131. Είναι τα αγαθά έργα αξιόμισθα;
Σε αντίθεση με την προτεσταντική αρχή η οποία αποκλείει τα αγαθά έργα εκ της δικαιώσεως και σωτηρίας, δεχόμενη ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνο από τη χάρη του Θεού δια της πίστεως, η ορθόδοξη πίστη αναγνωρίζει τη θέση των αγαθών έργων στη δικαίωση, όχι βέβαια εκείνων που γίνονται κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της δικαιώσεως (γιατί η ψυχή του ανθρώπου είναι ακόμα μολυσμένη), αλλά των έργων που γίνονται με την πνοή της χάριτος στις αναγεννημένες ψυχές, απονέμοντας σ’ αυτά σχετική αξιομισθία. Τα αγαθά έργα, ως καρποί και ένδειξη της ζωντανής πίστεως, αποτελούν απαραίτητη υποκειμενική συνθήκη για τη σωτηρία του ανθρώπου. Σώζονται μόνο οι άξιοι πιστοί, αυτοί που με τη χάρη του Θεού αξιοποιούν στη ζωή τους το αγαθό της δικαιώσεως. Λέγουμε δε σχετική αξιομισθία, για να την αντιδιαστείλουμε από την απόλυτη, η οποία δεν ταιριάζει στα πλάσματα.
Και είναι βέβαια αλήθεια —όπως είδαμε στα προηγούμενα— ότι σε αρκετά χωρία της Αγίας Γραφής η δικαίωση και σωτηρία του ανθρώπου είναι έργο της θείας χάριτος. Στα χωρία όμως αυτά δεν αποκλείεται ρητά η σχετική αξιομισθία των αγαθών έργων. Έτσι στο κλασικό χωρίο, στο οποίο επιμένουν πολύ οι Διαμαρτυρόμενοι: «τη χάριτι εστε σεσωσμένοι δια της πίστεως και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον· ουκ εξ έργων ίνα μη τις καυχήσηται», τίποτε δεν λέγεται περί δικαιώσεως χωρίς έργα, ή ότι η ηθική ζωή δεν ασκεί ροπή επί της σωτηρίας των χριστιανών. Ο Απόστολος λέγει γενικά στους Εφεσίους, ότι εσείς που ζούσατε στα σκοτάδια της ειδωλολατρίας, σωθήκατε με τη δωρεά της χάριτος του Θεού, μη μπορώντας έτσι να καυχηθείτε για τα όποια καλά έργα σας.
Η γενικώτερη όμως διδασκαλία της Γραφής συνηγορεί υπέρ της σχετικής αξιομισθίας των αγαθών έργων. Σε πλήθος χωρίων της η αιώνια ζωή παρουσιάζεται ως αμοιβή, η δε σωτηρία τίθεται σε ουσιώδη συνάφεια με τ αγαθά έργα. Θα μνημονεύσουμε απλά τη Β' προς Κορινθ. επιστολής (5,10), όπου λέγεται: «Τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα δια του σώματος, προς ά έπραξεν είτε αγαθόν είτε κακόν» και της περικοπής Ματθ 25,31-46, όπου οι άνθρωποι θα συναχθούν ενώπιον του κριτηρίου του Χριστού για να κριθεί έκαστος ανάλογα με τα έργα του, αγαθά η κακά, κληρονομώντας αντίστοιχα είτε την αιώνια ζωή είτε την αιώνια κόλαση.
Οι αιτιάσεις των Διαμαρτυρομένων, ότι η ορθόδοξη περί αγαθών έργων αντίληψη αίρει το απόλυτο της θείας χάριτος, μειώνει την αξιομισθία του έργου του Χριστού και εκτρέφει τον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση στις ψυχές των ανθρώπων, μπορεί μεν να έχουν βάση σε περιπτώσεις εκτροπής από το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα σε αστήρικτες ψυχές, όχι όμως και σ’ εκείνες που με φόβο και τρόμο κατεργάζονται τη σωτηρία τους. Τον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση εκτρέφουν τα έργα του παλαιού νόμου, τα οποία τόσο έντονα καυτηρίασε ο Παύλος. Άλλωστε τα αγαθά έργα, ως ήδη σημειώσαμε, είναι σχετικώς αξιόμισθα. Δεν είναι αυτοδύναμα, αλλά προϊόντα της χάριτος του Θεού, ο οποίος αμείβοντας αυτά στεφανώνει τα ίδια τα έργα του.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 187-188)