Του Αββά Σερίνου
α'. Έλεγαν για τον Αββά Σερίνο, ότι πολύ εργαζόταν και δυο παξιμάδια έτρωγε όλα και όλα. Πήγε σ’ αυτόν λοιπόν ο Αββάς Ιωσήφ, όπου μόναζε κοντά του και ήταν και αυτός μεγάλος ασκητής, και του είπε: « Στο κελλί μου, κάνω με ακρίβεια την άσκηση μου. Όταν όμως βγω, συγκαταβαίνω στους αδελφούς ». Και του λέγει ο Αββάς Σερίνος: « Μεγάλη αρετή δεν είναι να κάνης το χρέος σου μέσα στο κελλί, αλλά μάλλον όταν είσαι έξω από το κελλί».
β'. Είπε ο Αββάς Σερίνος: « Πέρασα τον καιρό μου θερίζοντας, ράβοντας, πλέκοντας. Και παρ’ όλα αυτά, αν το χέρι του Θεού δεν με χόρταινε, δεν θα μπορούσα να χορτάσω ».
Του Αββά Σπυρίδωνος
α'. Για τον Σπυρίδωνα, εξ άλλου, λέγεται ότι ήταν πρώτα βοσκός και τόσο οσία ζωή είχε, ώστε αξιώθηκε να γίνη και ανθρώπων ποιμήν. Ήγουν του ανατέθηκε η επισκοπή μιας πόλεως της Κύπρου, όπου την έλεγαν Τριμυθούντα. Και ήταν τόσο πολύ ταπεινός, ώστε, ενώ κρατούσε την επισκοπή, βοσκούσε και τα πρόβατα. Κατά τα μεσάνυχτα λοιπόν, κάποτε, πήγαν κρυφά στη μάνδρα των προβάτων κάτι κλέφτες και προσπαθούσαν να κλέψουν από τα πρόβατα. Αλλά ο Θεός, όπου φύλαγε τον ποιμένα, φύλαγε και τα πρόβατα. Ήγουν οι κλέφτες, στη μάνδρα, βρέθηκαν δεμένοι από αόρατη δύναμη. Με τον όρθρο, πήγε και ο ποιμήν στα πρόβατα. Και μόλις τους είδε να έχουν τα χέρια πίσω, κατάλαβε τί είχε συμβή. Κάνει λοιπόν προσευχή και λύνει τους κλέφτες. Με πολλά λόγια δε νουθετώντας τους και παραινώντας τους, τους δίδασκε να κοιτάνε με τίμιο κόπο και όχι με αδικία να ζουν. Τους πρόσφερε δε και ένα κριάρι και τους άφησε να φύγουν, προσθέτοντας με χάρη: « Και αυτό, για τον κόπο σας όπου αγρυπνήσατε ».
β'. Έλεγαν πάλι ότι είχε μια ανύπανδρη κόρη, ευλαβική και αυτή όπως ο πατέρας της, ονόματι Ειρήνη. Σ’ αυτήν, κάποιος γνωστός εμπιστεύθηκε ένα πολύτιμο κόσμημα. Και εκείνη, για να το ασφαλίση καλύτερα, το έκρυψε στη γη. Ύστερα δέ από λίγο, έφυγε απ’ αυτήν εδώ τη ζωή. Ήλθε δέ μετά από καιρό εκείνος όπου της είχε εμπιστευθή το κόσμημα. Και μή βρίσκοντας την κόρη, απευθύνθηκε στον πατέρα της, τον Αββά Σπυρίδωνα. Του μιλούσε δέ πότε με το κακό και πότε με το καλό. Λυπημένος λοιπόν ο γέρων για τη ζημία του άνθρωπου εκείνου, πήγε στο μνήμα της θυγατέρας του και παρακαλούσε τον Θεό να του δείξη πριν της ώρας της την υποσχεμένη ανάσταση. Και πραγματικά, η ελπίδα του δεν διαψεύσθηκε. Γιατί, πάλι ζωντανή η κόρη παρουσιάζεται στον πατέρα της. Και αφού φανέρωσε τον τόπο, οπού ήταν κρυμμένο το κόσμημα, πάλι χάθηκε. Και παίρνοντας ο γέρων το κόσμημα, το έδωσε στον κάτοχο του.
Του Αββά Σ α ϊ ώ
Έλεγαν για τον Αββά Σαϊώ και τον Αββά Μούη, ότι έμεναν μαζί. Είχε δέ πολλή υπακοή ο Αββάς Σαϊώ και ήταν εξαιρετικά σκληρός. Και του έλεγε ο γέρων, δοκιμάζοντάς τον: « Πήγαινε, να λεηλατήσης ». Και πήγαινε και λεηλατούσε τα πράγματα των αδελφών για χάρη της υπακοής, ευχαριστώντας τον Κύριο σε όλα. Ο γέρων όμως τα έπαιρνε και τα ξαναέδινε κρυφά. Κάποτε λοιπόν όπου πεζοπορούσαν, εξαντλήθηκε και τον άφησε ο Αββάς συντριμμένον. Και έρχεται και λέγει στους αδελφούς: « Πηγαίνετε να φέρετε τον Σαϊώ, γιατί βρίσκεται καταγής τσακισμένος ». Και πήγαν και τον έφεραν.
Της Αμμάς Σάρρας
α'. Διηγήθηκαν για την Αμμά Σάρρα, ότι πέρασε δεκατρία χρόνια πολεμούμενη σφοδρά από τον δαίμονα της σαρκικής αμαρτίας και ποτέ δεν ζήτησε στην προσευχή της να απαλλαγή από τον πόλεμο, αλλά μάλλον έλεγε: « Θεέ μου, δίνε μου δύναμη ».
β'. Δοκίμασε κάποτε σφοδρότερη την επίδεση του ίδιου πνεύματος της σαρκικής αμαρτίας, όπου πάσχιζε να τη στρέψη προς τις ματαιότητες του κόσμου. Αλλά εκείνη, ανένδοτη, με τον φόβο του Θεού και την άσκηση της, ανέβηκε μονομιάς στο δώμα της για να προσευχηθή. Και εμφανίστηκε μπροστά της σωματικά το πνεύμα της σαρκικής αμαρτίας και της είπε: «Συ με νίκησες, Σάρρα». Και εκείνη αποκρίθηκε: « Δεν σε νίκησα εγώ, αλλά ο Κύριος μου ο Χριστός ».
γ'. Έλεγαν γι’ αυτήν, ότι πάνω από το ποτάμι έμεινε εξήντα χρόνια κατοικώντας και δεν έσκυψε να το δή.
δ'. Άλλοτε, την επισκέφθηκαν δυο γέροντες αναχωρητές μεγάλοι από τα μέρη του Πηλουσίου. Και στον δρόμο, έλεγαν ο ένας στον άλλο: « Ας ταπεινώσουμε αυτή τη γριούλα ». Και της λέγουν: « Κοίτα, μή πάρουν αέρα τα μυαλά σου και πής ότι ιδού οι αναχωρητές έρχονται σ’ εμένα όπου είμαι γυναίκα ». Τους λέγει η Αμμάς Σάρρα: « Σωματικά, είμαι γυναίκα, αλλά όχι και στο φρόνημα ».
ε'. Είπε η Αμμάς Σάρρα: « Αν παρακαλέσω τον Θεό, όλοι οι άνθρωποι να έχουν καλή βεβαιότητα για μένα, θα βρεθώ στο κατώφλι του καθενός μετανοώντας. Αλλά μάλλον θα τον παρακαλέσω, να είναι η καρδιά μου καθαρή με όλους ».
στ' . Είπε πάλι: « Βάζω το πόδι μου στην κλίμακα για να ανεβώ και θέτω τον θάνατο μπροστά στα μάτια μου, πριν ανεβώ εκεί».
ζ' . Είπε πάλι: « Καλό είναι και για τα μάτια των ανθρώπων να κάνη τινάς ελεημοσύνη. Γιατί και από την ανθρωπαρέσκεια καταλήγει στην αρέσκεια του Θεού ».
η'. Πήγαν κάποτε μερικοί μοναχοί της Σκήτης στην Αμμά Σάρρα. Και αυτή τους παρέθεσε φαγώσιμα. Εκείνοι όμως, αφήνοντας τα καλά, έτρωγαν από τα χαλασμένα. Και τους είπε: « Αληθινά, από τη Σκήτη είστε ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)