127. Μπορεί ο άνθρωπος να εκπέσει της δικαιώσεως;
Βεβαίως μπορεί. Όπως δηλαδή ο πιστός συμπράττων με τη χάρη του Θεού μπορεί να προχωρήσει στον αγιασμό, την ένωσή του με το Θεό και τη δόξα του κληρονομώντας την αιώνια ζωή, έτσι ο ίδιος, αν αδιαφορήσει για το πνευματικό αγαθό και κυριευθεί από το αμαρτητικό της φύσεως του καταπατώντας το νόμο του Θεού και πράττοντας έργα αισχύνης και φθοράς, μπορεί να εκπέσει της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος και να χαθεί.
Η αμαρτία είναι το μέτρο εκπτώσεως του ανθρώπου από το αγαθό της δικαιώσεως. Αν και δεν είναι πάντα ευχερής και ακίνδυνη η διάκριση των αμαρτημάτων, γίνεται από κοινού παραδεκτό ότι αυτά διακρίνονται σε δυο ομάδες, τα συγγνωστά και τα θανάσιμα. Τα πρώτα είναι κοινά για όλους τους πιστούς. Μόνο ο Χριστός και σε κάποιο στάδιο η Θεοτόκος εξαιρέθηκαν από αυτά (σχετική αναμαρτησία της Παρθένου). Κατά τον αδελφόθεο Ιάκωβο «πολλά πταίομεν άπαντες», ενώ κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ούκ έχομεν, εαυτούς πλανώ μεν και η αλήθεια ούκ έστιν εν ημίν (Α' Ίωαν. 1,18). Ενδεικτικά ομοίως είναι και τα λόγια του Κυρίου: «Και άφες ημίν τα όφειλήματα ημών» (Ματθ. 6,12).
Τα δευτέρα δε, τα θανάσιμα, είναι σοβαρές παραβάσεις του νόμου του Θεού, αμαρτήματα, τα οποία αν δεν συγχωρηθούν με τη μετάνοια, θα οδηγήσουν στον πνευματικό θάνατο, δηλαδή τον αιώνιο αποχωρισμό της ψυχής απο τη ζωή του Θεού. Ως τέτοια η Γραφή αναφέρει τα αμαρτήματα του Δαβίδ, του Σολομώντα και του Πέτρου, τα οποία βέβαια απαλείφθηκαν με τη μετάνοια. Αντίθετα το παράπτωμα του Ιούδα, για τον οποίον είπε ο Κύριος ότι καλό θα ήταν να μην ερχόταν καν στον κόσμο, τον οδήγησε στην αγχόνη και την αιώνια απώλεια. Ενδεικτικά, τέλος, είναι και τα λόγια του Απ. Παύλου, ο οποίος διακρίνοντας τους εργαζόμενους στο ναό σ’ εκείνους που καταθέτουν χρυσό, άργυρο, λίθους τίμιους, ξύλα, χόρτο, καλάμη, απ’ αυτούς που φθείρουν το ναό του Θεού, λέγει ότι αυτός που καταθέτει ξύλα, χόρτα και καλάμη δύσκολα θα σωθεί («ως δια πυρός»), ενώ αυτός που φθείρει το ναό του Θεού θα καταστραφεί.
Παράλληλα με τη διάκριση βαθμών αγιασμού και δόξας στη βασιλεία των ουρανών, υπάρχει και η διάκριση βαθμών σκοτισμού και κολάσεων στο βασίλειο του σκότους, που θα είναι ανάλογη προς το βαθμό πωρώσεως στην αμαρτία και της εκπτώσεως του ανθρώπου από τη χάρη του Θεού. Αλλιώτικα θα βασανίζονται ο Σατανάς και οι διαβόητοι αμαρτωλοί, από τους απλούς παραβάτες του νόμου του Θεού. Θα μου πείτε βέβαια, ποιά σημασία θα ’χει αν οι κολαζόμενοι θα είναι σε μεγάλη ή σε μικρή φωτιά; Διαφοροποιούνται οι καταστάσεις αυτές; Ο συλλογισμός αυτός είναι βάσιμος. Φαίνεται όμως ότι οι καταστάσεις αυτές είναι καθαρά προσωπικές, που δεν μπορούμε να τις ξέρουμε εμείς που βρισκόμαστε έξω απ’ αυτές. Μόλις μπούμε στη διαδικασία φυσικά θα τις μάθουμε, ο μη γένοιτο! Και δυό λόγια ακόμη. Τη διάκριση των αμαρτημάτων που κάνει ο ηθικός νόμος την υιοθετεί και το ανθρώπινο δίκαιο, που διακρίνει τις παραβάσεις του νόμου σε πλημμελήματα και εγκλήματα, τα οποία και ανάλογα τιμωρεί.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 180-181)