"Τον επαινεί επειδή προηγουμένως τον κατσάδιασε"
Ο π. Πορφύριος μάλωσε τον Αργύριο, που μας διέσωσε αυτό το περιστατικό,
γιατί καθόταν κλεισμένος τόση ώρα μέσα στο αυτοκίνητό του μελαγχολικός
και "γκρίνιαζε"με το νου του, γιατί δεν ξυπνούσε ο Γέροντας να τον δεχθεί
και να ακούσει το σοβαρό πρόβλημα του. Ο Γέροντας λοιπόν ήρθε ξαφνικά μπροστά του
και τον κατσάδιασε για να τον βγάλει από το ψυχοπλάκωμά του, να ενεργοποιήσει το "θυμό" του,
να ζωντανέψει τα αίματά του και να τον κάνει να δει τα πράγματα από την αισιόδοξη πλευρά.
Αυτό το πέτυχε ο Γέροντας και τον προκάλεσε, με το διακριτικό του τρόπο, να αρπάξει
το τσεκούρι και να κόψει ξύλα για τη σόμπα. Κοιτάξτε τώρα πώς τον επαινεί, για να λειάνει
τη σχέση τους και να του δείξει ότι δεν έπαψε να τον αγαπά. "Και ενώ, λέει ο συγγραφέας,
εξακολουθούσα με μεγάλη ταχύτητα, ένταση και οργή, λόγω της φοβερής προηγηθείσης "κατσάδας",
να ανεβοκατεβάζω το τσεκούρι και ο τεμαχισμός του πεύκου έφθανε προς το τέλος,
ο πατήρ Πορφύριος ικανοποιημένος σφόδρα από τα αποτελέσματα των ενεργειών του,
που ήσαν αιτία να κεντρίσουν τον εγωισμό μου και το φιλότιμό μου και να θέσουν σε λειτουργία
όλους τους μηχανισμούς εκείνους του σώματός μου, που ήταν απαραίτητοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση,
για την αντιμετώπιση της τρομερής καταστάσεως, που είχε προκαλέσει η υπαλληλική μετάθεσή μου,σηκώθηκε,
με πλησίασε και είπε: "Βρε εσύ έχεις τρομερές ικανότητες! Μόνο που δε θέλεις να τις χρησιμοποιήσεις,
και αυτό είναι που με στεναχωρεί. Τέτοια ξύλα καθαρισμένα και τόσο ωραία κομμένα δεν έχω ξαναδεί.
Ούτε ο καλύτερος ξυλουργός δεν θα τεμάχιζε έτσι. Είναι ό,τι πρέπει για τη σόμπα μου.
Μωρέ εσύ είσαι ικανός για όλα. Μόνο ό,τι δε θέλεις δεν κάνεις. Γι' αυτό σου μίλησα τόσο άσχημα.
Ήθελα να σε κάνω να επανεύρεις τον παλαιό εαυτό σου. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε.
Έτσι με φώτισε ο Θεός, γιατί εσύ είχες καταθέσει τα όπλα. Και μάλιστα άνευ όρων!
Βέβαια, σε στεναχώρησα πολύ. Το ξέρω.
Όμως εγώ πήρα μεγαλύτερη στεναχώρια από εσένα. Και όπως ξέρεις είμαι και πολύ άρρωστος... ".
[Κ 147]
"Ποτέ δεν μου είπαν μπράβο"
Ήμουν κι εγώ -διηγείται ο π. Πορφύριος-υποτακτικός στο Άγιον Όρος σε δύο γεροντάκια.
Ήσαν αυστηροί. Ποτέ δεν μου είπαν μπράβο. Όμως διαισθανόμουν την αγάπη τους.
Ασχολούμην με την ξυλογλυπτική. Αλλά δεν με άφηναν να μάθω ολόκληρη τη δουλειά.
Έως εδώ θα φτιάχνεις, μου έλεγαν, όχι πιο πέρα. Δεν ξέρω γιατί το έκαναν αυτό.
Ίσως, λέω τώρα, ίσως γιατί κάτι άλλοι, μόλις έμαθαν τη δουλειά, έφυγαν.
[Ά 31]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.181-182)