129. Ποια είναι η περί δικαιώσεως διδασκαλία των Διαμαρτυρομένων;
Η περί δικαιώσεως του ανθρώπου προτεσταντική εκδοχή δεν είναι όμοια με την ορθόδοξη και τη ρωμαιοκαθολική. Δεν είναι εσωτερική αναγέννηση της ψυχής δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος, όπως δέχονται αυτές, αλλά εξωτερική από το Θεό ανακήρυξη του ανθρώπου ως δικαίου, χωρίς να καταλογίζονται σ’ αυτόν οι αμαρτίες του, ένεκα της δικαιοσύνης του Χριστού. Είναι απλά μια δικαστική απόφαση του Θεού, χωρίς το εσωτερικό περιεχόμενο του πράγματος. Η Αυγουσταία Ομολογία λέγει: «Δικαιούν κατά την δικανικήν συνήθειαν σημαίνει απολύειν τον ένοχον και κηρύττειν δίκαιον, αλλά δια ξένην δικαιοσύνην, την μεταδιδομένην εις η μας δια της πίστεως», ο δε τύπος της Συμφωνίας: «Το ρήμα δικαιούν εν τω έργω τούτω σημαίνει απλώς κηρύττειν τινά δίκαιον, απολύειν απλώς από των αμαρτημάτων και των αιωνίων δι’ αυτά ποινών δια την δικαιοσύνην του Χριστού, την από του Θεού τη πίστει καταλογιζομένην».
Τα διδάγματα αυτά του Προτεσταντισμού, επηρεαζόμενα από την περί αρχέγονης δικαιοσύνης και πτώσεως του ανθρώπου διδασκαλία τους, δεν είναι σωστά. Η εξωτερική δικαστική απόφαση και η κήρυξη ενός ως δικαίου ισχύει μόνο για τους ανθρώπους, οι οποίοι κρίνοντες εξωτερικά και επί τη βάσει αποδείξεων, δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν το εσωτερικό βάθος της ψυχής του ανθρώπου και μπορούν καμιά φορά ελλείψει μαρτυριών και τεκμηρίων ν’ ανακηρύξουν ένοχο τον αθώο και αντίστροφα αθώο τον ένοχο. Στον πάνσοφο όμως και δίκαιο Θεό δεν ισχύουν τέτοιες κρίσεις. Παρόλο ότι υπάρχουν χωρία στη Γραφή με την έννοια της δικαστικής αποφάσεως, όμως σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ανακήρυξη από το Θεό κάποιου ως δικαίου δεν μπορεί να είναι άσχετη προς την εσωτερική του δικαίωση που δημιουργεί η χάρη του Θεού.
Αν δεν συμβαίνει αυτό, ο Θεός κρίνει ψευδώς ανακηρύσσοντας δίκαιο τον άδικο, πράγμα που φθείρει βάναυσα την έννοια της θείας αγιότητας και δικαιοσύνης. Το χωρίο της Γραφής «ου γαρ οι ακροαταί του νόμου... δικαιωθήσονται», εντάσσεται στη σειρά της πιο πάνω σκέψεως. Στη μέλλουσα ζωή ο Θεός θ’ αναγνωρίσει ως δίκαιους όχι τους ακροατές αλλά τους ποιητές του νόμου. Η αναγνώριση όμως αυτή — για να είναι αληθινή— προϋποθέτει την εσωτερική δικαιοσύνη του ανθρώπου, στην οποία έφτασε αυτός με τη βοήθεια του Θεού. Αλλά και όλες οι άλλες θέσεις της Γραφής, όπου η έννοια της δικαιώσεως περιγράφεται ως έκπλυση των αμαρτιών δια του αίματος του Χριστού, ως εσωτερική ανακαίνιση και αγιασμός, αντίκεινται προς την έννοια της δικαιώσεως ως εξωτερικής πράξεως του Θεού. Δεν πρέπει, λοιπόν, να χωρίζονται οι έννοιες «δικαίωσις» και «αγιασμός», Αλλά να βρίσκονται σε οργανικό σύνδεσμο σαν δύο σκέλη της αυτής πραγματικότητας. Ο αγιασμός βέβαια ακολουθεί στη δικαίωση, επιτυγχανόμενος με τη συνέργεια Θεού και ανθρώπου όμως δεν πρέπει ν’ αποχωρίζεται εκείνης, αποτελώντας τη δυναμική αξιοποίηση της δικαιώσεως.
Αλλά και η έννοια της αμαρτίας ως πραγματικής καταστάσεως στον άνθρωπο, η οποία τον αποξενώνει από τον Θεό, φθείροντας την υπόστασή του, κρατύνει την αντίληψη της δικαιώσεως ως θετικής καταστάσεως, ως πραγματικής αναγεννήσεως της φύσεώς του. Ότι, τέλος, και το λυτρωτικό έργο του Χριστού ως ανακαίνιση και θέωση της φύσεως του ανθρώπου, χάνει με την προτεσταντική εκδοχή το αληθινό νόημά του, δεν είναι δύσκολο να καταδειχθεί.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 184-185)