Της Αμμάς Συγκλητικής
α'. Είπε η Αμμάς Συγκλητική : « Αγών και κόπος πολύς είναι σε όσους προσέρχονται στον Θεό για πρώτη φορά, ύστερα δε χαρά ανεκλάλητη. Όπως όσοι θέλουν να ανάψουν φωτιά, πρώτα γεμίζουν καπνούς και δακρύζουν και έτσι κατορθώνουν αυτό οπού θέλουν, και η Γραφή λέγει: Ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον, ανάλογα πρέπει και εμείς να ανάψουμε τη Θεία φωτιά με δάκρυα και κόπους ».
β'. Είπε πάλι: « Εμείς όπου διαλέξαμε τον μοναχικό βίο, πρέπει να κατέχουμε άκρα σωφροσύνη. Βέβαια και στους ανθρώπους του κόσμου φαίνεται να υπάρχη σωφροσύνη, αλλά είναι μαζί της και η αφροσύνη. Και αυτό συμβαίνει για το ότι αμαρτάνουν με όλες τις άλλες αισθήσεις. Γιατί βλέπουν άπρεπα και γελούν άταχτα ».
γ' . Είπε πάλι: « Όπως τα πολύ δυνατά φάρμακα αποδιώχνουν τα φαρμακερά θηρία, έτσι και τον αμαρτωλό λογισμό η προσευχή με τη νηστεία τον κάνουν να φεύγη ».
δ' . Είπε πάλι: « Μή σε δελεάση η απόλαυση των πλουσίων του κόσμου, ότι σε κάτι ωφελεί η κούφια ηδονή της. Εκείνοι τιμούν τη μαγειρική τέχνη. Νηστεύοντας και σύ, με τα λιτά ξεπερνάς τη δική τους αφθονία τροφών.
Γιατί λέγει η Γραφή, ότι όποιος ζή σε τρυφή, δεν του κάνει εντύπωση το κηρόμελι. Μή χορτάσης ψωμί και δεν θα επιθυμήσης κρασί».
ε'. Ρωτήθηκε η μακαρία Συγκλητική, αν, το να μή έχη τινάς δικό του τίποτε το υλικό, είναι τέλειο αγαθό. Και αποκρίθηκε: « Είναι τελειότατο για όσους μπορούν. Γιατί όσοι το υπομένουν, έχουν μεν θλίψη στη σάρκα, ανάπαυση όμως στην ψυχή. Όπως τα γερά ρούχα πλένονται με το να τα πατά τινάς και να τα στριφογυρίζη με δύναμη, έτσι και η γερή ψυχή, με την εκούσια πενία, πιο δυνατή γίνεται ».
στ'. Είπε πάλι: « Αν ζής σε Κοινόβιο, μή αλλάξης τον τόπο σου. Γιατί θα ζημιωθής πολύ. Όπως η κλώσσα, όταν σηκώνεται από τα αυγά, τα κάνει κλούβια και άγονα, έτσι και ο μοναχός ή η μοναχή βλέπουν να ψύχεται και να νεκρώνεται η πίστη τους, όταν πηγαίνουν από τόπο σε τόπο ».
ζ'. Είπε πάλι: «Πολλά είναι του διαβόλου τα δόκανα. Με τη φτώχεια δεν κατάφερε να κλονίση μια ψυχή ; Τον πλούτο παρουσιάζει για δόλωμα. Δεν έκαμε τίποτε με τις ύβρεις και τους ονειδισμούς ; Επαίνους και δόξα προβάλλει. Με την υγεία νικημένος, κάνει άρρωστο το σώμα. Γιατί, μή μπορώντας να ξεγελάση με τις απολαύσεις, πασχίζει να μας ξεστρατίση με την ακούσια ταλαιπωρία. Έτσι, ζητά και φέρνει στη μέση κάποιες αρρώστιες βαρύτατες, για να κάμη ώστε, εξ’ αίτιας τους αμελώντας ο άνθρωπος, να παύση να αγαπά αγνά τον Θεό. Αλλά και κατατρώγεται το σώμα με πυρετούς πολύ δυνατούς και με ακατάσχετη δίψα βασανίζεται. Αν μεν, αμαρτωλός όντας, τα παθαίνης αυτά, θυμήσου και τη μέλλουσα κόλαση και την αιώνια φωτιά και τις ποινές οπού θα καταδικασθής και μή σαστίσης με ό,τι σου συμβαίνει τώρα. Να χαίρης, οπού ο Θεός σε επισκέφθηκε. Και ας έχεις στα χείλη σου το γλυκύτατο εκείνο ρητό της Γραφής: Παιδεύων επαίδευσε με ο Κύριος και τω θανάτω ου παρέδωκε με. Σίδερο ήσουν ; Αλλά με τη φωτιά απαλλάσσεσαι από τη σκουριά. Αν δέ και δίκαιος όντας αρρωσταίνης, από τα μεγάλα στα μεγαλύτερα προκόβεις. Χρυσάφι είσαι; Αλλά με τη φωτιά γίνεσαι μάλαμα. Σου δόθηκε άγγελος σατάν στη σάρκα; Ας πλημμυρίσης από χαρά. Κοίτα με ποιόν έγινες όμοιος. Γιατί του Παύλου τη μερίδα αξιώθηκες. Με τον πυρετό δοκιμάζεσαι; Με το ρίγος παιδεύεσαι; Άκου τί λέγει η Γραφή: Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν. Σου έλαχε το πρώτο ; Περίμενε και το δεύτερο. Ασκώντας την αρετή, φώναξε του αγίου τα λόγια: Πτωχός και αλγών ειμί εγώ. Τέλειος θα γίνης μ’ αυτή τη δυάδα των θλίψεων. Γιατί λέγει: Εν θλίψει επλάτυνας με. Μ’ αυτά μάλλον τα γυμνάσια ας ασκηθούν οι ψυχές μας. Γιατί βλέπουμε κατάμματα τον αντίπαλο ».
η'. Είπε πάλι: « Αν κάποια αρρώστια μας ενοχλή, ας μη λυπηθούμε επειδή, με αιτία την αρρώστια και το πλήγμα του σώματος, δεν μπορούμε να ψάλλουμε φωναχτά. Γιατί όλα αυτά τα πραγματοποιούσαμε για τη συντριβή των επιθυμιών. Επειδή και η νηστεία και το να πλαγιάζουμε κατάχαμα έχουν θεσπισθή για μας εξ’ αίτιας των ηδονών. Αν λοιπόν αυτές η αρρώστια τις άμβλυνε, περιττός ο λόγος. Γιατί αυτή είναι η μεγάλη άσκηση, να εγκαρτερούμε στις αρρώστιες και να αναπέμπουμε ύμνους ευχαριστίας στον Θεό ».
θ'. Είπε πάλι: « Νηστεύοντας, μή προφασισθής αρρώστια. Γιατί όσοι δεν νηστεύουν στις ίδιες συχνά αρρώστιες έχουν πέσει. Άρχισες το καλό; Μή υποχωρήσης, αν σου επιτεθή ο εχθρός. Με την υπομονή σου θα τον εξουδετερώσης. Έτσι συμβαίνει και με όσους βγαίνουν στο πέλαγος. Πρώτα τους τυχαίνει ούριος άνεμος. Απλώνοντας δέ τα πανιά, συναντούν ύστερα άνεμο αντίθετο. Αλλά οι ναυτικοί δεν παρατούν το πλοίο εξ’ αιτίας του ανέμου αυτού. Αφού ησυχάσουν λίγο ή και μείνουν σαν νικημένοι από την τρικυμία, ύστερα εξακολουθούν το ταξίδι τους. Έτσι και εμείς. Αν πέση κατεπάνω μας εναντία πνοή, ας απλώσουμε τον Σταυρό σαν πανί και θα διασχίσουμε το πέλαγος της παρούσης ζωής χωρίς φόβο ».
ι'. Είπε πάλι: « Όσοι τον υλικό πλούτο, με κόπους και κινδύνους στη θάλασσα, συνάγουν, πολλά κερδίζοντας, επιθυμούν περισσότερα. Και τα μεν παρόντα τα λογαριάζουν σαν ένα τίποτε, αλλά προχωρούν προς τα μή παρόντα. Ενώ εμείς, τίποτε μή έχοντας και από τα ποθητά, τίποτε δεν θέλουμε να αποκτήσουμε για τον φόβο του Θεού ».
ια'. Είπε πάλι: « Μιμήσου τον τελώνη, για να μή κατακριθής μαζί με τον φαρισαίο. Και του Μωϋσέως την πραότητα διάλεξε, για να μεταβάλης την καρδιά σου, όπου είναι σαν πέτρα, σε πηγές υδάτων ».
ιβ'. Είπε πάλι: « Είναι επικίνδυνο να διδάσκη όποιος δεν προώδευσε με την πράξη της αρετής. Όπως ένας όπου έχει σαθρό οίκημα, όταν υποδεχθή σ’ αυτό ξένους, θα τους κάμη κακό με το να πέση πάνω τους το σπίτι, έτσι και αυτοί. Χωρίς να έχουν προηγουμένως οικοδομήσει τον εαυτό τους, κάνουν να χαθούν μαζί τους και όσοι πήγαν σ’ αυτούς. Γιατί με τα λόγια μεν τους κάλεσαν σε σωτηρία, με την αμαρτωλότητα όμως της ζωής τους μάλλον έβλαψαν όσους τους ακολούθησαν».
ιγ'. Είπε πάλι: « Είναι καλό πράγμα να μη οργίζεται τινάς. Αλλά και αν συμβή, ούτε μιας μέρας καιρό δεν σου αφήνει ο Κύριος γι’ αυτό, λέγοντας : Μή επιδυέτω ο ήλιος. Συ λοιπόν περιμένεις να δύση όλη σου η ζωή ; Γιατί μισείς τον άνθρωπο όπου σε λύπησε; Δεν σε αδίκησε ο ίδιος, αλλά ο διάβολος. Μίσησε την αρρώστια και όχι τον άρρωστο ».
ιδ'. Είπε πάλι: « Όσο προοδεύει ο αθλητής, τόσο με ισχυρότερο αντίπαλο τον βάζουν να αγωνίζεται ».
ιε'. Είπε πάλι: « Και ο εχθρός εμπνέει άσκηση. Γιατί και οι δικοί του οπαδοί το κάνουν αυτό. Πώς λοιπόν θα διακρίνουμε τη “Θεία βασιλική άσκηση από την τυραννική και δαιμονική ; Ασφαλώς, από τη συμμετρία. Όλο σου τον καιρό, ένας κανών νηστείας ας σου είναι. Μή νηστεύεις τέσσερις και πέντε μέρες και υστέρα τρώγεις υπέρμετρα. Γιατί, σε όλες τις περιπτώσεις, η αμετρία είναι φθοροποιός. Νέος όντας και καλά στην υγεία σου, νήστευε. Γιατί θα έλθουν και τα γηρατειά με την αδυναμία. Όσο μπορείς λοιπόν θησαύρισε τροφές, ώστε, όταν δεν θα μπορής, να βρής ανάπαυση ».
ιστ'. Είπε πάλι: « Ζώντας σε Κοινόβιο, ας προτιμάμε την υπακοή από την άσκηση. Γιατί η μεν διδάσκει την υπεροψία, ενώ η άλλη την ταπεινοφροσύνη ».
ιζ'. Είπε πάλι: « Πρέπει με τη διάκριση να κυβερνάμε την ψυχή. Και σε Κοινόβιο ζώντας, μήτε το συμφέρον μας να κοιτάμε, μήτε να είμαστε υπόδουλοι στη δική μας γνώμη. Αλλά να πειθαρχούμε στον πνευματικό μας πατέρα ».
ιη'. Είπε πάλι: « Είναι γραμμένο: Γίνεστε φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί. Το μεν να γίνουμε σαν τα φίδια, σημαίνει ότι πρέπει να μή μας ξεφεύγουν την αντίληψη οι επιθέσεις και οι μεθοδείες του διαβόλου. Γιατί εύκολα καταλαβαίνει τινάς το όμοιο από το όμοιο. Το δε ακέραιο της περιστεράς δείχνει την καθαρότητα της πράξεως ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)