128. Ποιοι είναι οι όροι της δικαιώσεως;
Είναι δύο: η πίστη και τα αγαθά έργα.
Η πίστη η δικαιούσα τον άνθρωπο δεν είναι μόνο απλή συγκατάθεση του νου στην αλήθεια του Θεού, δηλαδή μια νοητική αποδοχή του θεωρητικού μέρους των δογματικών αληθειών της πίστεως, όπως αυτές περιέχει η θεία αποκάλυψη (οι πήγες της πίστεως). Μια τέτοια πίστη είναι άχρηστη για τον άνθρωπο. Αυτή μπορούν να έχουν και τα δαιμόνια, που πιστεύουν και φρίσσουν, χωρίς αυτό να τα βοηθεί σε τίποτε. Αλλά, παράλληλα με τη νοητική παραδοχή, η πίστη είναι και αφοσίωση της ψυχής στο λυτρωτικό αγαθό, ένθερμη πεποίθηση στην πρόνοια του Θεού και στροφή της βούλησης στο αγαθό και το νόμο του Θεού. Με αλλά λόγια η πίστη πρέπει να είναι και έργο καρδιάς ηθικό.
Τα αγαθά έργα είναι καρπός της πίστεως που ζωογονείται από την αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον. Τα έργα είναι η ζωντανή πιστοποίηση της αλήθειας της πίστεως, και ως τέτοια έχουν τη θέση τους στη δικαίωση. Ο τύπος ο εκφράζων συνοπτικά την ορθόδοξη περί των όρων της δικαιώσεως αντίληψη, είναι η πρόταση: Ο άνθρωπος δικαιούται (σώζεται) δια της πίστεως «της δι’ αγάπης ένεργουμένης». Τόσο η πίστη όσο και η αγάπη (τα αγαθά έργα) είναι οι απαραίτητες συνθήκες της σωτηρίας. Λόγω δε της εμπεριχωρήσεως των εννοιών πίστη, αγάπη, αγαθά έργα, είτε πούμε ότι η πίστη σώζει ή η Αγάπη ή τα αγαθά έργα, λέμε ένα και το αυτό πράγμα.
Τους όρους της δικαιώσεως κατά την ορθόδοξη αντίληψη διατυπώνει άριστα η Ομολογία του Δοσιθέου σε όσα γράφει: «Πιστεύομεν μηδένα σώζεσθαι άνευ πίστεως. Καλούμεν δε πίστιν την ούσαν εν ημίν όρθοτάτην υπόληψιν περί Θεού και των θείων, ήτις ένεργουμένη δια της αγάπης, ταυτόν είπείν δια των θείων εντολών, δίκαιοί ημάς παρά Χριστού και τούτης άνευ τω Θεώ ευαρεστήσαι αδύνατον». Οι όροι της δικαιώσεως άριστα διατυπώνονται και στην αγία Γραφή. Έτσι ο μεν Ιωάννης γράφει, ότι η εντολή του Θεού είναι «να πιστεύωμεν τω ονόματι του υίού αυτού Ιησού Χρίστου και αγαπώμεν άλλήλους» (σύνδεσμος πίστεως και αγάπης), ο δε Ιακωβος «εξ έργων δικαιούται ο άνθρωπος και ούκ εκ πίστεως μόνον», ενώ ο Παύλος τονίζει ότι «εν Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά πίστις δι αγάπης ένεργουμένη». Εκ των ιερών τούτων συγγραφέων ο μεν Ιακωβος εξαίρει, σύμφωνα με τους πρακτικούς σκοπούς της επιστολής του, ως όρο δικαιώσεως τα αγαθά έργα ως καρπούς της ζωντανής πίστεως, τα οποία αντιβάλλει προς τη νεκρή και άχρηστη πίστη την οποία ομολογούν και τα δαιμόνια. Ο δε Παύλος εκφράζει τους όρους της δικαιώσεως στον μεταξύ τους οργανικό σύνδεσμο και την αλληλουχία πίστεως και αγάπης. Είναι αναντίρρητο βέβαια ότι ο Απόστολος σε αλλά σημεία των επιστολών του, εξαίρει μόνο την πίστη ως όρο της δικαιώσεως, αποκλείων τα έργα: «Λογιζόμεθα δικαιούσθαι πίστει άνθρωπον χωρίς έργων νόμου» και «ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη δια πίστεως». Όμως τα έργα αυτά που δεν μετέχουν στη δικαίωση δεν είναι τα έργα που βλαστάνουν δια της χάριτος στην καρδιά του αναγεννημένου, αλλά τα έργα του νόμου τα εκτρέφοντα στην ψυχή το αίσθημα της αυτοδικαιώσεως και της εγωιστικής εγκαυχήσεως, όπως ήταν τα υποκριτικά έργα των Φαρισαίων, τα οποία με σφοδρότητα εστηλίτευσε ο Κύριος.
Σύμφωνα με όσα είπαμε, λοιπόν, ο άνθρωπος σώζεται στο πεδίο του αγιασμού, όταν έχει πίστη φλογερή και ζωντανή, ολόψυχη αφοσίωση στο λυτρωτικό έργο του Χριστού και παράλληλα έχει αγάπη ειλικρινή και ανυπόκριτη στο Θεό και τους ανθρώπους, που εξωτερικεύεται σε έργα αυποιΐας προς το συνάνθρωπο, έργα δυνάμενα να φθάσουν μέχρι αυτοθυσίας στη διακονία του πλησίον.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 182-183)