τη χρηστότητα και το θέλημά του. Επίσης ο αναγεννημένος από τη χάρη του Θεού στο βάπτισμα, παρόλο που έχει καταστραφεί μέσα του το σώμα της αμαρτίας, ακριβώς επειδή διασώζει την ελευθερία του μπορεί να απομακρυνθεί από τη θεία ευλογία και να περιέλθει υπό το κράτος της κατάρας και του θανάτου. Έτσι έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο να θέλει ελεύθερα και ενσυνείδητα το αγαθό, να κινείται ελεύθερα στο χώρο του, να λέγει ναι ή όχι στο άγιο θέλημά του, να εκλέγει μεταξύ ζωής και θανάτου και ν’ αυτοδιορίζεται στην εξέλιξη και τον προορισμό του.
Η χάρη του Θεού είναι δώρο καθολικό. Χορηγείται σε όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους αποσκοπώντας στη σωτηρία τους. Δεν αποστέλλεται επιλεκτικά σε λίγους, σ’ εκείνους που είναι προορισμένοι να σωθούν από το Θεό. Ο Θεός «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθείν». Κι όμως όλοι δεν σώζονται. Για να γίνει αυτό πρέπει να θέλει και ο άνθρωπος να δουλέψει ελεύθερα και να συμβάλει στη σωτηρία του. Αλλιώτικα η κλήση της χάριτος μένει ανενέργητη. Μόνο εκεί που υπάρχει η ελεύθερη συγκατάθεση, μπορεί να σώσει η χάρη τον αμαρτωλό άνθρωπο. «Εννοούμεν δε την χρήσιν του αυτεξουσίου ούτως, ώστε της θείας και φωτιστικής χάριτος, ήν προκαταρκτικήν προσαγορεύομεν, οίον φως τοις εν σκότει, παρά της θείας αγαθότητος πάσι χορηγούμένης τοις βουλομένοις υπείξαι ταύτη —και γαρ ου τους μη θέλοντας, αλλά τους θέλοντας ωφελεί— και συγκατατεθήναι εν οίς εκείνη έντέλλεται προς σωτηρίαν ούσιν αναγκαιοτάτοις, δωρείσθαι επομένως και ειδικήν χάριν».
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 168-169)