121. Τι είναι ο απόλυτος προορισμός;
Είναι δόγμα φοβερό (horribile decretum), στο οποίο καταλήγει κανείς διαπτύσσοντας λογικά τα περί αρχέγονης δικαιοσύνης και πτώσεως ανθρωπολογικά διδάγματα του Προτεσταντισμού. Φυσικά το δόγμα αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από όλους τους Διαμαρτυρομένους θεολόγους, αλλά μόνον από τον Καλβίνο και τους οπαδούς του. Αυτοί με βάση χωρία της Γραφής (Ρωμ. 9. Πράξ. 13,48 κ.α.) είπαν, ότι ο Θεός σύμφωνα με την αιώνια βουλή του (προαιωνίως) άλλους μεν από ευσπλαχνία προόρισε να κληρονομήσουν την αιώνια ζωή, γιαυτό και η χάρη που τους χορηγείται δεν μπορεί να τους εγκαταλείψει (είναι αναντίρρητη και αναπόβλητη: irresistibilis και inamissibilis), άλλους δε, στους οποίους δεν προσφέρεται η χάρη, προόρισε σε αιώνια κατάκριση. Η καταδίκη αυτή δεν είναι άδικη —λένε— γιατί ο φυσικός άνθρωπος δεν μπορεί να περιμένει από το Θεό τίποτε άλλο παρά αιώνιες ποινές. Όσο τα βώδια και οι κύνες (τα σκυλιά) δεν μπορούν να αιτιώνται το Θεό γιατί τους έκανε ζώα και όχι ανθρώπους, άλλο τόσο και οι αμαρτωλοί δεν μπορούν να τον αιτιώνται γιατί δεν τους δέχεται στη θεία βασιλεία του. Η πτώση του Αδάμ διατάχθηκε προαιωνίως από το Θεό για το καλό των εκλεκτών, οι οποίοι κληρονομούν την αιώνια ζωή. Η βουλή αυτή εξαίρει το μεγαλείο του Θεού, ο οποίος άλλους μεν προσλαμβάνει στη βασιλεία του, άλλους δε απορρίπτει, χωρίς κανείς να μπορεί να αντείπει στην αιώνια βούλησή του.
Οι λόγοι που ώθησαν τον Καλβίνο στη διατύπωση των διδαγμάτων αυτών είναι από τη μια μεριά η διασφάλιση της απολυτότητας των ενεργειών του Θεού, οι οποίες δεν εξαρτώνται από ανθρώπινους παράγοντες· από την άλλη δε, η ασφαλής βεβαιότητα περί σωτηρίας στις ψυχές των εκλεκτών. Αυτοί, έχοντας στις ψυχές τους τη μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος ότι είναι οι εκλεκτοί του Θεού, είναι βέβαιοι για τη σωτηρία τους, πεποίθηση που τους χαρίζει εσωτερική χαρά και ηρεμία και γεμίζει τις καρδιές τους από ευγνωμοσύνη και ταπείνωση, νιώθοντας ότι ο Θεός όρισε αυτούς ως εκλεκτούς ανάμεσα στο πλήθος των άλλων ανθρώπων.
Οι αντιλήψεις όμως αυτές του Καλβίνου δεν είναι σωστές. Και αληθεύει μεν ότι «Θεός γαρ εστιν ο ένεργών εν υμίν και το θέλειν και το ένεργείν υπέρ της ευδοκίας» (Φιλιππ. 2,13)· όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει τον ανθρώπινο παράγοντα στο έργο της σωτηρίας (σχετικός προορισμός). Ο Θεός είναι βέβαιο ότι θέλει τη σωτηρία όλων των ανθρώπων· για να γίνει όμως αυτό πρέπει να θέλουν ελεύθερα και οι άνθρωποι. Άσχετα με το ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η θεία βούληση άπτεται της ανθρώπινης και η τελευταία καθιστά ανενεργό την πρώτη (όλοι οι άνθρωποι δεν σώζονται), όμως ο παράγοντας της ανθρώπινης συνέργειας στο έργο της σωτηρίας είναι κάτι που πρακτικά ικανοποιεί το θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου. Αν όλα εξηρτώντο από την απόλυτη βουλή του Θεού, ο δε άνθρωπος ήταν απόλυτα βέβαιος περί της σωτηρίας του, η Γραφή δεν θα παραινούσε τους πιστούς να κατεργάζονται με φόβο και τρόμο τη σωτηρία τους και ο Παύλος δεν θα πολεμούσε την βεβαιότητα περί σωτηρίας, τονίζοντας «ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση».
Ο απόλυτος όμως προορισμός οδηγεί και σε αλλά τερατώδη ατοπήματα. Αν η σωτηρία και η κατάκριση των ανθρώπων είναι απόρροια της αιώνιας βουλής του Θεού, η δε πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία προδιατάχθηκε από το Θεό, ο Θεός στο πλέγμα των αντιλήψεων αυτών παρουσιάζεται ως η πηγή του κακού, μεταποιούμενος σε τυφλό και αυθαίρετο δυνάστη, το δε κακό ανάγεται σε στοιχείο του αγαθού στην προαιώνια βουλή του Θεού. Ο άνθρωπος χάνει την όποια ηθική και πνευματική αυτοτέλειά του και ουσιαστικά είναι ανεύθυνος για τις πράξεις του. Πώς όμως θα τον κρίνει ο Θεός για τις ηθικές ενέργειές του; Είναι αγαθός και δίκαιος ο Θεός όταν τυφλά και αυθαίρετα καταδικάζει τους πολλούς σε κόλαση αιώνια;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 171-173)