130. Ποιοι είναι οι όροι της δικαιώσεως κατά τους Διαμαρτυρομένους;
Κατά την προτεσταντική εκδοχή κύριος και αποκλειστικός όρος της δικαιώσεως είναι η πίστη. Σ’ αυτή δεν έχουν θέση τα όποια έργα του ανθρώπου είτε κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της δικαιώσεως είτε μεταταύτα. Ο αποκλεισμός των αγαθών έργων από τη δικαίως και σωτηρία είναι φυσική ακολουθία των περί αρχέγονης δικαιοσύνης και πτώσεως του ανθρώπου διδαγμάτων τού Προτεσταντισμού. Εφόσον κατά τη βασική προτεσταντική αρχή δια της πτώσεως καταστράφηκε ολοσχερώς το «κατ’ εικόνα» με συνέπεια να νεκρωθεί η πνευματική φύση τού ανθρώπου, ό,τι καλό κι αν κάνει αυτός φέρει το χαρακτήρα της αμαρτίας και είναι αδύνατο να συμβάλει στη σωτηρία του. Επομένως μόνο δια της χάριτος και της αγάπης του Θεού μπορεί να δικαιωθεί και να σωθεί ο αμαρτωλός. Σ’ αυτήν ανάγεται ο άνθρωπος αποκλειστικά δια της πίστεως, η οποία είναι η αρχή, το μέσον και το τέλος της σωτηρίας. Η σώζουσα πίστη δεν είναι φυσικά η απλή αποδοχή των αληθειών της θείας αποκαλύψεως, έργο δηλαδή νοητικό, Αλλά η πεποίθηση στη χάρη του Θεού και η αφοσίωση στην αξιομισθία του Χριστού, με τη δύναμη της οποίας συγχωρούνται οι Αμαρτίες.
Η πίστη φυσικά θα έχει σαν φυσική ακολουθία της καλούς καρπούς, την αγάπη και τα αγαθά έργα. Όπως όμως αυτά παρόντα τίποτε δεν συνεισφέρουν στη δικαίωση του ανθρώπου, έτσι και απόντα δεν μπορούν να την παραβλάψουν. Τα αγαθά έργα είναι φυσικά αναγκαία· η αναγκαιότητα όμως αυτή οφείλεται στο ότι είτε είναι εντάλματα του Θεού είτε ότι είναι καρποί της πίστεως. Προς τη σωτηρία όμως δεν έχουν καμία σχέση ούτε συμβάλλονται στη δικαίωση ή στην αύξηση της δικαιώσεως ή και στην παραμονή στη χάρη, καθόσον οι πιστοί φρουρούνται «εν δυνάμει Θεού δια πίστεως εις σωτηρίαν ετοίμην αποκαλυφθήναι εν καιρώ εσχάτω».
Ηπιότερη είναι η περί αγαθών έργων διδασκαλία της Αγγλικανικής Εκκλησίας (χωρίς βέβαια να εξομαλύνονται πλήρως οι διαφορές της με την ορθόδοξη αντίληψη), η οποία στο 12ο άρθρο της λέγει, ότι τα αγαθά έργα αν και είναι ο καρπός της πίστεως και ακολουθούν στη δικαίωση, δεν μπορούν μεν να εκπλύνουν τις αμαρτίες μας και να αντέξουν στην αυστηρότητα της κρίσεως του Θεού, όμως είναι αρεστά στο Θεό εν Χριστώ, εκπηγάζοντα αναγκαίως από την αληθινή και ζωντανή πίστη, της οποίας εκφράζουν τη ζωτικότητα και δια των οποίων αυτή γνωρίζεται, όπως γνωρίζονται τα δένδρα από τους καρπούς τους.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 185-187)